Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύμβουλοι των μεγαλομετόχων που επιθυμούν να εισάγουν τις μετοχές των εταιρειών τους στο Χρηματιστήριο, καθώς και οι ανάδοχοι των εκδόσεων, είναι το θέμα του προσδιορισμού της αξίας στην οποία θα αποτιμώνται οι εταιρείες κατά την εισαγωγή τους.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με τους τρόπους αποτίμησης των εταιρειών από τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές ή τους δυνητικούς επενδυτές, αλλά με την αντίληψη που έχουν οι βασικοί μέτοχοι των εταιρειών για την αξία της εταιρείας τους.
Οι βασικοί μέτοχοι, αντιμετωπίζουν την επιχείρηση τους, σαν το παιδί τους, που το μεγάλωσαν σιγά σιγά και το έφεραν σε ένα σημείο ικανό, που να του δίνεται πλέον η δυνατότητα και η ευκαιρία να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και να ακολουθήσει ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο. Η ευκαιρία να μεγαλώσει με τη συμμετοχή νέων μετόχων που θα εισφέρουν τα κεφάλαια τους. Η ευκαιρία να αποκτήσει μια “δίκαιη” αποτίμηση από τους παράγοντες της αγοράς. Μια αποτίμηση που λαμβάνει υπ' όψιν της μια σειρά από παράγοντες και μεταβλητές, που καλύπτουν το ευρύτερο οικονομικό και επιχειρηματικό πεδίο της χώρας.
Διότι η εισηγμένη εταιρεία, δεν αποτιμάται μόνο με όρους και αριθμοδείκτες που αφορούν την ίδια, αλλά και με όρους και αριθμοδείκτες που αφορούν τις προοπτικές του οικοσυστήματος μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται. Ταυτόχρονα, η αποτίμηση της νεοεισηγμένης εταιρείας θα συγκρίνεται με τις αντίστοιχες αποτιμήσεις των υπολοίπων εταιρειών του χρηματιστηρίου που ασκούν παρόμοιες δραστηριότητες και ανήκουν στον ίδιο κλάδο.
Επομένως ο σύνθετος τρόπος που αποτιμάται μια εισηγμένη εταιρεία, μεταβάλλεται ριζικά και ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της λογικής των βασικών μετόχων. Και αυτό αποτελεί την πηγή του προβλήματος που προαναφέραμε. Διότι οι βασικοί μέτοχοι, μετά την εισαγωγή της εταιρείας τους στο Χρηματιστήριο θα έχουν απολέσει το 25% των μετοχών της εταιρείας τους, αλλά αντίστοιχα θα την έχουν ενισχύσει κεφαλαιακά. Οπότε το “πόσο πωλούν”, το ποσοστό αυτό, αποτελεί για τους ίδιους το σημαντικότερο σημείο της διαπραγμάτευσης με τους συμβούλους και τους ανάδοχους.
Η αποτίμηση που έχουν στο μυαλό τους οι βασικοί μέτοχοι για τις εταιρίες τους είναι κατα βάση υποκειμενική και εδράζεται πάνω σε δεδομένα του παρελθόντος, σε ιστορικούς αριθμοδείκτες και στη σιγουριά που έχουν οι ίδιοι για την μελλοντική πορεία της εταιρείας τους. Και αν κάτι δεν πάει κατ' ευχήν, τότε επωμίζονται οι ίδιοι και μόνο το βάρος των λανθασμένων εκτιμήσεων και προβλέψεων.
Από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές αντιμετωπίζουν με διαφορετικά τρόπο την αποτίμηση των εταιρειών που ετοιμάζονται να περάσουν το κατώφλι του χρηματιστηρίου. Διότι ναι μεν επενδύουν στην τεχνογνωσία που έρχεται από το παρελθόν και στην παρούσα εικόνα που φωτογραφίζει τα σημερινά οικονομικά και επιχειρηματικά δεδομένα, ωστόσο επενδύουν στο αύριο. Και είναι φανερό πως από τη μελλοντική πορεία της εταιρείας οι νέοι επενδυτές θα εισπράξουν μερίσματα και υπεραξίες.
Και με δεδομένο, πως το μέλλον εμπεριέχει μια σειρά από αβεβαιότητες είναι απολύτως λογικό οι επενδυτές να κοστολογούν μέσα στην αποτίμηση της εταιρείας τον βαθμό ρίσκου που συνοδεύει την επένδυση τους. Έτσι αναγκαστικά, ανάλογα με τον κλάδο της εταιρείας προσμετρούν διάφορες μεταβλητές που δυνητικά θα μπορούσαν να μεταβάλλουν τις εκτιμήσεις για την πορεία της. Στοιχεία όπως είναι το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, το ενεργειακό κόστος, το κόστος του χρήματος, ο πληθωρισμός, η γεωπολιτική σταθερότητας, η ένταση του ανταγωνισμού, η εισβολή ενός “νέου παίκτη” στον κλάδο, θα μπορούσαν να μεταβάλλουν «το αύριο» της εταιρείας.
Η χρηματιστηριακή ιστορία έχει δείξει πως δικαιώνει τους μεγαλομετόχους των εταιρειών που όταν εισέρχονται στα χρηματιστήρια, έχουν χαμηλότερες αποτιμήσεις. Διότι με αυτόν τον τρόπο έχουν ικανοποιημένους τους μετόχους τους. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό για μα εισηγμένη εταιρεία από το να έχει ικανοποιημένους μετόχους.
Διότι οι ικανοποιημένοι μέτοχοι και οι κερδισμένοι μέτοχοι θα είναι πάντα πρόθυμοι να αγοράσουν τις μετοχές της εταιρείας όταν αυτές υποχωρούν, να συμμετάσχουν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που θα απαιτηθούν για το μεγάλωμα της εταιρείας και να αποτελέσουν του καλύτερους πρεσβευτές της εταιρείας στην κοινωνία. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Για τους παλαιότερους, το κλασσικό παράδειγμα ήταν αυτό της μετοχή της Τράπεζας Εργασίας και για τους νεότερους η μετοχή της Mytilineos.
Άλλωστε όπως έλεγε και ο χρηματιστηριακός μου μέντορας στους πελάτες μας που ήθελαν να εισάγουν της εταιρείες τους στο χρηματιστήριο, «στο τέλος της ημέρας είναι καλύτερο να διευθύνεις και να είσαι μικρομέτοχος σε μια μεγάλη επιχείρηση, παρά να είσαι μεγαλομέτοχος σε μια μικρή επιχείρηση».