Μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις, η αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς δημοσιοποίησε την πρότασή της σχετικά με την υποχρέωση των εισηγμένων εταιρειών να γνωστοποιούν στις αρχές ζητήματα σχετικά με την επίδραση των δραστηριοτήτων τους στο περιβάλλον.
Μετά τη σχετική περίοδο διαβούλευσης, η επιτροπή κεφαλαιαγοράς ελπίζει να οριστικοποιήσει τον κανονισμό μέχρι τις αρχές του 2023. Κάτι που όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα γίνει, καθώς αναμένεται πως σύντομα θα αρχίσουν οι δικαστικές προσφυγές.
Τη Δευτέρα που μας πέρασε, η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) δημοσιοποίησε, μετά από πολύμηνη καθυστέρηση, την πρότασή της σχετικά με την υποχρέωση των εισηγμένων στα αμερικανικά χρηματιστήρια εταιρειών να γνωστοποιούν στις αρχές και τους επενδυτές ό,τι είναι σχετικό με την επίδραση των δραστηριοτήτων τους στο περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή.
Η καθυστέρηση οφείλεται στις σημαντικές διαφωνίες μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής. Οι διαφωνίες εστιάζονται κυρίως πάνω στο θέμα των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου του τρίτου επιπέδου (Scope 3).
Σύμφωνα με την επικρατούσα ορολογία, ως εκπομπές πρώτου επιπέδου (Scope 1) ορίζονται αυτές που προέρχονται από την άμεση παραγωγική δραστηριότητα μίας επιχείρησης. Οι εκπομπές δευτέρου επιπέδου (Scope 2) είναι έμμεσες και σχετίζονται με τις ποσότητες ενέργειας κάθε μορφής που χρησιμοποιεί μία επιχείρηση, δηλαδή με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που έχουν εκλυθεί για να παραχθεί αυτή η ενέργεια.
Το τρίτο επίπεδο (Scope 3) έχει σχέση με όλες τις εκπομπές αερίων που προκαλούνται έμμεσα από την δραστηριότητα της επιχείρησης, π.χ. από τη χρήση των προϊόντων της από τους πελάτες, από τη μεταφορά των προϊόντων, και γενικά από οποιαδήποτε δραστηριότητα παράγει αέρια του θερμοκηπίου, σχετίζεται με την επιχείρηση και δεν περιλαμβάνεται στις εκπομπές των δύο πρώτων επιπέδων.
Το σχέδιο της επιτροπής εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία 3 προς 1 και θα τεθεί σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, για ένα διάστημα από 30 έως 60 μέρες.
Η ακριβής περίοδος διαβούλευσης θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα γίνει η ανάρτηση του κειμένου στην ιστοσελίδα της επιτροπής και σε μία ομοσπονδιακή υπηρεσία που θυμίζει τη δική μας εφημερίδα της κυβερνήσεως.
Θα επιχειρήσουμε σύντομη παρουσίαση των προβλέψεων του σχεδίου, με βάση τα δημοσιεύματα και τα σχόλια του διεθνούς, κυρίως του αμερικανικού Τύπου. Όλες οι εισηγμένες εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν με λεπτομέρεια τις εκπομπές των δύο πρώτων επιπέδων, (Scope 1, Scope 2), ενώ οι εκπομπές του τρίτου επιπέδου θα πρέπει να γνωστοποιούνται όταν είναι σημαντικές.
Αυτό σημαίνει πως πολλές μικρές εταιρείες δεν θα υποχρεούνται να αναφέρουν τις εκπομπές Scope 3. Επίσης, δεδομένης της δυσκολίας ακριβούς υπολογισμού των εκπομπών Scope 3, δεν προβλέπεται τιμωρία για κάποια επιχείρηση στην περίπτωση που προβεί σε ανακριβή γνωστοποίηση, εφόσον η γνωστοποίηση γίνεται καλή τη πίστει.
Ο τρόπος με τον οποίον θα γίνεται η παρουσίαση των στοιχείων για τις εκπομπές αερίων θα βασίζεται στα πρότυπα που έχει αναπτύξει ο οργανισμός TCFD (Task Force on Climate – Related Financial Disclosures). Ο TCFD συστάθηκε το 2015 από την υπερεθνική ομάδα G20 και διευθύνεται από τον γνωστό αμερικανό επιχειρηματία και πολιτικό Michael Bloomberg.
Η επιλογή των προτύπων του TCFD έγινε λόγω της σημαντικής παγκόσμιας υποστήριξής του από επιχειρήσεις και κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. Εκτός από το ζήτημα των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, το σχέδιο της SEC προβλέπει πως οι εταιρείες θα πρέπει να παρέχουν λεπτομερή ενημέρωση και πάνω σε άλλα ζητήματα.
Θα πρέπει π.χ. να περιγράφουν τα σχέδια της επιχείρησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τα επιστημονικά μοντέλα βάσει των οποίων υπολογίζουν τις εκπομπές αερίων, την ευαισθησία της επιχείρησης απέναντι σε έντονα καιρικά φαινόμενα.
Επίσης, θα πρέπει να ενημερώνουν σχετικά με το αν χρησιμοποιούν τα λεγόμενα carbon offsets, δηλαδή πληρώνουν επιχειρήσεις που δεν επιβαρύνουν με την δραστηριότητά τους το περιβάλλον για να καλύψουν την δική τους υστέρηση σε αυτόν τον τομέα μέχρι να βελτιώσουν τις δικές τους επιδόσεις.
Αυτές οι διάφορες υποχρεώσεις θα αρχίζουν να μπαίνουν σε εφαρμογή σταδιακά, από το 2023 μέχρι το 2026. Οι λόγοι για τους οποίους η SEC αποφάσισε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να καταστήσει υποχρεωτικές κάποιες γνωστοποιήσεις που μέχρι τώρα γίνονταν κυρίως σε εθελοντικό επίπεδο είναι απλοί: η τωρινή αμερικανική κυβέρνηση (σε αντίθεση με την προηγούμενη) συμμετέχει ενεργά στην εκστρατεία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, ενώ στην ίδια κατεύθυνση προχωρούν και οι περισσότερες δυτικές χώρες.
Οι αντιδράσεις στην απόφαση της SEC ποικίλλουν, ανάλογα με την ιδιότητα και την πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση του κάθε ενδιαφερόμενου. Οι περισσότεροι θεσμικοί επενδυτές που εξέφρασαν την άποψή τους ήταν εν γένει θετικοί.
Πέρα από το γεγονός πως οι περισσότεροι από αυτούς συμφωνούν με την θεσμοθέτηση τέτοιων υποχρεώσεων, θεωρούν πως η τυποποίηση αυτών των υποχρεώσεων είναι πολύ θετική εξέλιξη, καθώς θα κάνει πιο εύκολη την δουλειά των επενδυτών. Η δυσκολία έγκειται στο ότι δεν μπορούν να συγκρίνουν εύκολα τις εισηγμένες εταιρείες, αφού κάθε μία χρησιμοποιεί και διαφορετικό τρόπο να ενημερώσει τους επενδυτές για την επίδραση των δραστηριοτήτων της στο περιβάλλον και τα σχέδιά της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών της.
Εκτός αυτού, αρκετές εταιρείες αποφεύγουν να αναφερθούν σε αυτά τα ζητήματα. Οι πιο «προχωρημένοι» στα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής επενδυτές, παραπονούνται διότι θα ήθελαν να δουν όλες τις επιχειρήσεις να υποχρεούνται στην γνωστοποίηση των εκπομπών του τρίτου επιπέδου (Scope 3), αλλά τελικά υποδέχθηκαν θετικά τις ανακοινώσεις, λέγοντας πως επιτέλους οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν άλλες χώρες που έχουν ήδη προχωρήσει στην θεσμοθέτηση των υποχρεωτικών σχετικών γνωστοποιήσεων.
Οι αντιδράσεις όμως δεν ήταν μόνο θετικές, αυτό εξάλλου φαίνεται από το γεγονός πως η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της SEC δεν ήταν ομόφωνη. Η αρνητική ψήφος ήταν αυτή της Hester Peirce, η οποία είναι ρεπουμπλικανή και είχε διοριστεί από τον πρώην πρόεδρο Donald Trump.
Η Peirce, η οποία είναι γνωστή και για την συμπάθειά της προς την αγορά κρυπτονομισμάτων, υποστηρίζει πως μέσα στις 534 σελίδες του σχεδίου της επιτροπής, ο πρόεδρος Gary Gensler και τα άλλα δύο μέλη του συμβουλίου που συμφώνησαν μαζί του δεν έχουν δείξει με πειστικό τρόπο το γιατί πρέπει οι γνωστοποιήσεις να γίνουν υποχρεωτικές και δήλωσε πως ο κανονισμός, αν τελικά προχωρήσει, θα κάνει κακό στους επενδυτές, στην οικονομία και την ίδια την SEC.
Το Chamber of Commerce, η πιο μεγάλη επιχειρηματική ένωση στην χώρα, κάτι σαν Εμπορικό Επιμελητήριο, δήλωσε πως ο κανονισμός θα είναι πολύ περιοριστικός για τις επιχειρήσεις. Επίσης, εδώ και καιρό, ο υπουργός δικαιοσύνης της πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνια είχε δηλώσει πως θα προσφύγει στα δικαστήρια αν η SEC αποφάσιζε τελικά να προχωρήσει στην θεσμοθέτηση αυτών των υποχρεώσεων, θεωρώντας πως περιορίζουν το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση της γνώμης (First Amendment).
Τέλος, η γνωστή δεξαμενή σκέψης Cato Institute, γνωστή για τη δυσπιστία της απέναντι στις κυβερνητικές παρεμβάσεις και για τη σθεναρή υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών, τοποθετήθηκε και αυτή αρνητικά, δηλώνοντας πως οι προτάσεις της επιτροπής κεφαλαιαγοράς είναι πέρα από τις αρμοδιότητες και το γνωστικό της πεδίο.
Είναι βέβαιο πως σύντομα θα ξεκινήσουν οι νομικές ενέργειες εναντίον της SEC και των προτάσεών της. Δεν έχουμε τις απαραίτητες γνώσεις για να κρίνουμε αν αυτές οι ενέργειες θα μπορέσουν να σταματήσουν την έγκριση και εφαρμογή των προτάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Σίγουρα θα γίνουν αρκετές συζητήσεις σχετικά με το θέμα, σε θεσμικό, και όχι μόνον, επίπεδο. Αν η διαδικασία καθυστερήσει και δεν ολοκληρωθεί μέχρι τις βουλευτικές και γερουσιαστικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου, ίσως να μειωθούν οι πιθανότητες να προχωρήσουν οι προτάσεις στη σημερινή τους μορφή, δεδομένου πως δεν αποκλείεται να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί υπέρ των ρεπουμπλικανών.
Ανεξάρτητα πάντως από την τελική τύχη των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων σελίδων, αυτό που είναι βέβαιο είναι πως ο ασφαλέστερος τρόπος για να αναγκαστούν οι εισηγμένες εταιρείες να προβαίνουν σε τέτοιου τύπου γνωστοποιήσεις είναι η πίεση των επενδυτών και των αγορών.
Ακόμα και αν, κάποια στιγμή στο μέλλον, διαπιστώσουμε πως ο υποχρεωτικός μονόδρομος που αυτή τη στιγμή έχουν επιλέξει οι περισσότεροι θεσμικοί επενδυτές σχετικά με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής οδηγεί και σε μη επιθυμητά αποτελέσματα, όπως υποπτεύονται κάποιοι με αφορμή τις δυσάρεστες εξελίξεις που φέρνει ο θλιβερός πόλεμος στην Ουκρανία.