Παρατηρώντας τις καθαρές εισροές στα κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων-τα γνωστά μας money market funds-τις τελευταίες πέντε εβδομάδες, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι τα μετρητά αποκτούν και πάλι λάμψη.
Βλέπετε, μετά από πολλά χρόνια χαμηλών επιτοκίων, ήδη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού μπορεί κανείς να κλειδώσει απόδοση πέριξ του 5,15% στα μετρητά του με ελάχιστο ρίσκο, ή πιο σωστά με το ρίσκο της τράπεζας που τα έχει τοποθετημένα. Όπως και να έχει, τέτοιες αποδόσεις στα money markets είχαμε να δούμε από το 1999.
Δεν είναι όμως μόνο το γεγονός ότι το «παρκάρισμα» αυτό έχει πλέον μια αξιοσέβαστη απόδοση που έχει φέρει τα money markets και πάλι στο προσκήνιο ως επενδυτική επιλογή.
Οι φόβοι για την επιβράδυνση της πρώτης οικονομίας της Ευρωζώνης,τη Γερμανία, για την υγεία της μέχρι πρότινος ατμομηχανής της παγκόσμιας οικονομίας, της Κίνας, για την ευστάθεια του τραπεζικού τομέα των ΗΠΑ και για το επίμονο μαρκάρισμα των πληθωριστικών πιέσεων που μπορεί να αναγκάσει τις Κεντρικές Τράπεζες σε νέες αυξήσεις επιτοκίων, έχουν επαναφέρει στα μετρητά και πάλι την αίγλη του επενδυτικού καταφυγίου.
Αν αυτή την εβδομάδα χαθούν στις αγορές κρίσιμες τεχνικές στηρίξεις, όπως η ζώνη 4250-4300 για τον S&P500 ή 15370 μονάδες για τον βιομηχανικό δείκτη Dax- τότε η τρέχουσα διόρθωση θα έχει σαφή συνέχεια και οι επενδυτές που θα αποσύρουν δις από τις μετοχές και θα τα τοποθετήσουν στα εργαλεία των μετρητών θα πολλαπλασιαστούν επικίνδυνα.
Ήδη τις τελευταίες πέντε εβδομάδες τα μετοχικά αμοιβαία είχαν εκροές της τάξης των 11,5 δις δολαρίων, ενώ οι εισροές στα money markets funds ξεπέρασαν τα 91 δις δολάρια.
Την ίδια στιγμή η αγορά των ομολόγων και η αναστροφή της καμπύλης απόδοσης μας λέει τη δική της ιστορία.
Αν και η συγκεκριμένη αγορά αποτελεί παραδοσιακό επενδυτικό καταφύγιο, προς το παρόν οι επενδυτές αντιμετωπίζουν την αγορά αυτή με σκεπτικισμό, κάτω από το βάρος της πιθανότητας οι πληθωριστικές πιέσεις να οδηγήσουν σε νέες αυξήσεις επιτοκίων, γεγονός που ωθεί τις τιμές των ήδη εκδοθέντων ομολόγων προς τα κάτω.(σ.σ: Περισσότερα για τη νευρικότητα στην αγορά των ομολόγων μπορείτε να διαβάσετε εδώ). https://www.liberal.gr/agores/poy-ofeiletai-i-neyrikotita-stin-agora-omologon
Ας θυμηθούμε όμως τους λόγους που επανέφεραν τα μετρητά και πάλι στη μόδα.
-Δαμόκλειος σπάθη πάνω από το τραπεζικό κλάδο στις ΗΠΑ
Η ανοιξιάτικη καταιγίδα στον περιφερειακό τομέα του αμερικανικού τραπεζικού κλάδου έχει αφήσει το αποτύπωμα της, με τον οίκο αξιολόγησης Moody’s να έχει προχωρήσει πρόσφατα στην υποβάθμιση 10 μικρών και μεσαίων τραπεζών, προειδοποιώντας μάλιστα ότι υπάρχει τo ενδεχόμενο να προχωρήσει και στην υποβάθμιση μεγάλων τραπεζών.
Πριν τρεις μέρες μάλιστα είχαμε άλλο ένα «καμπανάκι» από τη Fitch και αυτή τη φορά αφορούσε τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών, JPMorgan Chase και Bank of America. Υπενθυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί η αρνητική εκτίμηση της Fitch τον Ιούνιο σε ό,τι αφορά την ευρωστία του συνόλου του αμερικανικού τραπεζικού κλάδου.
Η ενίσχυση του κόστους χρηματοδότησης, οι εκροές σε επίπεδο καταθέσεων και η πιο αδύναμη κερδοφορία είναι μερικές από τις μεγαλύτερες αντιξοότητες που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος, και όλα αυτά μετά από χρόνια ατασθαλιών λόγω της χαλάρωσης του εποπτικού πλαισίου επί της κυβέρνησης Τραμπ.
Αναγνωρίζοντας τις αντιξοότητες αυτές, η Fitch τον Ιούνιο υποβάθμισε μόνο το «περιβάλλον λειτουργίας» των αμερικανικών τραπεζών σε ΑΑ- από ΑΑ επικαλούμενη τις πιέσεις στην πιστοληπτική δυνατότητα των ΗΠΑ, τα κενά στο αμερικανικό ρυθμιστικό πλαίσιο και την αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά τα επίπεδα των επιτοκίων.
Στις αρχές του μήνα όμως ο οίκος υποβάθμισε συνολικά την πιστοληπτική δυνατότητα των ΗΠΑ επικαλούμενος τη δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος, καθώς και το αυξανόμενο χρέος της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, ενώ τώρα επανήλθε με την προειδοποίηση ότι περαιτέρω υποβάθμιση του κλάδου κατά μία βαθμίδα πιθανότατα να πυροδοτήσει σαρωτικές υποβαθμίσεις δεκάδων αμερικανικών τραπεζών, μεταξύ των οποίων και των δύο μεγαλύτερων τραπεζών των ΗΠΑ, των JPMorgan Chase και Bank of America.
Σύμφωνα με τον Christopher Wolfe, στέλεχος του οίκου, η βαθμολογία των δύο αυτών τραπεζών αναμένεται να υποβαθμιστεί από το Α+ στο ΑΑ- και η Fitch να αναγκαστεί να υποβαθμίσει πολλές άλλες μικρότερες τράπεζες, οι ασθενέστερες εκ των οποίων ενδέχεται να δουν το χρέος τους να διολισθαίνει στην κατηγορία των ομολόγων-σκουπιδιών.
Είναι κατανοητό ότι αν έρθει το πλήρωμα του χρόνου και αρχίσουν πράγματι οι υποβαθμίσεις μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων, οι αγορές δεν θα επιδείξουν τη σχετική ψυχραιμία που επέδειξαν τον Αύγουστο κατά την υποβάθμιση μικρότερων ονομάτων.
-Παραμένει αδύναμη η Κίνα
Τα μακροοικονομικά στοιχεία για την κινεζική οικονομία εξακολουθούν να απογοητεύουν και να έρχονται σε πλήρη κόντρα με την αισιοδοξία που λίγο πολύ όλοι είχαμε την άνοιξη για πλήρη επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας του ασιατικού γίγαντα μετά την απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να τερματίσει την πολιτική «Zero Covid».
Τα προβλήματα στον κλάδο ακινήτων εξακολουθούν να δρουν ως πυριτιδαποθήκη, με την Εvergrande να υποβάλλει την εβδομάδα που μας πέρασε στις ΗΠΑ αίτηση για προστασία από τους πιστωτές, την Country Garden να βρίσκεται επίσης ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία, ενώ η Zhongrong International Trust προέβει σε αθέτηση των πληρωμών επενδυτικών προϊόντων της.
Ενδεικτικό της αναστάτωσης που υπάρχει είναι το γεγονός ότι η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας μείωσε την περασμένη Τρίτη τα επιτόκια σε προ πανδημίας επίπεδα, ενώ η Barclays προχώρησε σε άλλη μια υποβάθμιση των προσδοκιών για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας το 2023, στο 4,5% από 4,9% προηγουμένως.
-Μειώνει επικίνδυνα ταχύτητα η Γερμανία
Την προηγούμενη εβδομάδα η Eurostat ανακοίνωσε τα προκαταρκτικά στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου, τα οποία ανέδειξαν μια ισχυρή διαφοροποίηση στις επιδόσεις μεταξύ των χωρών του ευρώ.
Μεταξύ των αδύναμων κρίκων ήταν και η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, σημειώνοντας αρνητική επίδοση της τάξης του 0,1%.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι το πρώτο που χτύπησε το καμπανάκι του κινδύνου, προβλέποντας ότι η οικονομία της Γερμανίας θα συρρικνωθεί κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες φέτος πέφτοντας σε ύφεση, ενώ σε ανάλογες προειδοποιήσεις προέβει η στατιστική υπηρεσία της χώρας ήδη από την άνοιξη.
Οι πρόσφατες μακροοικονομικές ανακοινώσεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν τα δυσοίωνα σενάρια, καθώς κατέδειξαν ότι η βιομηχανική παραγωγή, η οποία αποτελεί το κατατεθέν αποτύπωμα της χώρας, συνεχίζει να μειώνεται και ειδικά ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας, ο οποίος δέχεται ολοένα και μεγαλύτερο ανταγωνισμό από την Κίνα.
Σύμφωνα με τα επίσημα γερμανικά στοιχεία, περίπου 2,2 εκατομμύρια αυτοκίνητα βγήκαν από τις γραμμές παραγωγής το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αν και πρόκειται για μια σημαντική αύξηση σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022, εντούτοις η παραγωγή εξακολουθεί να είναι κατά 10% χαμηλότερη σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2019.
Μάλιστα εκφράζονται φόβοι ότι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023 οι επιδόσεις θα είναι ακόμα χειρότερες, καθώς το πρώτο εξάμηνο οι βιομηχανικές παραγγελίες της Γερμανίας υποστηρίκτηκαν από τις παραγγελίες εν αναμονή από την πανδημία του κορονοϊού.
Επίσης οι εμπορικές συναλλαγές της Γερμανίας με τον ισχυρό της εμπορικό εταίρο, την Κίνα, μειώνονται συνεχώς, αλλά και γενικότερα, τα υψηλά επιτόκια επιβραδύνουν τις επενδύσεις και το παγκόσμιο εμπόριο, κάτι που επηρεάζει νομοτελειακά τις εξαγωγές του βιομηχανικού γίγαντα της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή, η πράσινη μετάβαση και η απεξάρτηση της Γερμανίας από τις ρωσικές προμήθειες έχουν εκτινάξει τις δαπάνες του προϋπολογισμού, απαιτώντας μεγαλύτερα ελλείμματα και δανεισμό, κάτι που έχει πυροδοτήσει ποικίλες πολιτικές τριβές στην κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων.
Μεγάλη είναι και η δυσαρέσκεια των πολιτών, καθώς η νομισματική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει εκτινάξει το κόστος στέγασης, με τις τιμές ενοικίασης ή πώλησης σε πολλές μεγάλες πόλεις να βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά και με τον Υπουργό Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος, Ρόμπερτ Χάμπεκ, να προειδοποιεί ότι οι πολίτες θα πρέπει να προετοιμάζονται για «πέντε δύσκολα χρόνια» λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και της ανάγκης για την πράσινη μετάβαση στη βιομηχανία και την κοινωνία.
-Αναρρίχηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου
Το πρόσφατο ράλι του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ξύπνησε τις μνήμες από τον περσινό Αύγουστο, πυροδοτώντας την εύλογη ανησυχία μήπως εν τέλει χαθεί η όποια πρόοδος στις πληθωριστικές πιέσεις. Αν δε δεν υπήρχαν τα σύννεφα πάνω από την κινεζική οικονομία και τα αποθέματα δεν βρίσκονταν σε υψηλά επίπεδα, οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου πιθανότατα να ήταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα
Η αναστάτωση στην αγορά ενέργειας εδράζεται στην ανησυχία για κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, κάτι που έχει προεκτάσεις στον εφοδιασμό σε μια ήδη «στενή» αγορά.
Η πρόσφατη επίθεση της Ουκρανίας με drones στο ρωσικό λιμάνι του Νοβοροσίρσκ, σημαντικό κόμβο διακίνησης πετρελαίου στη Μαύρη Θάλασσα, αύξησε ακόμα περισσότερο την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει αυτή την στιγμή την αγορά.
Η πολιτική της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας έχει παίξει επίσης ρόλο, καθώς αποδίδει ήδη καρπούς, στηρίζοντας τις τιμές και γεμίζοντας τα ταμεία των πετρελαιοπαραγωγών χωρών.
Υπενθυμίζουμε ότι το Ριάντ παρέτεινε την εθελοντική περικοπή της παραγωγής αργού πετρελαίου κατά ένα εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, έως και τα τέλη Σεπτεμβρίου αντί για τα τέλη Αυγούστου που ίσχυε μέχρι πρόσφατα.
Η Ρωσία επίσης δεσμεύτηκε να περιορίσει οικειοθελώς τις εξαγωγές πετρελαίου κατά 300.000 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα για ολόκληρο τον Σεπτέμβριο.
Όσον αφορά τώρα τις έντονες διακυμάνσεις στην αγορά του φυσικού αερίου, αυτές πυροδοτήθηκαν κυρίως από τις ανησυχίες για τις προμήθειες LNG εν μέσω της πιθανότητας απεργιών των εργαζομένων σε ορισμένες εγκαταστάσεις στην Αυστραλία.
Υπόψιν ότι οι εργαζόμενοι σε μια από τις βασικές εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου της Αυστραλίας θα προχωρήσουν τελικά σε απεργία εάν δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία με την Woodside Energy Group Ltd. μέχρι αυτήν την Τετάρτη. Εάν οι συζητήσεις δεν ευοδωθούν, τότε η απεργία μπορεί να ξεκινήσει ήδη από τις 2 Σεπτεμβρίου.
Σε περίπτωση που υπάρξουν διακοπές, οι Ασιάτες αγοραστές αναμένεται να υποβάλουν αυξημένη προσφορά για εισαγωγές LNG προκειμένου να αντικαταστήσουν τους όγκους της Αυστραλίας, κάτι που θα επηρεάσει την Ευρώπη δεδομένου ότι το LNG έχει ειδικό βάρος στο ευρωπαϊκό μείγμα προμήθειας φυσικού αερίου.
Αθροίζοντας όλα τα κομμάτια του παζλ, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι φόβοι του περασμένου Αυγούστου που διαψεύστηκαν χάρη στην ηπιότητα του περσινού χειμώνα, μπορεί να επαληθευτούν τον φετινό χειμώνα, αν ο καιρός δεν συνηγορήσει υπερ μας.
-Αναρρίχηση και των τιμών των τροφίμων
Οι παγκόσμιες τιμές των βασικών τροφίμων αυξήθηκαν τον Ιούλιο, επηρεαζόμενες από τον τερματισμό της Πρωτοβουλίας για τα δημητριακά της Μαύρης Θάλασσας και τους νέους εμπορικούς περιορισμούς στο ρύζι σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).
Ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του FAO, ο οποίος παρακολουθεί τις μηνιαίες αλλαγές στις διεθνείς τιμές των παγκόσμιων εμπορευμάτων τροφίμων, κινήθηκε κατά μέσο όρο στις 123,9 μονάδες τον Ιούλιο, αυξημένος κατά 1,3 % από τον προηγούμενο μήνα.
Αν και παραμένει 11,8% κάτω από το επίπεδο του Ιουλίου 2022, εντούτοις η αύξηση των εντάσεων στην Ουκρανία και η εξέλιξη του φαινομένου El Niño –περισσότερα σχετικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αυξάνουν τις ανησυχίες ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων θα πάρει και πάλι την ανιούσα, τροφοδοτώντας εκ νέου το επίπεδο του γενικού πληθωρισμού και οπλίζοντας το χέρι των Κεντρικών Τραπεζιτών με νέες επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων.
Ήδη τα στοιχεία για τις τιμές παραγωγού στις ΗΠΑ κατέδειξαν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις μπορεί και πάλι να «πάρουν κεφάλι», με τον γενικό δείκτη PPI σε ετήσια βάση να διαμορφώνεται στο 0,8% από 0,1% τον Ιούλιο.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.