Το πρακτορείο Reuters μετέδωσε τις πληροφορίες του σχετικά με τις προθέσεις της πολύ μεγάλης, υπό κρατικό έλεγχο, κινεζικής πετρελαϊκής εταιρείας, της Petrochina (0857 Hong Kong). Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, του οποίου η ουσία δεν επιβεβαιώθηκε από την κινεζική εταιρεία, η Petrochina έχει αποφασίσει να αρχίσει τη διαδικασία αποχώρησης από τον Καναδά και την Αυστραλία, όπου είχε αποκτήσει σημαντική παρουσία την προηγούμενη δεκαετία αγοράζοντας τα μερίδια μεγάλων δυτικών εταιρειών σε εγκαταστάσεις παραγωγής φυσικού αερίου (στην Αυστραλία) και πετρελαίου από άμμο (στον Καναδά).
Ο βασικός λόγος για τον οποίον φαίνεται πως η διοίκηση της Petrochina αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτές τις κινήσεις είναι το γεγονός πως οι συγκεκριμένες δραστηριότητες είναι ζημιογόνες. Ειδικά στην Αυστραλία, τα δύο projects εξόρυξης φυσικού αερίου, το Arrow και το Browse είναι εξαιρετικά ζημιογόνα για την εταιρεία, ενώ η συνεργασία της με τους συνεταίρους της, τη Shell στο Arrow και πολλές στο Browse, είναι εξαιρετικά προβληματική. Η Petrochina ξόδεψε περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια πριν μία δεκαετία για να μπει στην αυστραλιανή αγορά φυσικού αερίου και στην ουσία δεν έχει πάρει τίποτα πίσω. Στον Καναδά ξόδεψε σχεδόν τρία δισεκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο εγκαταστάσεων παραγωγής αργού πετρελαίου από την επεξεργασία άμμου που βρίσκεται στα Καναδικά δάση (tar sands oil).
Σε αυτή την περίπτωση, η δραστηριότητα δεν είναι ζημιογόνα, αλλά η εταιρεία φέρεται να είναι δυσαρεστημένη από το υψηλό κόστος παραγωγής του πετρελαίου (περίπου 70 δολάρια/βαρέλι) και την εχθρική στάση των κατοίκων που δεν χαίρονται καθόλου για την επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η διαδικασία αποχώρησης θα γίνει σταδιακά μέσα στην επόμενη διετία. Στο τέλος του άρθρου, οι συντάκτες του επισημαίνουν πως μπορεί ο βασικοί λόγοι για την απόφαση αποχώρησης να είναι οι οικονομικές ζημιές και η δυσκολία συνεννόησης με τους εταίρους τους και τους κατοίκους, αλλά μέτρησε και η ανησυχία τους για τη χειροτέρευση των σχέσεων της Κίνας με τις δυτικές χώρες.
Όμως, στην περίπτωση της άλλης κινεζικής πετρελαϊκής επιχείρησης, της CNOOC (0883 Hong Kong), που επίσης ελέγχεται από το κινεζικό κράτος, ο πιο βασικός λόγος για την απόφαση αποχώρησης από αντίστοιχες δραστηριότητες σε δυτικές χώρες είναι η συνεχής χειροτέρευση των σχέσεων της Κίνας με τις δυτικές χώρες. Η CNOOC, η οποία είναι αρκετά μικρότερου μεγέθους από την Petrochina, είχε ξοδέψει περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια για την εξαγορά της Καναδικής εταιρείας Nexen το 2013.
Μέσα από αυτή την εξαγορά η CNOOC απέκτησε εγκαταστάσεις εξόρυξης πετρελαίου στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η κίνηση όμως δεν αποδείχθηκε καλή για την κινεζική επιχείρηση, η οποία μπήκε στο στόχαστρο του πρώην προέδρου Τραμπ. Το ότι αναγκάστηκε να αποσύρει τις μετοχές της από το αμερικανικό χρηματιστήριο δεν ήταν το χειρότερο. Οι περιορισμοί των κινήσεων των αξιωματούχων της εταιρείας στις ΗΠΑ, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν συχνά ως ύποπτοι για κατασκοπεία, ήταν τόσο ασφυκτικοί που η εταιρεία δεν μπορούσε να στείλει τα ανώτατα στελέχη της να επιθεωρήσουν τις πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου στον κόλπο του Μεξικού. Η απόφαση αποχώρησης, για την οποία μάθαμε πριν μερικούς μήνες, πάλι από ρεπορτάζ του Reuters, κρίθηκε αναγκαία ύστερα και από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία που χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της Κίνας με τις ΗΠΑ.
Οι πληροφορίες του Reuters αναφέρουν πως και οι δύο κινεζικές επιχειρήσεις σκοπεύουν να επενδύσουν τα χρήματα που θα εισπράξουν πουλώντας τις «δυτικές» δραστηριότητές τους σε περιοχές τις οποίες ξέρουν καλύτερα και με τις οποίες έχει καλύτερες σχέσεις η χώρα τους. Για την Petrochina, οι επενδύσεις φαίνεται πως θα γίνουν στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Κεντρική Ασία ενώ για τη CNOOC στη Λατινική Αμερική και την Αφρική, όπου έχει ήδη ισχυρή παρουσία. Η απόφαση των δύο κινεζικών εταιρειών να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους να αποκτήσουν ισχυρή παρουσία σε δυτικές χώρες φαίνεται μάλλον λογική, και ίσως άργησαν να το κάνουν κιόλας. Ειδικά στην περίπτωση της CNOOC, η αντιμετώπισή της από τις αρχές των ΗΠΑ ήταν τόσο αρνητική που η έξοδός της ήταν απλά θέμα χρόνου.
Δεν μπορούμε όμως να μην παρατηρήσουμε, πως μία αντίστοιχη διαδικασία έχει λάβει χώρα τους τελευταίους μήνες, με όλες τις πετρελαϊκές εταιρείες που εδρεύουν στις ΗΠΑ ή στους συμμάχους της να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν όλες τις – εκτεταμένες μάλιστα – δραστηριότητές τους στη Ρωσία, αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου. Σε αυτή την περίπτωση, τα κίνητρα δεν ήταν τόσο οικονομικού χαρακτήρα, αλλά σχεδόν αμιγώς πολιτικά/γεωπολιτικά. Μάλιστα, δεν μπορούμε να μιλάμε για αποφάσεις των εταιρειών, αφού οι διοικήσεις τους δεν είχαν καμία δυνατότητα να κάνουν ο,τιδήποτε άλλ,ο από το να εγκαταλείψουν τη Ρωσία.
Δεν μπορούμε να πούμε πως η αποχώρηση των κινεζικών εταιρειών από τη Δύση και η αντίστοιχη έξοδος των δυτικών εταιρειών από τη Ρωσία είναι το ίδιο πράγμα, δεν μπορούμε όμως και να αγνοήσουμε το γεγονός πως, κατά βάση, οι αιτίες είναι ίδιες: η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των μεγάλων γεωπολιτικών μπλοκ και η αυξανόμενη ένταση μεταξύ τους. Η λογική συνέχεια τέτοιων κινήσεων είναι η σταδιακή διαμόρφωση νέων εφοδιαστικών αλυσίδων και νέων εμπορικών δρόμων και συμμαχιών. Σε αυτή τη νέα κατάσταση, το βασικό κριτήριο για τη σύναψη μίας επιχειρηματικής συμφωνίας θα είναι το στρατόπεδο στο οποίο ανήκουν οι υποψήφιοι συνεργάτες και όλα τα υπόλοιπα, επιχειρηματικού χαρακτήρα, θα έπονται. Για όσους άρχισαν να παρακολουθούν τη διεθνή πραγματικότητα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει νέο και τρομακτικό μαζί. Για τους παλαιότερους, θα είναι απλά η επιστροφή σε κάτι που κάποτε έμοιαζε απόλυτα φυσιολογικό.