Η αβεβαιότητα είναι ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς των χρηματιστηριακών αγορών. Ίσως, να είναι ο μεγαλύτερος. Το 2022 ίσως είναι μία από τις λίγες χρονιές που θυμόμαστε όπου η αβεβαιότητα αυξάνεται σχεδόν ασταμάτητα.
Όχι μόνο γιατί τα προβλήματα που ήδη γνωρίζουμε δεν λύνονται αλλά περιπλέκονται περισσότερο, αλλά και γιατί νέοι παράγοντες ανησυχίας εμφανίζονται καθώς τρέχει ο χρόνος. Στην αρχή της χρονιάς η κύρια ανησυχία ήταν σχετική με τις επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, στην συνέχεια ήρθε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος τον οποίο προκάλεσε.
Αμέσως μετά είδαμε τις τιμές των πρώτων υλών και των τροφίμων να εκτοξεύονται, μαζί με αυτές των λιπασμάτων. Σταδιακά αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πως βρισκόμαστε εν μέσω ενεργειακής κρίσης, με τον πληθωρισμό να αναρριχάται σε ύψη που δεν φανταζόμαστε στην αρχή της χρονιάς. Η άνοδος των επιτοκίων ξεπερνά ήδη κατά πολύ τις εκτιμήσεις που έκαναν οι περισσότεροι αναλυτές από τις αρχές του χρόνου.
Εκτός από αυτά έχουμε τις, έντονες εδώ και μήνες, ανησυχίες για επικείμενη ύφεση της οικονομίας στις ΗΠΑ και, ακόμα περισσότερο στην Ευρώπη, όπου ακόμα και τώρα υπάρχουν σοβαροί φόβοι για το αν τον χειμώνα θα υπάρχει αρκετό φυσικό αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα.
Η πολιτική αβεβαιότητα περισσεύει, όχι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία αλλά και στις ΗΠΑ με τις επικείμενες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα σοβαρά θέματα που έχουν σχέση με την Κίνα και την πολιτική zero – covid που σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να παραλύει την οικονομία. Εννοείται πως υπάρχουν και πολλά άλλα ζητήματα που μας απασχολούν ταυτόχρονα και κάνουν την ζωή μας και την πορεία των αγορών ακόμα πιο μπερδεμένη.
Αυτό όμως που θα μας απασχολήσει σήμερα θα είναι ορισμένα εκκολαπτόμενα ζητήματα που απειλούν να φέρουν ακόμα μεγαλύτερη αναταραχή σε πολλαπλά επίπεδα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η σειρά με την οποία θα αναφερθούμε σε διάφορα θέματα δεν έχει σχέση με την σπουδαιότητά τους.
Θα ξεκινήσουμε με κάτι που εμφανίστηκε λόγω των πολύ αδέξιων χειρισμών της βραχύβιας κυβέρνησης της Λιζ Τρας στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά στην ουσία έχει σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των αγορών και τις συνήθειες που έχουν αποκτήσει οι διαχειριστές των αμοιβαίων κεφαλαίων και των συνταξιοδοτικών ταμείων.
Η εσπευσμένη επέμβαση της Τράπεζας της Αγγλίας προκειμένου να σταματήσει το κύμα πωλήσεων ομολόγων του αγγλικού δημοσίου (gilts) από πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία του Ηνωμένου Βασιλείου που χρησιμοποιούσαν δανειακά κεφάλαια για να ενισχύσουν τις αποδόσεις τους μας έδωσε μία (πρώτη;) γεύση των κινδύνων που μας απειλούν στις αγορές ομολόγων σαν αποτέλεσμα της μακρόχρονης παραμονής των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτή η κρίση φαίνεται πως έχει αποφευχθεί αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο κίνδυνος έχει περάσει.
Ο λόγος για τον οποίον επιμένουμε σε αυτό είναι απλός: οι φετινές ζημιές στις αγορές κρατικών ομολόγων είναι πολύ μεγάλες, σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει στην προηγούμενη μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση, αυτή του 2008. Τότε τα ομόλογα του δημοσίου των ΗΠΑ, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των άλλων ισχυρών χωρών αποτέλεσαν επενδυτικό καταφύγιο και βοήθησαν τα μεγάλα αμοιβαία κεφάλαια και συνταξιοδοτικά ταμεία να μειώσουν τις ζημιές από την μεγάλη πτώση των μετοχών.
Επειδή μας φαίνεται λίγο απίθανο να δεχθούμε πως οι μοναδικοί διαχειριστές κεφαλαίων που χρησιμοποιούν μαζικά δανειακά κεφάλαια για να πετύχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, δεν θέλουμε να φανταστούμε πόσο μεγάλα προβλήματα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αν οι αυξήσεις των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων συνεχιστούν, μεγαλώνοντας τις απώλειες στα μεγάλα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων ανά τον κόσμο.
Παραπάνω μιλήσαμε για την Κίνα και τις υποτονικές αποδόσεις της οικονομίας της εξ αιτίας της αυστηρής πολιτικής για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας. Έχουμε σκεφθεί όμως τι θα συνέβαινε αν ο πρόεδρος Xi Jinping αποφάσιζε ξαφνικά να εγκαταλείψει το Zero – Covid και αφήσει τα πράγματα ελεύθερα;
Η εύκολη, και σωστή βέβαια, απάντηση είναι προφανώς πως η κινεζική οικονομία θα ζωντανέψει αρκετά, ενισχύοντας και την παγκόσμια οικονομία. Αυτό όμως είναι κάτι που εμείς ίσως να μην πρέπει να ευχόμαστε. Η παραμονή της κινεζικής οικονομίας σε μία κατάσταση λήθαργου είναι ένα έμμεσο δώρο στις δυτικές οικονομίες στην προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό.
Η παραμονή της τιμής του αργού πετρελαίου κάτω από τα 100 δολάρια/βαρέλι οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην μειωμένη ζήτηση από την Κίνα. Το ίδιο πιθανότατα ισχύει και για μία σειρά μετάλλων και πρώτων υλών.
Η επιστροφή της κινεζικής οικονομίας σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει ένα είδος πληθωριστικού σοκ που θα μοιάζει σαν μικρογραφία αυτού που ζήσαμε αμέσως μετά την ρωσική εισβολή και την έναρξη του πολέμου και θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες των δυτικών χωρών να ανεβάσουν τα επιτόκια ακόμα περισσότερο καθώς πολεμούν τον πληθωρισμό. Μιλώντας για την Κίνα δεν είναι δυνατόν να μην ασχοληθούμε και με την επανεκλογή του προέδρου Xi Jinping για τρίτη φορά.
Οι πρώτες εκτιμήσεις σχετικά με τις επιλογές του σε επίπεδο στελεχών που θα αναλάβουν σημαντικές θέσεις στην κυβέρνηση της χώρας κάνουν λόγο για ανθρώπους που το μεγαλύτερο προσόν τους δεν είναι οι γνώσεις, η πείρα και οι ικανότητές τους αλλά το ότι είναι πιστοί στον πρόεδρο. Αυτό μάλλον σημαίνει πως δεν πρέπει να περιμένουμε αλλαγές προς το «φιλελεύθερο» στην οικονομική πολιτική της χώρας, η οποία φέρει τα τελευταία χρόνια την σφραγίδα του Xi.
Τι γίνεται όμως και με την άλλη υπερδύναμη; Μήπως και από την δική τους μεριά έχουμε σημάδια που δείχνουν πως η κατάσταση μπορεί να γίνει πιο περίπλοκη; Αναφερόμαστε βέβαια στην διαπίστωση πως η ηγεσία της χώρας σκληραίνει την στάση της απέναντι στην Κίνα και φαίνεται να ανοίγει και ένα νέο μέτωπο, αυτή την φορά με την Σαουδική Αραβία, την ώρα που το μέτωπο με την Ρωσία είναι σχεδόν απίθανο να κλείσει σύντομα.
Η τελευταία κίνηση των ΗΠΑ με τα νέα μέτρα «στραγγαλισμού» της κινεζικής βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών δεν έχει συνέπειες μόνο στους Κινέζους αλλά δημιουργεί δυσκολίες και σε πάρα πολλές δυτικές επιχειρήσεις όπως και σε κορεατικές, ιαπωνικές και ταϊβανέζικες, οι οποίες από την μία θα χάσουν πωλήσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων προς κινέζους συνεργάτες τους και από την άλλη είναι πολύ πιθανόν να πρέπει να αλλάξουν ριζικά τον σχεδιασμό των εφοδιαστικών αλυσίδων τους.
Σε χρηματιστηριακό επίπεδο, αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική καθώς προκαλεί αλλαγές με αβέβαια αποτελέσματα. Όσον αφορά στην πολύ πρόσφατη ψύχρανση των σχέσεων των ΗΠΑ με την Σαουδική Αραβία, με τον πρόεδρο Μπάιντεν σχεδόν να απειλεί την βασίλισσα του αργού πετρελαίου πως θα μετανιώσει για την απόφασή της να μειώσει την παραγωγή του.
Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Την στιγμή που ζούμε μέσα σε μία ενεργειακή κρίση, η αδυναμία συνεννόησης δύο δυνάμεων που για δεκαετίες μας είχαν συνηθίσει σε μία σταθερή συνεργασία με σκοπό την αποφυγή δημιουργίας εντάσεων στον ενεργειακό τομέα μόνο καλό δεν μπορεί να κάνει στις δυτικές οικονομίες και τις χρηματιστηριακές αγορές, και σίγουρα αυξάνει τις πιθανότητες «ατυχημάτων».
Είναι αλήθεια πως τα πράγματα είναι τόσο παράξενα αυτή την εποχή που σίγουρα μπορούμε να βρούμε και αρκετούς ακόμα νέους παράγοντες που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στον ορίζοντα και επιβαρύνουν την κατάσταση, δυσκολεύοντας τις εκτιμήσεις για το τι θα γίνει στις χρηματιστηριακές αγορές. Δεν είναι όμως απόλυτα απαραίτητο να αναφερθούμε και σε αυτούς, έχουμε ήδη αρκετούς στο κεφάλι μας για να μας κρατούν ξύπνιους.