Περιφερειακές Τράπεζες: Το δεύτερο κεφάλαιο της κρίσης
Shutterstock
Shutterstock

Περιφερειακές Τράπεζες: Το δεύτερο κεφάλαιο της κρίσης

H «μητέρα των αγορών» χτύπησε χθες τις 5.000 μονάδες, με απόδοση 5,32% από τις αρχές του έτους με βασικούς πρωταγωνιστές για άλλη μια φορά τις μετοχές κυρίως του τεχνολογικού τομέα.

Την ίδια στιγμή πολλές από τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ σημειώνουν από τις αρχές του έτους απώλειες από 5% εως και 60% - NY Community Bank -57%, Valley National Bank -25%, Metropolitan Bank -15%, HarborOne -14%, Comerica Bank -13%, Zions Bank -12%, Western Alliance -11%, Citizens Financial -6%, KeyCorp -5% - με το SPDR S&P Regional Banking ETF να σημειώνει απώλειες από τις αρχές του έτους της τάξης του 10, 80% ενώ η πτώση του ευρύτερου δείκτη KBW Regional Banking Index –KRX- είναι 6% τις τελευταίες πέντε ημέρες και 12% από την αρχή του έτους.

Η τελευταία κρίση στον περιφερειακό τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ σημειώθηκε περίπου πριν 10 μήνες και αφορούσε τον κίνδυνο επιτοκίου. Το μελάνι για το νέο κεφάλαιο εν έτη 2024 φαίνεται ότι είναι μια «προσφορά» της αγοράς εμπορικών ακινήτων των ΗΠΑ, αξίας 20 τρις δολαρίων.

Οι τράπεζες των ΗΠΑ κατέχουν περίπου 2,7 τρισ. δολάρια σε δάνεια εμπορικών ακινήτων, εκ των οποίων το 70% είναι στην κατοχή των μικρών περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών, εκείνων που η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει ταξινομήσει ως «πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν», όπως τόσο στοχευμένα σχολίασε σε πρόσφατο ρεπορτάζ το CNN business.

Ένα σημαντικό μέρος αυτού του χρέους ωριμάζει τα αμέσως επόμενα τρία χρόνια.

Θα καταφέρουν οι περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ να ξεπεράσουν αναίμακτα αυτή την περίοδο υψηλών απαιτήσεων;

Στον κλάδο υπάρχει αναταραχή ήδη από την περασμένη εβδομάδα, όταν η New York Community Bancorp -γνωστή στο ευρύ κοινό μετά την εξαγορά της υπό κατάρρευση Signature Bank- ανακοίνωσε ζημιές 252 εκατομμυρίων δολαρίων το περασμένο τρίμηνο έναντι κερδών 172 εκατ. δολαρίων το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και ως εκ τούτου δραματική μείωση του μερίσματος κατά 70%. (σ.σ:Η NYCB μετά την προσάρτηση των περουσιακών στοιχείων της Signature Bank εκτίναξε των ισολογισμό της πάνω από το ρυθμιστικό όριο των 100 δις δολαρίων, που ενεργοποιεί αυστηρούς κανόνες κεφαλαίου και ρευστότητας).

Οι μετοχές της τράπεζας έχουν υποχωρήσει πάνω από 30% στις τελευταίες πέντε συνεδριάσεις παρά τη χθεσινή άνοδο της τάξης του 6,6%, ενώ έχουν συμπαρασύρει ένα μεγάλο μέρος του περιφερειακού τραπεζικού τομέα των ΗΠΑ.

Το στρες στην αγορά ανεβαίνει ολοένα και περισσότερο, καθώς ειδήσεις όπως εκείνη της πώλησης μεριδίου 29% σ’ένα συγκρότημα γραφείων στο κέντρο του Μανχάταν από καναδικό συνταξιοδοτικό ταμείο στην Boston Properties για μόλις 1 δολάριο, κάνουν το γύρο του κόσμου. Υπόψιν ότι το συνταξιοδοτικό ταμείο είχε επενδύσει 71 εκατομμύρια δολάρια στο συγκεκριμένο κτίριο.

Οι προειδοποιήσεις από το Συμβούλιο Εποπτείας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας

Το Συμβούλιο Εποπτείας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του οποίου είναι μέλη η υπουργός Οικονομικών Janet Yellen, ο πρόεδρος της Federal Reserve Jerome Powell και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ Gary Gensler, δημοσίευσε μια έκθεση τον Δεκέμβριο σύμφωνα με την οποία τα εμπορικά ακίνητα είναι ένας σημαντικός πιθανός οικονομικός κίνδυνος.

Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «...καθώς οι ζημίες από ένα χαρτοφυλάκιο δανείων [εμπορικών ακινήτων] συσσωρεύονται, μπορούν να διαχυθούν στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι πωλήσεις ακινήτων που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα μπορούν να μειώσουν τις αγοραίες αξίες των κοντινών ακινήτων, να οδηγήσουν σε μια ευρύτερη πτωτική πορεία αποτίμησης CRE και ακόμη και να μειώσουν τα έσοδα από φόρους ακίνητης περιουσίας των δήμων».

Ο Powell αναφέρθηκε επίσης στο πρόβλημα κατά τη διάρκεια μιας εμφάνισης στο «60 Minutes» του CBS το βράδυ της Κυριακής. Δήλωσε ότι υπάρχουν ορισμένες περιφερειακές τράπεζες που έχουν ανοίγματα στους αδύναμους τομείς των εμπορικών και επαγγελματικών ακινήτων και η Fed συνεργάζεται μαζί τους. Μάλιστα ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα «με το οποίο θα εργαζόμαστε για χρόνια. Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Δεν φαίνεται όμως να έχει τα φόντα να εξελιχθεί σε κάτι ανάλογο με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση».

Παρά ταύτα, ο Πρόεδρος της Fed δεν αρνήθηκε ότι θα υπάρξουν κάποιες μικρές τράπεζες που θα χρειαστεί να κλείσουν ή να συγχωνευθούν.

Αν μελετήσει κανείς τα στοιχεία εταιρικών αποτελεσμάτων του τραπεζικού τομέα, διαπιστώνει τη μεγάλη ευαισθησία των περιφερειακών τραπεζών στα υψηλά επιτόκια της Fed, τα οποία συνεχίζουν να συμπιέζουν τα χαρτοφυλάκια εμπορικών ακινήτων –CRE.

Μετά την πρόσφατη συνέντευξη Τύπου κατά τις ανακοινώσεις νομισματικής πολιτικής από τον Πρόεδρο της Fed, η αγορά συνειδητοποίησε ότι η πίεση αυτή θα διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο, καθώς ενδεχομένως τα επιτόκια θα μειωθούν προς τα τέλη του πρώτου εξαμήνου με αρχές του δεύτερου.

Είναι όμως και κάτι άλλο που ταλαιπωρεί τους πιο αδύναμους τίτλους του τραπεζικού τομέα.

Η πτώση του ΝΙΙ

Πριν λίγους μήνες είχαμε αναφέρει ότι είναι θέμα χρόνου τα καθαρά έσοδα από τόκους-ΝΙΙ- των τραπεζών, ήτοι τα έσοδα από τη διαφορά των τόκων μεταξύ δανείων και καταθέσεων, να αρχίσουν να μειώνονται.

Βλέπετε, νομοτελειακά ήταν θέμα χρόνου οι τράπεζες να αναγκαστούν να αυξήσουν και τα επιτόκια των καταθέσεων, προκειμένου να διατηρήσουν την καταθετική τους βάση, συμπιέζοντας τα NII.

Η NYCB ανέφερε μεταξύ άλλων μείωση κατά 16% στα καθαρά έσοδα από τόκους, καθώς το κόστος των καταθέσεων αυξήθηκε κατά 29 μονάδες βάσης στο τέταρτο τρίμηνο του 2023, ενώ για το 2024 αναμένει NII μεταξύ 2,8 -2,9 δις δολαρίων, κάτω από την εκτίμηση των αναλυτών για καθαρά έσοδα από τόκους στα 2,88 δις δολάρια.

Η NYCB δεν είναι φυσικά η μόνη. Πολλές περιφερειακές τράπεζες ανέφεραν μείωση του NII κατά τη διάρκεια των τριμηνιαίων κερδών και οι αναλυτές αναμένουν ότι η κερδοφορία τους θα συνεχίσει να συμπιέζεται λόγω της αύξησης του κόστους των καταθέσεων.

Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι όπως η αγορά CRE στις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφη, έτσι και οι περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ δεν είναι όλες «στο ίδιο τσουβάλι». Κάποιες από αυτές έχουν πράγματι περισσότερα προβληματικά περουσιακά στοιχεία στον εμπορικό τομέα, αλλά κάποιες άλλες διαθέτουν πιο ποιοτικό χαρτοφυλάκιο, σταθερούς ισολογισμούς και επαρκή αποθεματικά για να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επιτόκια για λίγους ακόμα μήνες. Για άλλη μια φορά λοιπόν τη διαφορά θα την κάνει η σωστή διαλογή.

Η διάχυση του προβλήματος

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι στην ουσία σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία. Η τράπεζα Aozora της Ιαπωνίας ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι τα επισφαλή δάνεια που συνδέονται με την αγορά επαγγελματικών ακινήτων των ΗΠΑ ευθύνονται εν μέρει για την προβλεπόμενη ετήσια ζημιά 28 δισεκατομμυρίων γιεν -190 εκατομμύρια δολάρια- το 2023.

Σύμφωνα με ρεπορταζ της Νicole Goodking στο CNN Business, η Deutsche Bank διέθεσε 123 εκατομμύρια ευρώ κατά το τελευταίο τρίμηνο για να απορροφήσει πιθανές ζημιές από το χαρτοφυλάκιο της που έχει έκθεση στα εμπορικά ακίνητα στις ΗΠΑ. Το ποσό αυτό είναι υπερτετραπλάσιο από το ποσό που είχε βάλει «στην άκρη» κατά την ίδια περίοδο το 2022.

Μια ματιά στα ομόλογα Τier 2 της Deutsche Pfandbriefbank αλλά και σε ένα κομμάτι των senior ομολόγων της, αρκεί για να δει κανείς ότι το στρες του περιφερειακού τραπεζικού τομέα των ΗΠΑ έχει περάσει και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Η Deutsche Pfandbriefbank είναι μια γερμανική τράπεζα που ειδικεύεται στη χρηματοδότηση ακινήτων και του δημόσιου τομέα και από το 2016 αποτελεί συστατικό του δείκτη συναλλαγών SDAX των γερμανικών εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης.

Μετά τις ανησυχίες αναλυτών για την έκθεση της τράπεζας στην αγορά εμπορικών ακινήτων των ΗΠΑ, τα ομόλογα της σημείωσαν ελεύθερη πτώση, με την Μorgan Stanley μάλιστα να συνιστά στους πελάτες της την πώληση τους, ενώ η μετοχή τις τελευταίες πέντε ημέρες σημειώνει απώλειες 16% και από την αρχή του έτους οι απώλειες της ξεπερνούν το 23%.

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.