H ευκολία με την οποία το πολιτικό προσωπικό της χώρας επιχειρεί να παρεμβαίνει στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό οικοσύστημα, τρομάζει. Υπάρχουν προβλήματα με τους πλειστηριασμούς; Έτοιμες οι πολιτικές λύσεις. Υπάρχει πρόβλημα με τα κόκκινα δάνεια; Έτοιμες οι πολιτικές λύσεις. Έτσι και σήμερα που η ατζέντα αφορά την προτροπή της κυβέρνησης να προφυλάξει και να ανακουφίσει την κατηγορία των ευάλωτων δανειοληπτών απέναντι στην απότομη αύξηση των επιτοκίων, τέθηκαν στο τραπέζι των παρεμβάσεων και μια σειρά από άλλα θέματα που άπτονται των προμηθειών και της φορολόγησης των «υπερκερδών» των τραπεζών.
Στο ζήτημα των προμηθειών είχαμε αρθρογραφήσει προ ημερών. Και είχαμε αναφέρει πως υπάρχουν αρκετοί τρόποι, για να αποφεύγουν οι πελάτες των τραπεζών, τις σχετικά αλμυρές προμήθειες που συνοδεύουν τις πληρωμές λογαριασμών, τις πληρωμές λοιπών υποχρεώσεων, καθώς και τις μεταφορές χρημάτων. Ωστόσο σαν ποσοστό, τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών από προμήθειες, σε σχέση με τα συνολικά έσοδα τους, είναι από τα χαμηλότερα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια πέρα από τις κλασσικές μεθόδους πληρωμών που προσφέρει το τραπεζικό σύστημα, υπάρχουν τα wallets, οι κάρτες ξένων τραπεζών, οι debit cards, αλλά το σύστημα IRIS μέσω mobile apps. Όλα αυτά είναι ασφαλή εναλλακτικά διατραπεζικό συστήματα και μέσα, που επιτρέπουν τη μεταφορά χρημάτων από χρήστη σε χρήστη, με μηδενική ή ελάχιστη προμήθεια.
Σχετικά με τις χρεώσεις των τραπεζικών υπηρεσιών και προμηθειών οι πολιτικοί μπορούν με ευκολία να εκφέρουν γνώμες και να κάνουν προτάσεις. Διότι οι προτάσεις αυτές μπορούν να συζητηθούν στα πλαίσια κάποιων μεταβολών των λογιστικών καταστάσεων και της κερδοφορίας των τραπεζών.
Όμως στο θέμα της φορολόγησης των δήθεν υπερκερδών που προτάθηκε από την αντιπολίτευση και υιοθετήθηκε ακόμα και από πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβέρνησης τα πράγματα αλλάζουν. Η ευκολία με την οποία η αντιπολίτευση πρότεινε το μέτρο της έκτακτης φορολογίας, όχι μόνο θορύβησε την επενδυτική κοινότητα, αλλά προβλημάτισε με την παντελή άγνοια της κατάστασης στις συστημικές τράπεζες. Πιθανόν το πολιτικό μήνυμα για τη φορολόγηση των τραπεζιτών και των μερισμάτων των funds, να είναι αρεστό, ειδικά εν όψει εκλογών.
Ωστόσο η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Μπορεί να επιβληθεί έκτακτη φορολόγηση, όσο οι συστημικές τράπεζες χρησιμοποιούν το «κεφαλαιακό μοντέλο» της αναβαλλόμενης φορολογίας; Μπορεί να επιβληθεί έκτακτη φορολόγηση των κερδών, όταν με βάση αυτά τα κέρδη οι τράπεζες κτίζουν το εσωτερικό τους κεφάλαιο; Μπορεί να επιβληθεί φορολογία για να αποφευχθεί η καταβολή μερισμάτων στα funds;
Φυσικά και όχι. Οι τράπεζες έχουν να διανείμουν μερίσματα στους μετόχους πάνω από μια δεκαετία. Τα κέρδη των τραπεζών είναι σε μεγάλο βαθμό μη επαναλαμβανόμενα. Και τέλος η προτεινόμενη έκτακτη φορολόγηση θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στη μεταβολή των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας που έχουν τεθεί από τις εποπτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα. Με αποτέλεσμα οι τράπεζες να οδηγηθούν σε μια νέα αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου. Σε μια αύξηση στην οποία θα πρέπει να συμμετάσχει και το Δημόσιο μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να μην απομειωθεί ακόμα περισσότερο η συμμετοχή του στη μετοχική βάση των συστημικών τραπεζών.
Δυστυχώς αυτά τα απλά πράγματα που τα γνωρίζουν μέχρι και οι πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών, φαίνεται πως οι υπεύθυνοι των οικονομικών επιτελείων του ΠΑΣΟΚ και του Σύριζα δεν τα κατανοούν. Λυπηρό είναι το γεγονός πως ακόμα και πρωτοκλασάτα ονόματα της κυβέρνησης που γνωρίζουν πολύ καλά το τι συμβαίνει, προτείνουν τέτοιες λύσεις στη προσπάθεια τους να κτίσουν ένα φιλολαϊκό προφίλ εν όψει των επερχόμενων εκλογών.