Το πρώτο πράγμα που κάνει μια επενδυτική τράπεζα όταν παρουσιάζει τις ιδέες και προτάσεις της σε μια εταιρία για κάποιο έργο που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας (είσοδο σε χρηματιστήριο, έκδοση μετοχών ή ομολόγων, εξαγορά ή συγχώνευση, κάποια αναδιοργάνωση του ισολογισμού ή των λειτουργιών της, κλπ) είναι να εκθέσει στον εταιρικό πελάτη της τις βέλτιστες πρακτικές στον κλάδο του. Δηλαδή τι κάνουν σε αντίστοιχες περιπτώσεις οι άλλες, συγκρίσιμες εταιρίες του κλάδου στον οποίο επιχειρεί ο πελάτης της τράπεζας και, κυρίως, τι συνηθίζει να κάνει ή έχει κάνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις η ηγέτιδα εταιρία του κλάδου.
Αυτό λέγεται «benchmarking». Στα Ελληνικά: «διοίκηση με βάση σημείο αναφοράς».
Το σημείο αναφοράς («benchmark») είναι ο στόχος στον οποίο πρέπει να προσβλέπει κάποιος όχι μόνο για να γίνει καλύτερος αλλά να γίνει τόσο καλός όσο ο καλύτερος στην εν λόγω δραστηριότητα.
Το σημείο αναφοράς για τις εταιρίες παραγωγής εξοπλισμού και λογισμικού κινητής τηλεφωνίας είναι το iPhone της Apple. Το σημείο αναφοράς για τα ξενοδοχεία πολυτελείας είναι η αλυσίδα Four Seasons. Το σημείο αναφοράς στις αερομεταφορές είναι η Singapore Airlines. Το σημείο αναφοράς των βιομηχανιών βαρέος εξοπλισμού είναι η Caterpillar. Το σημείο αναφοράς στην αυτοκινητοβιομηχανία είναι η Daimler Benz. Το σημείο αναφοράς στην επενδυτική τραπεζική η Goldman Sachs. Και ούτω καθ’ εξής.
Προτείνω την πρακτική του benchmarking σαν το κλειδί που θα ανοίξει για την πατρίδα μας τους ασκούς του Αιόλου των μεταρρυθμίσεων που συζητάμε από το 1990 και, μια γενιά μετά, δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να εφαρμόσουμε σε όλο το εύρος που χρειάζεται. Χωρίς μεταρρυθμίσεις, η εθνική τραγωδία των Τεμπών δε θα είναι παρά μια χάντρα στο κομπολόι καταστροφών που, τα τελευταία χρόνια, περιλαμβάνει την εκατόμβη των πυρκαγιών του 2007, τον φόρο αίματος των πλημμυρών της Μάνδρας και την ασύλληπτη φρίκη στο Μάτι.
Για να μη μιλήσουμε για το κόστος που έχει η αποτυχία να ευθυγραμμισθούμε με τις πρακτικές λειτουργίας των προηγμένων χωρών σε απολεσθέντα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ εθνικού εισοδήματος, σε ζωές που χάνονται ή χαραμίζονται στον βωμό γραφειοκρατικών τερτιπιών και σκοπιμοτήτων και – ίσως πιο σημαντικά – σε ανυπολόγιστο όγκο θυμού, απογοήτευσης, απαισιοδοξίας και έντασης που δηλητηριάζουν τις ζωές των περισσότερων πολιτών αυτής της χώρας. Στο τέλος της ημέρας, ο απώτερος στόχος όλων είναι η ευτυχία.
Όμως, η έννοια των «μεταρρυθμίσεων», δυστυχώς, έχει καταντήσει σύνθημα αντί για τεχνικός όρος, που είναι στην πραγματικότητα. Με το benchmarking, οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να γίνουν χειροπιαστές, αναμφισβήτητες και επιτακτικές.
Οι Ελληνικές κυβερνήσεις ήδη διαχειρίζονται μια σημαντική δραστηριότητα τους με τη λογική του benchmarking: τον δείκτη πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Ένας από τους παράγοντες που καθορίζει τη δημοσιονομική πολιτική είναι οι δείκτες που χρησιμοποιούν οι οίκοι αξιολόγησης για τον καθορισμό τη πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις, όπως όλες οι κυβερνήσεις, ενεργούν σε μεγάλο βαθμό με βάση την επίδραση που θα έχουν οι αποφάσεις τους στα μεγέθη που εξετάζουν οι οίκοι αξιολόγησης για να καθορίσουν εάν, για παράδειγμα, θα αναβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας από ΒΒ- σε ΒΒ ή θα την υποβαθμίσουν από Β- σε C.
Στην περίπτωση των μεταρρυθμίσεων, το σημείο αναφοράς (“benchmark») είναι οι βέλτιστες πρακτικές μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε την (γεωγραφική) τύχη να ανήκουμε στον συνασπισμό χωρών που αποτελούν την πιο ανεπτυγμένη περιοχή του πλανήτη, με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και την καλύτερη ποιότητα διακυβέρνησης και προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το σημείο αναφοράς της Ελλάδος δεν μπορεί παρά να είναι οι ηγέτιδες χώρες της ΕΕ. Και με τον τρόπο αυτό, οι μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε με τόσο επιτακτικό τρόπο μπορούν να υποστηριχθούν και χρηματοδοτηθούν από την Ευρωπαϊκή οικογένεια μας.
Να τι σημαίνει πρακτικά η χρήση benchmarking στον σχεδιασμό και την επιβολή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος που έχει ανάγκη η χώρα:
Nα δημιουργηθεί ένας «Ανεξάρτητος Οργανισμός Μεταρρυθμίσεων» (ας τον ονομάσουμε για λόγους οικονομίας «ΑΟΜ»), υπό την αιγίδα του κοινοβουλίου, με τη συμμετοχή των ΑΕΙ και, κατά προτίμηση, με τη χρηματοδότηση χορηγών – π.χ., κοινωφελών ιδρυμάτων.
Ο ΑΟΜ θα καταγράψει τους δείκτες κατάταξης των χωρών του κόσμου σε διάφορους τομείς που συντάσσουν κάθε χρόνο διάφοροι δημόσιοι, διεθνείς και κοινωφελείς οργανισμοί. Για παράδειγμα, το δείκτη ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας του World Economic Forum, την κατάταξη των εθνικών συστημάτων υγείας που συντάσσει ο WHO, των καλύτερων συστημάτων κάθε βαθμίδας παιδείας, την κατάταξη των καλύτερων πρακτικών στις δημόσιες προμήθειες, κλπ.
Κάθε ένας από αυτούς τους δείκτες δημιουργείται με βάση κάποια ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια και παράγοντες, τα οποία, συνυπολογιζόμενα, καθορίζουν τη θέση κάθε χώρας στην εκάστοτε κατάταξη.
Η κύρια αποστολή του ΑΟΜ θα είναι να καταγράψει τις πρακτικές της χώρας (κατά προτίμηση Ευρωπαϊκής) που βρίσκεται στην κορυφή της κάθε κατάταξης στον κάθε τομέα και να δημιουργήσει μια βάση δεδομένων βέλτιστων πρακτικών σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής της χώρας.
Για παράδειγμα, τι ακριβώς κάνει η Φινλανδία και αναγνωρίζεται ως το καλύτερο σύστημα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδείας του κόσμου; Τι ακριβώς κάνουν η Γαλλία και η Ιταλία στις πολιτικές και τα αποτελέσματα που εξετάζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και τις τοποθετεί στις θέσεις 1 και 2 στην κατάταξη των πιο αποτελεσματικών συστημάτων υγείας του κόσμου; Τι κάνει η Γερμανία και ήταν πέρυσι η πιο καινοτόμα οικονομία του κόσμου σύμφωνα με το World Economic Forum;
Ποιες πολιτικές, θεσμούς, πρακτικές, κλπ, συμπεριλαμβάνουν στις εκτιμήσεις τους οι διεθνείς οργανισμοί που δημιουργούν αυτές τις κατατάξεις χωρών;
Οι πρακτικές αυτές, σε όλους τους τομείς, θα είναι το επιχειρησιακό πλάνο για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα. Με απλά λόγια, στο ερώτημα «Τι πρέπει να κάνουμε για να συγκλίνουμε αμέσως με τις πιο προηγμένες χώρες του κόσμου» η απάντηση θα είναι:
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι αυτό που κάνουν οι πιο προηγμένες χώρες του κόσμου και αυτό είναι αυτό ακριβώς εδώ, όπως έχει καταγραφεί από τον ΑΟΜ με τη βοήθεια των κυβερνήσεων των χωρών με τις βέλτιστες πρακτικές και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Με τον τρόπο αυτό, οι μεταρρυθμίσεις απο-ιδεολογικοποιούνται: δεν θα υπάρχουν πλέον «αριστερές ή νεοφιλελεύθερες» πολιτικές στην παιδεία ή στην υγεία ή στις μεταφορές. Θα υπάρχουν καταγεγραμμένες οι βέλτιστες πρακτικές των πρωτοπόρων της ΕΕ που θα είναι ο μόνος αξιόπιστος μπούσουλας για το σχέδιο δράσης των μεταρρυθμίσεων.
Η συγκέντρωση του υλικού θα είναι απλή και εύκολη αφού θα βασισθεί σε διακυβερνητικές επαφές μεταξύ της Ελληνικής κυβέρνησης και κυβερνήσεων Ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η ΑΟΜ θα μπορούσε επίσης να κάνει χρήση πηγών πληροφόρησης της ΕΕ.
Για πρώτη φορά, οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνουμε θα είναι καταγεγραμμένες και αντιληπτές, με «ονόματα, διευθύνσεις και αριθμούς τηλεφώνων». Δε θα ξαναγίνει συζήτηση, τουλάχιστον μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που πρεσβεύουν τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, σχετικά με το τι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται. Τα προεκλογικά προγράμματα των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων θα επικεντρώνονται στην εφαρμογή των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων.
Με τον τρόπο αυτό, επίσης, θα φανεί ποιες πολιτικές δυνάμεις επιθυμούν μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμό και σύγκλιση μας με την Ευρώπη και ποιες όχι.
Οι πολίτες θα μπορούν σε πραγματικό χρόνο να ελέγχουν την εξουσία και να βλέπουν την πορεία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων θα είναι απολύτως διαφανές και μετρήσιμο, για όλες τις κυβερνήσεις.
Οι ομάδες συμφερόντων πολύ πιο δύσκολα θα μπορούν να επηρεάζουν τις πολιτικές και το νομοθετικό έργο των κυβερνήσεων, αφού η πορεία προς τα εμπρός, νομοθετικά και εκτελεστικά, θα είναι προδιαγεγραμμένη και δε θα επιδέχεται μετατροπές, λόγω της «Ελληνικής ιδιαιτερότητας», με στόχο την εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων. Η πορεία αυτή θα είναι η σύγκλιση με τις λεπτομερώς καταγεγραμμένες βέλτιστες πρακτικές των χωρών της ΕΕ, τις οποίες θα γνωρίζουν τόσο οι πολιτικοί αντίπαλοι όσο και οι ψηφοφόροι.
Η Ελλάδα, αναπτύσσοντας αυτό το σύστημα και την τεχνογνωσία, μπορεί να γίνει από ουραγός σε πρωτοπόρο στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και να εξάγει την τεχνογνωσία αυτή σε άλλες, Ευρωπαϊκές και μη, χώρες.
Η ανεξάρτητη αρχή μεταρρυθμίσεων θα ήταν καλύτερα να χρηματοδοτηθεί από χορηγία κοινωφελούς ιδρύματος και θα μπορούσε να είναι υπό την ψιλή εποπτεία της Βουλής. Θα μπορούσε να στελεχωθεί από μια μικρή ομάδα δημοσίων υπαλλήλων με εξαιρετικά προσόντα που θα επικουρηθούν στο έργο τους από πανεπιστημιακές ομάδες καθηγητών και φοιτητών.
Στην κλασσική ταινία Casablanca του 1942, το σασπένς αφορά στο εάν ο Βίκτορ Λάζλο (Πωλ Χάινριντ) και η σύζυγος του, Ίλζα Λαντ (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) θα μπορέσουν να αποκτήσουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα που θα τους επιτρέψουν να αποδράσουν από τις δυνάμεις του Βισύ και της Γκεστάπο που προσπαθούν να τους στείλουν πίσω στην κατεχόμενη Ευρώπη.Τα έγγραφα αυτά είναι υπογεγραμμένα από τον Στρατηγό Ντε Γκωλ και, όπως λέει ο Ουγκάρτε (Πίτερ Λόρρε), «Δεν μπορούν να ακυρωθούν. Ούτε καν να αμφισβητηθούν». Είναι το πάσο των ηρώων της ταινίας για να ταξιδέψουν με το αεροπλάνο στη Λισαβώνα και από εκεί στην Αμερική.
Ένα τέτοιο πάσο προς το μέλλον θα μπορούσε να είναι για την Ελλάδα η βάση δεδομένων για τις μεταρρυθμίσεις όπως περιγράφεται παραπάνω. Ένας δεσμευτικός οδικός χάρτης που
«Δεν μπορεί να ακυρωθεί. Ούτε καν να αμφισβητηθεί».
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.