Θα μπορούσε άραγε η κατάργηση ή αναστολή κάποιων δασμών που είχε επιβάλλει η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στα κινεζικά προϊόντα να δώσει τέτοια ώθηση στην οικονομία, ώστε να απορροφήσει πλήρως τους κραδασμούς από τον πληθωρισμό, την παράλυση των εφοδιαστικών αλυσίδων και τις πιέσεις από τις αυξήσεις των επιτοκίων; Τι συμβαίνει με τις «πάσες» δηλώσεων μεταξύ ΗΠΑ και Πεκίνου όσον αφορά την Ταϊβάν, γιατί η Λαγκάρντ κατεβαίνει νωρίτερα στο γήπεδο και γιατί πολλοί αναλυτές «κουρεύουν» τις εκτιμήσεις τους για τις τιμές –στόχους;
Οι ενθαρρυντικές δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν για το ενδεχόμενο να επανεξεταστούν οι δασμοί κατά της Κίνας που είχαν θεσπιστεί επί προέδρου Τραμπ χάρισε μια θετική συνεδρίαση στη Wall με τη μητέρα των αγορών να κλείνει πέριξ του κινητού μέσου των 9 ημερών.
Θα μπορούσε άραγε η κατάργηση ή αναστολή κάποιων δασμών να δώσει τέτοια ώθηση στην οικονομία, ώστε να απορροφήσει πλήρως τους κραδασμούς από τον πληθωρισμό, την παράλυση των εφοδιαστικών αλυσίδων και τις πιέσεις από τις αυξήσεις των επιτοκίων της Fed;
Εν αρχή είναι η αγορά. Τουτέστιν, αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε σύντομα ο S&P500 θα αποκαταστήσει το διάγραμμα του, επανακτώντας αρχικά τις 4345 μονάδες και εν συνεχεία τις 4470.
Πόσο πιθανό είναι το παραπάνω σενάριο;
H απάντηση στην ερώτηση αυτή κρύβεται στην παροιμία: Ένα χελιδόνι, δεν φέρνει την άνοιξη.
Όχι ότι η κατάργηση όσων περισσότερων δασμών γίνεται, δεν είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό για τους δείκτες ανάπτυξης, μέσα από το πρίσμα ότι κάθε εξομάλυνση των εμπορικών εμποδίων είναι μια σημαντική χείρα βοηθείας ώστε να αποφευχθούν ελλείψεις και να μειωθούν οι τιμές στα τρόφιμα και στα εμπορεύματα.
Άλλωστε η δήλωση του Αμερικανού προέδρου ότι εξετάζει μείωση δασμών σε κάποια κινεζικά προϊόντα έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με τις παρατηρήσεις του ΔΝΤ ότι μόνο η αβεβαιότητα στο εμπορικό μέτωπο οδήγησε στη μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά σχεδόν 1% το 2019.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του ΔΝΤ, μια περαιτέρω διάσπαση θα έχει σοβαρές επιπτώσεις, αυξάνοντας τα κόστη και οδηγώντας σε περαιτέρω απώλειες, που για κάποιες χώρες μπορεί να φτάσουν έως και το 5% του ΑΕΠ.
Μια άρση των δασμών λοιπόν προς την Κίνα, αν και όταν αποφασισθεί, θα είναι μια πολύ καλή εξέλιξη όσον αφορά όμως μόνο έναν από τους παράγοντες που «κούμπωσαν» μεταξύ τους και μας έφεραν στο σημερινό αδιέξοδο.
Καταρχήν, όπως σημείωσε και το ΔΝΤ, η γεωοικονομική διάσπαση που εξελίσσεται σε διάφορα μέτωπα τα τελευταία χρόνια δεν επιτρέπει στην διεθνή κοινότητα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
Η αποπαγκοσμιοποίηση στην ουσία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, στερώντας τις οικονομίες από τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου και τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό μέσω της δημιουργίας των νέων παραγωγικών και εφοδιαστικών αλυσίδων που πρέπει να δημιουργηθούν, προκειμένου η κάθε ήπειρος να εξασφαλίσει την αυτάρκεια της.
Την ίδια στιγμή, ανοίγει ολοένα και περισσότερο ο ορίζοντας των γεωπολιτικών μετώπων.
Για παράδειγμα, χθες στις πρώτες γραμμές των ειδήσεων δεν ήταν μόνο οι δηλώσεις του Μπάιντεν περί πιθανής άρσης των δασμών σε κάποια κινεζικά προϊόντα, αλλά και εκείνες περί της πρόθεσης των ΗΠΑ να υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση εισβολής του κινεζικού στρατού, με την Κίνα να εγκαλεί τον τον Αμερικανό πρόεδρο «να μην υποτιμά τη σθεναρή αποφασιστικότητά του κινεζικού λαού να προστατεύσει την κυριαρχία της».
Σαφώς και το Πεκίνο εξακολουθεί να έχει ως στόχο την επανένωση της Ταϊβάν με τη «μητέρα πατρίδα», μην αποκλείοντας μάλιστα το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει βία, στην περίπτωση που οι ταϊβανέζικες αρχές κηρύξουν επισήμως την ανεξαρτησία του νησιού.
Και ενώ το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν ευχαρίστησε χθες τις ΗΠΑ για τη στήριξή τους, η Κίνα ζήτησε από τις ΗΠΑ «ν’ αποφύγουν να στείλουν λάθος μηνύματα στις αυτονομιστικές δυνάμεις της Ταϊβάν».
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται άνετα με τις παραπάνω δηλώσεις. Δυστυχώς η Θάλασσα της Νότιας Κίνας –ή Νότια Σινική Θάλασσα –αποτελεί εδώ και καιρό ένα ενδυνάμει γεωπολιτικό ηφαίστειο, καθώς το 1/3 της παγκόσμιας ναυσιπλοΐας διέρχεται από τα νερά της, ενώ θεωρείται ότι κάτω από τον πυθμένα της βρίσκονται τεράστιες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ο πληθωρισμός χτυπά τις προβλέψεις για την κερδοφορία
Η απόσυρση των δασμών δεν καλείται να αντισταθμίσει μόνο τις γεωπολιτικές εντάσεις, αλλά και την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, των μεταφορών και της ενέργειας.
Ήδη μετά τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου του 2022, οι αναλυτές μείωσαν τις τιμές- στόχους για 162 εταιρείες του S&P 500 σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Πρόκειται για μια από τις πιο έντονες αλλαγές στο κλίμα μεταξύ των αναλυτών στα 11 χρόνια που τηρούνται στοιχεία.
Βλέπετε, σιγά - σιγά αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι μέσα στο τρέχον περιβάλλον του υψηλού πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων, πολύ δύσκολα τα εταιρικά κέρδη θα μπορέσουν να στηρίξουν τη χρηματιστηριακή αγορά.
Για την ακρίβεια, οι προσδοκίες για τα κέρδη εξακολουθούν να έχουν πολλά περιθώρια προσαρμογής προς τα κάτω από την τρέχουσα εκτίμηση περί αύξησης των προσαρμοσμένων κερδών κατά 10,1% το 2022.
Δείτε για παράδειγμα τις ανακοινώσεις του αμερικανικού κολοσσού εξοπλισμού δικτύωσης, της Cisco Systems, όσον αφορά τις διαταραχές στην προσφορά που αποκλείουν κάθε αύξηση πωλήσεων για το τρέχον τρίμηνο αλλά και για τα επόμενα τρίμηνα αν συνεχιστούν.
Φυσικά η Cisco δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Οι Walmart και Target κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος, ενώ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο πόνος στη βιομηχανία από την εκτίναξη του κόστους και από την έλλειψη βασικών υλικών είναι εδώ και εβδομάδες έκδηλος.
Υπενθυμίζουμε δε ότι το μεγαλύτερο σοκ πιθανότατα να ακολουθήσει τον Ιούλιο, μετά τις ανακοινώσεις των εταιρικών αποτελεσμάτων β’ τριμήνου και των προσδοκιών για το υπόλοιπο της χρονιάς, που θα έχουν ενσωματώσει τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής, αλλά και τις προσδοκίες της προσφοράς και της ζήτησης.
Κατεβαίνει νωρίτερα στο γήπεδο η ΕΚΤ
Η αύξηση του πληθωρισμού είναι τόσο ραγδαία, που ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει την πολυτέλεια να μην αρχίσει να «τρέχει» πίσω του.
Έτσι, η Λαγκάρντ χθες δήλωσε ότι η ΕΚΤ είναι πιθανό να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια τον Ιούλιο και μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου να έχει εξέλθει του αρνητικού εδάφους, κάτι που υποδηλώνει δύο αυξήσεις κατά 25 μονάδες βάσης η καθεμία στις συνεδριάσεις του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου.
Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του APP θα τελειώσουν πολύ νωρίς στο γ' τρίμηνο σύμφωνα πάντα με τις χθεσινές δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ.
Οι δηλώσεις της Λαγκάρντ ήταν σαφέστατα πιο χαλαρές σε σχέση με εκείνες του επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας Klaas Knot, ο οποίος την περασμένη εβδομάδα δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας αύξησης επιτοκίων κατά μισή μονάδα αν χρειαστεί.
Εντούτοις αποκαλύπτουν για άλλη μια φορά ότι τα αυξημένα κόστη λειτουργίας των επιχειρήσεων τροφοδοτούν τον πληθωρισμό των αγαθών και δεν υπάρχει πλέον επιλογή από εκείνη της αναζήτησης του «ουδέτερου επιτοκίου».
Ήτοι του επιτοκίου που συμπιέζει τον πληθωρισμό χωρίς να υπερθερμαίνει τις οικονομίες ή να τις οδηγεί σε ύφεση. Κάτι σαν το «ιερό δισκοπότηρο» του χρηματοοικονομικού γίγνεσθαι...
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.