Πριν προλάβει να καταλαγιάσει η σκόνη από τον έκτακτο φόρο που αποφάσισε να επιβάλει στις ιταλικές τράπεζες, η Τζόρτζια Μελόνι επανέρχεται και με ένα μπαράζ λαϊκίστικων παρεμβάσεων και πολιτικών φέρνει την Ιταλία αντιμέτωπη με τις αγορές, τους οίκους αξιολόγησης και την Κομισιόν.
Στον απόηχο των μέτρων για τις τράπεζες, την αναδιάρθρωση χρέους, τις αεροπορικές και το εμπόριο, το κόστος δανεισμού της Ιταλίας έχει εκτιναχθεί στο 4,3% καθώς οι επενδυτές ζητούν μεγαλύτερο επιτόκιο για να δανείσουν τη χώρα και οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν με προβληματισμό τις εξελίξεις.
Πληροφορίες, μάλιστα, αναφέρουν ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα υπάρξουν οι σχετικές προειδοποιήσεις, οι οποίες δεν αποκλείεται να έχουν και τη μορφή υποβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ιταλίας. Υπενθυμίζεται ότι τον Αύγουστο του 2022 η Moody’ s έβαλε στον προθάλαμο της υποβάθμισης την Ιταλία και πριν λίγους μήνες ο ίδιος οίκος επανήλθε, εκφράζοντας ανησυχία για τις… χαμηλές πτήσεις της ιταλικής οικονομίας. Η επόμενη αξιολόγηση από την Moody’ s είναι προγραμματισμένη για τις 17 Νοεμβρίου και θεωρείται κρίσιμη γιατί θα έχει κατατεθεί και ο ιταλικός κρατικός προϋπολογισμός.
Χθες, μάλιστα, έγινε γνωστό ότι η ιταλική κυβέρνηση θα αυξήσει το στόχο για το δημοσιονομικό έλλειμμα πάνω από το 4,5% του ΑΕΠ που έθεσε ως στόχο τον περασμένο Απρίλιο, εξαιτίας της επίπτωσης του δημοσιονομικού μέτρου στήριξης Superbonus για την ενεργειακή ανακαίνιση σπιτιών.
Η κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2024 δεν θα είναι εύκολη υπόθεση και ο υπουργός Οικονομικών Τζανκάρλο Τζορτζέτι έχει δεσμευτεί ότι έλλειμμα και χρέος θα επιστρέψουν σε πτωτική τροχιά, όταν το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε στο 144% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, καθιστώντας το δεύτερο υψηλότερο μετά της Ελλάδας.
Παρά τις αρχικές προσπάθειες της Ιταλίδας πρωθυπουργού Μελόνι, του υπουργού Εξωτερικών και πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αντόνιο Ταγιάνι και του Τζορτζέτι, να παντρέψουν τον ακροδεξιό λαϊκισμό με μία πιο ρεαλιστική και υπεύθυνη στάση, αποδεικνύεται πλέον με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οι φιλικές προς τις αγορές και την επιχειρηματικότητα πολιτικές δεν είναι στο DNA της ιταλικής κυβέρνησης.
Μετά τον έκτακτο φόρο στις τράπεζες, η ιταλική κυβέρνηση ετοιμάζει νόμο για τα κόκκινα δάνεια, δίνοντας τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να επαναγοράζουν το χρέος τους σε πολύ χαμηλές τιμές, σε μία πρακτική που ευνοεί το φαινόμενο των στρατηγικών κακοπληρωτών, διαταράσσει την αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων και απομακρύνει τους επενδυτές από τις τράπεζες. Σύμφωνα με τον Ιταλό αναλυτή Λορέντσο Κοντόνιο, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία θα σκοτώσει την αγορά NPLs και θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις τραπεζικές μετοχές.
Η ιταλική κυβέρνηση ετοιμάζεται, παράλληλα, να επιβάλει πλαφόν στις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων και να εγκαταλείψει τον κινεζικό «δρόμο του μεταξιού», προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις στον επιχειρηματικό κόσμο.
Το διάταγμα για τις αεροπορικές εταιρείες έχει στόχο να περιορίζει τις αυξήσεις στα εισιτήρια από και προς τις νησιωτικές περιοχές όπως η Σικελία και η Σαρδηνία στο 200% από τη μέση τιμή των εισιτηρίων και ήταν μέρος του πακέτου που περιείχε και τον έκτακτο φόρο στις τράπεζες. Τώρα, ο αρμόδιος υπουργός προγραμματίζει συναντήσεις με τις αεροπορικές για να πετύχει τη γενικότερη μείωση των ναύλων.
Όσο για την πρόθεση της Μελόνι να εγκαταλείψει τον «δρόμο του μεταξιού», οι ιταλικές επιχειρήσεις φοβούνται ότι θα περιοριστεί η πρόσβασή τους στη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά του πλανήτη, των 1,4 εκατομμυρίων καταναλωτών, αλλά και ότι θα υπάρξουν αντίποινα από κινεζικής πλευράς, τα οποία θα πλήξουν περαιτέρω την ιταλική οικονομία. Σημειώνεται ότι υφίστανται ήδη 29 εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Ιταλίας και Κίνας στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας, των τραπεζών, της ναυτιλίας, της μηχανικής, των φαρμάκων, της μόδας και του τουρισμού.
Οι εμπορικές συναλλαγές της Ιταλίας με την Κίνα έχουν αυξηθεί σημαντικά από την πανδημία, ωθούμενες κυρίως από το διαδικτυακό εμπόριο και όχι από την πρωτοβουλία «δρόμος του μεταξιού». Η Κίνα είναι ο έβδομος μεγαλύτερος εξαγωγικός εταίρος της Ιταλίας, με τις εξαγωγές να φτάνουν τα 16,4 δισ. ευρώ το 2022 από 13 δισ. ευρώ το 2019. Οι εισαγωγές από την Κίνα μεγάλωσαν πολύ περισσότερο στα 57,5 δισ. ευρώ το 2022 από 31,7 δισ. ευρώ το 2019. Αποτέλεσμα ήταν το εμπορικό έλλειμμα να υπερδιπλασιαστεί το 2022 έναντι του 2019 στα 41,1 δισ. ευρώ.