Οι αγορές στρέφουν το βλέμμα στη Μέση Ανατολή και το Ιράν

Οι αγορές στρέφουν το βλέμμα στη Μέση Ανατολή και το Ιράν

Μετά το αρχικό σοκ της Δευτέρας, οι αγορές δείχνουν να μην ανησυχούν υπερβολικά για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, κάτι που αντανακλάται στις ήπιες διακυμάνσεις των χρηματιστηρίων αλλά και στην υποχώρηση των δεικτών φόβου. Όμως η πρωτοφανής φύση και έκταση της επίθεσης που εξαπέλυσε η Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, κάνει τους αναλυτές να εξετάζουν όλα τα σενάρια, βάζοντας στην εξίσωση και το Ιράν. 

Με δεδομένη την επί μακρόν υποστήριξη της Χαμάς από την Τεχεράνη, η κλιμάκωση του πολέμου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Όπως δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις ότι το Ιράν ήταν πίσω από τη συγκεκριμένη επίθεση της Χαμάς, αλλά είναι σαφές ότι υπάρχει μακροχρόνια σχέση.

Η εμπλοκή του Ιράν αποτελεί στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή το δυσμενές σενάριο που θα σήμανε συναγερμό στις παγκόσμιες αγορές. Όσο αυξάνεται η πιθανότητα ενός παρατεταμένου πολέμου στο Ισραήλ, τόσο μεγαλώνει και ο κίνδυνος εμπλοκής και άλλων μερών και ιδιαίτερα της Τεχεράνης.

Γι’ αυτό το λόγο κάποιοι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι αγορές δεν έχουν… ασχοληθεί ακόμη με όλες τις πιθανές εξελίξεις, με αποτέλεσμα να μην έχουν προεξοφλήσει επαρκώς μία σειρά κινδύνων. Για παράδειγμα, αν το Ισραήλ ή οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγορήσουν δημοσίως το Ιράν ότι ευθύνεται για την επίθεση της Χαμάς, οι αγορές ακαριαία θα αντιδράσουν στέλνοντας στα ύψη τις τιμές του πετρελαίου.

Και όσο η ένταση θα κλιμακώνεται, τόσο οι επενδυτές θα στρέφονται σε ασφαλή καταφύγια και θα απομακρύνονται από τα risky assets. Στην περίπτωση, ωστόσο, που ο πόλεμος θα περιοριστεί μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, οι αναλυτές πιστεύουν ότι επειδή το Ισραήλ έχει την οικονομική ισχύ να αντέξει μία παρατεταμένη πολεμική διαμάχη, ο αντίκτυπος στις αγορές θα είναι αμελητέος.

Η Citi εκτιμά ότι βραχυπρόθεσμα οι ενεργειακές τιμές είναι αυτές που θα υπαγορεύσουν τον αντίκτυπο που θα έχει στα χρηματιστήρια ο πόλεμος στο Ισραήλ. Πιο μακροπρόθεσμα, οι γεωπολιτικές εξελίξεις θα παραμείνουν στην κορυφή των παραγόντων που επηρεάζουν τις αγορές, καθώς η εξωτερική πολιτική θα ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με την οικονομική πολιτική. Σύμφωνα με τη Citi, ακόμη και πριν την επίθεση της Χαμάς, οι αγορές ενσωμάτωναν ένα γεωπολιτικό premium, το οποίο ωστόσο δεν βρισκόταν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο.

Η αμερικανική τράπεζα υπογραμμίζει ότι ιστορικά οι παγκόσμιες μετοχές έχουν σε γενικές γραμμές κινηθεί ανοδικά 12 μήνες μετά την έναρξη των γεωπολιτικών αναταράξεων, πατά την αρχική μεταβλητότητα. Ωστόσο, έχουν δύο φορές στο παρελθόν κινηθεί έντονα ανοδικά. Η πρώτη ήταν το 1973 κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και η δεύτερη το 2022 μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις συνδέονται με μεγάλη άνοδο των ενεργειακών τιμών. 

Πέρα από τις πολεμικές σειρήνες, οι αγορές έχουν φυσικά να αντιμετωπίσουν και τα υφιστάμενα προβλήματα που συνθέτουν το βασικό σενάριο των αναλυτών, όπως η επιμονή του δομικού πληθωρισμού και η επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθηκών που φέρνει πιο κοντά την ύφεση σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος γενίκευσης του πολέμου στη Μέση Ανατολή, η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι αγορές θα εμφανίσουν περιορισμένα κέρδη μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο και δίνει στον Stoxx Europe 600 περιθώρια ανόδου της τάξης του 6%.

Η Ευρώπη συγκεντρώνει και για έναν άλλο λόγο το ενδιαφέρον. Διότι βλέπει κάποιους σκελετούς να βγαίνουν από την ντουλάπα, με κυριότερο αυτόν του ιταλικού χρέους. Η βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους δοκιμάζεται σε περιβάλλον αύξησης του κόστους δανεισμού και η απόφαση της Τζόρτζια Μελόνι να διευρύνει το έλλειμμα το 2024 και το 2025, παραβλέποντας τους δημοσιονομικούς κανόνες που ισχύουν για όλα τα κράτη-μέλη, ενισχύει την αβεβαιότητα.

Η Goldman Sachs εκτιμά ότι τα ευρωπαϊκά spreads θα μεγαλώσουν προσεχώς αλλά πιο συγκρατημένα απ’ ότι είδαμε να συμβαίνει τις τελευταίες εβδομάδες. Το ιταλικό spread κινήθηκε κοντά στις 200 μονάδες με την απόδοση του ιταλικού 10ετούς να αγγίζει το 5%. Χθες, η απόδοση του 10ετούς της Γερμανίας υποχώρησε στο 2,7%, της Ελλάδας στο 4,17% και της Ιταλίας στο 4,65%.