Σήμερα γνωρίζουμε, από τα μοντέλα προβλέψεων (Oxford Economics και ΕΚΠΑ), που σημειωτέον επικαιροποιούμε κάθε βδομάδα, ότι ο πληθωρισμός το 2023, για την Ελλάδα, προβλέπεται να είναι 4,98%, το 2024 0,28% και το 2025 στο 0,50%. Παρόμοιες εξελίξεις αναμένονται και στην Ευρώπη και στον δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια οι τιμές σταθεροποιούνται, χωρίς βέβαια να συζητάμε για επιστροφή τους σε παλαιότερα επίπεδα.
Σταδιακά δηλαδή, η παγκόσμια οικονομία και οι παγκόσμιες αγορές θα κατακτήσουν μία νέα ισορροπία όπου οι αμοιβές σε ορισμένους τομείς και κλάδους θα αποκατασταθούν στα παλαιότερα επίπεδα αγοραστικής δύναμης, σε άλλους θα υστερήσουν και σε άλλους θα υπερακοντίσουν τις απώλειες γεννώντας νέες ανακατανομές εισοδήματος.
Οι δυνάμεις που συντηρούν τον πληθωρισμό έχουν παγκόσμια διάσταση και λειτουργούν κυρίως από την πλευρά της προσφοράς. Μπορούν να διακριθούν σε αυτές που έχουν μονιμότερο χαρακτήρα και σε αυτές που έχουν παροδικό χαρακτήρα όπως διαταραχές στις γραμμές παραγωγής, προσωρινές διαστάσεις του πολέμου, κινέζικες πολιτικές zero Covid.
Οι μόνιμες όμως διαταραχές έχουν σοβαρότερο χαρακτήρα: Η εξάντληση των επί δεκαετίας υπάρχοντων παραγωγικών δυνατοτήτων των οικονομιών που ήρθε στο φως με το άνοιγμα των οικονομιών μετά τον Covid, η δημογραφική συρρίκνωση και η χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών (Covid κ.τ.λ.) που στερεί εργατικό δυναμικό, οι γεωστρατηγικές μεταβολές που μειώνουν την διασυνοριακή κινητικότητα και επιβάλουν παραγωγικές διαφοροποιήσεις (όπως π.χ. ενεργειακή πολιτική) και επανασυγκέντρωση των παραγωγικών δυνατοτήτων στις ανεπτυγμένες χώρες (ένταση Κίνας – Ταϊβάν) και τέλος η κλιματική αλλαγή που απαιτεί ενεργειακές διαφοροποιήσεις χωρίς το σύστημα της νέας ενεργειακής παραγωγής να είναι έτοιμο.
Ενώ όμως φαίνεται να απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις για να προσαρμοστεί η οικονομία στις νέες συνθήκες, το χρέος και το κόστος τους (άνοδος των επιτοκίων) βάζουν εμπόδια στην υλοποίησή τους.
Η μεταπολεμική οικονομία έχει ζήσει έξι (με το παρόν επτά) σημαντικά πληθωριστικά επεισόδια: Τον πληθωρισμό μετά την αφαίρεση των πολεμικών ελέγχων στις τιμές του 1948, τον Κορεάτικο πόλεμο του 1952, την άνοδο των τιμών από την δεκαετία του ’60, τα σοκ του πετρελαίου του 1970 (1974 και 1981), την εισβολή στο Kuwait του 1991 και την άνοδο των τιμών αερίου του 2008.
Η μέση διάρκειά τους (μετρούμενη με τα δύο χαμηλότερα επίπεδα τιμών που προηγούνται και έπονται της κορύφωσης) είναι γύρω στα πέντε χρόνια. Το παρόν κύμα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 και, αν δεχτούμε μία μέση διάρκεια πέντε χρόνια, βρίσκεται γύρω στο μέσο της διάρκειας μία πενταετίας που συμπίπτει με τις εκτιμήσεις που κάναμε στην αρχή του σημειώματος.
Εάν δεχτούμε όμως μία διαφορετική θεώρηση αυτή της ύπαρξης ενός Μεγάλου Πληθωρισμού (1970 με 1984), που είχε επίσης ενεργειακή βάση, τότε μιλάμε για σχεδόν δεκατρία χρόνια διάρκειας πληθωριστικού επεισοδίου. Να σημειωθεί ότι αυτή η περίοδος συνδέεται με την «απενεργοποίηση» του παραγωγικού προτύπου, την «υπηρεσιοκοποίησή» του και βεβαίως την μεγάλη αλλαγή στην οικονομική θεώρηση και σκέψη.
Η μελέτη εξάλλου της ιστορικότητας από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα (για τις οικονομίες ΗΠΑ και UK που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) που συνδέει τον πόλεμο και τον πληθωρισμό (στα πλαίσια των μεγάλων οικονομικών κυμάνσεων του Kondratieff), δείχνει ότι οι μεγάλοι πόλεμοι (όπως ο σημερινός, αφού εμπλέκεται οικονομικά το 1/3 του κόσμου), δημιουργούν αυξήσεις στις τιμές οι οποίες μάλιστα διατηρούνται ακόμα και στη συνέχεια μετά την εξισορρόπηση της γεωστρατηγικής έντασης και με την προϋπόθεση ότι δεν θα χειροτερεύσει η πολεμική σύγκρουση.
Συνεπώς, δεν υπάρχουν βεβαιότητες για την εξέλιξη του πληθωρισμού παρόλο που δεχόμαστε ως επικρατούν σενάριο αυτό της μείωσής του από το 2023.
* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ