Οι τράπεζες στο απόσπασμα
Shutterstock
Shutterstock
Χρηματιστήριο Αθηνών

Οι τράπεζες στο απόσπασμα

Διαβάζουμε άρθρα και αναλύσεις για την αχαριστία των τραπεζών. Διαβάζουμε για τη στήριξη που προσέφερε το Δημόσιο, δηλαδή οι φορολογούμενοι στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Και διαβάζουμε πως έφτασε η στιγμή, για να επιστρέψουν οι τράπεζες ένα κοινωνικό μέρισμα στους Έλληνες πολίτες. 

Διαβάζουμε επίσης πως η εποχή της συνεχούς κρατικής στήριξης έφτασε στο τέλος της. Πως οι διοικήσεις των τραπεζών μετρήθηκαν και βρέθηκαν ελλιπείς. Και πως έχει φτάσει η στιγμή της ανταποδοτικότητας.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι απόψεις αυτές που διατυπώνονται με έντονο και επίμονο τρόπο διακρίνονται πλέον από μια γραφικότητα, που δεν αντιλαμβάνεται τον παράγοντα χρόνο και τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο πέρασμα του. Ταυτόχρονα οι απόψεις αυτές δεν φαίνεται να αναλύουν το τι εννοούν πίσω από τον όρο «τράπεζες». Τους μετόχους των τραπεζών; Τις διοικήσεις των τραπεζών; Το στελεχιακό και υπαλληλικό προσωπικό των τραπεζών; Τα κτήρια και τα ντουβάρια;

Διότι όλα όσα περιγράφονται πως συνέβησαν με τις ανακεφαλαιοποιήσεις μέχρι το 2015 αφορούσαν άλλους μετόχους, άλλες διοικήσεις και άλλο στελεχιακό δυναμικό. Και σε αρκετές περιπτώσεις άλλα κτήρια και ντουβάρια, αφού είναι γνωστή η διαδικασία της συρρίκνωσης των δικτύων των φυσικών υποκαταστημάτων των τραπεζών τα τελευταία χρόνια. 

Δεν υπάρχει λοιπόν ο αόριστος όρος «τράπεζες», οι οποίες ευνοήθηκαν από τη στήριξη του κράτους. Οι ανακεφαλαιοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν για να μην καταρρεύσει η εγχώρια οικονομία και όχι για να διασωθούν οι «τράπεζες», εννοώντας τους μετόχους. Διότι μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων οι παλαιοί μέτοχοι εξαφανίστηκαν λόγω του υπέρμετρου αριθμού των μετοχών που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της εισόδου του Δημοσίου στη μετοχική βάση των τραπεζών. Οι παλαιοί μέτοχοι είδαν την αξία των μετοχών τους να εκμηδενίζεται. 

Επομένως, η κρατική στήριξη δεν πήγε σε «κάποιες τσέπες», αλλά στην κεφαλαιακή θωράκιση των τραπεζικών ισολογισμών. Και δεν πρέπει να λησμονούμε πως η συμμετοχή του Δημοσίου τις τράπεζες, δέχτηκε ισχυρό κτύπημα απομείωσης της αξίας της, κατά τη διάρκεια της ανακεφαλαιοποίησης του 2015, επί κυβερνήσεως Τσίπρα – Καμμένου, που είχε πραγματοποιηθεί μετά από την καταστροφική πολιτική των capital controls.

Έτσι σήμερα μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Με νέους μετόχους, που ανέλαβαν το ρίσκο της συμμετοχής τους στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του από την Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, στους θαλάμους της Ανάνηψης.

Και αυτή η μεταφορά των τραπεζών στην επόμενη ημέρα δεν έγινε από τις παλαιές διοικήσεις που έχουν χρεωθεί με επιλογές που είχαν επιβαρύνει την υγεία του τραπεζικού συστήματος, αλλά από νέες διοικήσεις που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το πέρασμα στην επόμενη ημέρα. 

Επομένως, που ακριβώς οφείλεται το μένος κατά των σημερινών διοικήσεων των τραπεζών και των μετόχων τους; Στη ραγδαία μείωση των κόκκινων δανείων; Στη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης; Στην πιστωτική επέκταση, που όλοι θα θέλαμε να είναι μεγαλύτερη, αλλά λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εγχώριας επιχειρηματικότητας, δεν βρίσκεται εκεί που όλοι θα επιθυμούσαμε; Στην προσπάθεια κεφαλαιακής θωράκισης έστω και με ακριβό χρήμα; Και που αποσκοπεί αυτή η συντονισμένη «αντιτραπεζική» έξαρση;

Στην αρχή διαβάζαμε για έκτακτη φορολόγηση των «τραπεζικών υπερκερδών». Όπως είχαμε αναφέρει και στο άρθρο «Η έκτακτη φορολόγηση οδηγεί σε ανακεφαλαιοποιήσεις», η κίνηση αυτή θα ήταν απολύτως καταστροφική.

Τώρα διαβάζουμε για χαράτσια και προμήθειες στις «απλές συναλλαγές». Κατ’ αρχάς οφείλουμε να αναφέρουμε πως σύμφωνα με τον SSM, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να υστερούν σοβαρά έναντι των τραπεζών της ευρωζώνης, όσον αφορά στη διάρθρωση των εσόδων τους, με τα έσοδα από τόκους να παραμένουν τριπλάσια από τα έσοδα από προμήθειες. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, τα έσοδα από προμήθειες είναι περίπου 31% σε σχέση με τα έσοδα από τόκους, όταν στη Γερμανία είναι 79%, στη Γαλλία 78%, στην Ιταλία 84%, στην Κύπρο 47%, στην Πορτογαλία 47% και στην Ισπανία 38%. 

Σε προηγούμενο άρθρο του με τίτλο «Τι συμβαίνει με τις προμήθειες των τραπεζών», ο Μάνος Χατζηδάκης μας είχε εξηγήσει πως οι προμήθειες των τραπεζών μπορούν να επιμεριστούν σε τέσσερις βασικές κατηγορίες. Στα έσοδα από πληρωμές (κάρτες, εμβάσματα, Fx), από δάνεια (χορηγήσεις, εγγυητικές και επενδυτική τραπεζική), από επενδυτικά προϊόντα (Ασφάλειες, διαχείριση, Χρηματιστηριακές κινήσεις) και από ενοίκια. Σύμφωνα με την ανάλυση του, το κρίσιμο μέγεθος που θεωρητικά θα μπορούσε να τεθεί υπό αναθεώρηση είναι 450 εκατ. ευρώ, με την υποσημείωση πως το τελικό μέγεθος των προμηθειών που αφορούν «απλές συναλλαγές» θα είναι αισθητά μικρότερο.

Καλό θα είναι όσοι νομίζουν πως βρήκαν τον απόλυτο στόχο του λαϊκίστικου ξεσπάσματος τους, να συγκρατήσουν τα γκέμια των αλόγων τους. Μπορεί οι τράπεζες να έχουν αφήσει πίσω τους τα δύσκολα, ωστόσο τα διεθνή σύννεφα, δεν εγγυώνται μια ευχάριστη βόλτα στην εξοχή. Οπότε οποιαδήποτε πίεση ασκηθεί και οποιοδήποτε μέτρο υιοθετηθεί θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του το εύθραυστο σκηνικό του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος καθώς και τις εγχώριες ιδιαιτερότητες, που κάθε άλλο παρά φιλικές είναι προς τις τράπεζες. Το εκ νέου μπλοκάρισμα των πλειστηριασμών και η εκ νέου εμφάνιση του κινήματος «δεν πληρώνω», περιπλέκουν τα πράγματα, ειδικά σε μια περίοδο με επενδυτικές εξελίξεις που σχετίζονται και με το μετοχικό ποσοστό που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις τράπεζες.