Παρά τις μειώσεις των επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ στις δύο τελευταίες της συνεδριάσεις, οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών κρατικών ομολόγων έχουν κινηθεί ανοδικά, αυξημένες από το χαμηλότερο επίπεδο του 3,6% στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Μπορεί οι μετοχές να γιορτάζουν για δεύτερη εβδομάδα την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, όμως η αγορά ομολόγων εδώ και εβδομάδες δείχνει προβληματισμένη από το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης, καθώς η πιθανότητα των υψηλότερων δασμών, σε συνδυασμό με τη μείωση των φόρων και τις χαλαρότερες ρυθμίσεις μπορεί να εκτροχιάσουν και πάλι τον πληθωρισμό.
Την ίδια στιγμή, αν τα δημοσιονομικά σχέδια της νέας κυβέρνησης δεν συνοδευτούν με σημαντικές περικοπές δαπανών, κινδυνεύουμε με πλήρη εκτροχιασμό του ελλείμματος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού των ΗΠΑ.
Ήδη από τον προηγούμενο μήνα η Επιτροπή για έναν Υπεύθυνο Προϋπολογισμό εκτίμησε ότι τα δημοσιονομικά σχέδια του Τραμπ θα αυξήσουν το χρέος κατά 7,75 τρισ. δολάρια περισσότερο από αυτό που προβλέπεται σήμερα μέχρι το οικονομικό έτος 2035.
Μπορεί λοιπόν το ξεπούλημα στην αγορά των ομολόγων μετά την εντυπωσιακή νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές να έληξε σχεδόν τόσο γρήγορα όσο άρχισε, όμως δεν αποκλείεται να υπάρξει και δεύτερος ή και τρίτος γύρος πιέσεων, ειδικά αν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ αλλά και ο επικεφαλής του Τμήματος Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας, Ίλον Μασκ, δεν αλλάξουν τη ρητορική τους.
Πρέπει να είναι ανεξάρτητη ή όχι η Fed;
Η ανεξαρτησία της Fed δίνει στην Κεντρική Τράπεζα τη δυνατότητα να διαμορφώνει τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής με μόνο γνώμονα τη μελλοντική υγεία της οικονομίας των ΗΠΑ και βάσει των μακροοικονομικών στοιχείων και προβολών που έχουν στη διάθεσή τους τα μέλη της.
Ο Ντόναλτ Τραμπ ήδη από την πρώτη του θητεία ήταν πολλές φορές επικριτικός στις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, ενώ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας «φλέρταρε» συχνά με την ιδέα να αποκτήσει λόγο στις αποφάσεις της Fed.
Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του τον Αύγουστο, σε συνέντευξη Τύπου στη Φλόριντα:«Νιώθω ότι ως Πρόεδρος πρέπει να έχω τουλάχιστον έναν λόγο εκεί…νομίζω ότι στην περίπτωσή μου, έβγαλα πολλά χρήματα, ήμουν πολύ επιτυχημένος και νομίζω ότι σε πολλές περιπτώσεις έχω καλύτερο ένστικτο από τα άτομα που είναι εκεί…».
Την προηγούμενη Πέμπτη, κατά τη συνέντευξη Τύπου, μετά τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής, η αρνητική απάντηση του Προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, στην ερώτηση δημοσιογράφου αν θα παραιτηθεί από τη θέση του αν του το ζητούσε ο Τραμπ, στάθηκε η αφορμή για τον Ίλον Μασκ να ταχθεί δημοσίως υπέρ της ιδέας να επιτρέπεται στον Πρόεδρο να παρεμβαίνει στην πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Αν και ήταν σύντομο και λιτό το σχόλιο του Μασκ, εντούτοις αντικατοπτρίζει μια σαφή διάθεση πίεσης για την ανεξαρτησία της Fed από την κυβέρνηση Τραμπ και σηματοδοτεί την αναβίωση της έντασης μεταξύ του Προέδρου της Fed και του Προέδρου των ΗΠΑ, όταν ο τελευταίος διαμαρτυρόταν στην πρώτη του θητεία για το ύψος των επιτοκίων που καθόριζε η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ.
Αυτό που φαίνεται όμως να διαφεύγει του νέου Πρόεδρου των ΗΠΑ και του νέου συνεργάτη του είναι ότι οι αγορές είναι νομοτελειακά ανεξάρτητες οντότητες.
Βλέπετε, αν οι κάτοχοι των αμερικανικών ομολόγων αρχίσουν να μην αισθάνονται άνετα με το προφίλ του αμερικανικού χρέους, ανεξαρτήτως του ύψους των επιτοκίων που έχει καθορίσει η Fed, με ή άνευ παρέμβαση του Αμερικανού Προέδρου, θα αρχίσουν να απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις προκειμένου να απορροφήσουν την αυξανόμενη προσφορά των νέων κρατικών ομολόγων.
Εν ολίγοις, η αγορά ζητώντας υψηλότερο ασφάλιστρο απόδοσης θα επιβάλει μόνη της τη δημοσιονομική πειθαρχία στον Πρόεδρο των ΗΠΑ εκτινάσσοντας τα yields.
Τόσο απλά.
Οι φόβοι των διαχειριστών
Ήδη πολλοί διαχειριστές φοβούνται ότι αν υπάρξει πλήρης εφαρμογή των προτεινόμενων δασμών και των φορολογικών ελαφρύνσεων που προκήρυξε κατά την προεκλογική περίοδο ο Ντόναλτ Τραμπ, τότε η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου θα μπορούσε να ανέλθει ξανά στο υψηλότερο σημείο του κύκλου στα τέλη του 2023, ήτοι στο όριο του 5%.
Οι δηλώσεις του Πάουελ την προηγούμενη Πέμπτη περί μη βιώσιμης πορείας της δημοσιονομικής πολιτικής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, υπογράμμισαν τις ανησυχίες για το έλλειμμα, ενώ την ίδια στιγμή η άρνηση του να παράσχει σαφήνεια γύρω από τις αποφάσεις της επόμενης συνεδρίασης της Fed τον Δεκέμβριο, οδήγησε τους επενδυτές των swaps να τιμολογούν με πιθανότητα περίπου 70% μια ακόμη μείωση.
Η αλήθεια είναι ότι η αγορά έχει ήδη μειώσει τις προσδοκίες της για το πόσο βαθιά θα μειώσει η Fed το επιτόκιο αναφοράς της το επόμενο έτος, δεδομένου ότι πρόσφατα άλλαξαν οι μακροοικονομικές προοπτικές, τόσο από μια σειρά ισχυρών οικονομικών στοιχείων, όσο και από το νέο περιβάλλον που αναμένεται να δημιουργήσει το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών.
Οι επενδυτές των swaps βλέπουν πλέον ότι τα επιτόκια θα μειωθούν στο 4% έως τα μέσα του 2025 και έως το 3,7% σε ένα χρόνο, έναντι προσδοκίας πριν έναν μόλις μήνα για ύψος επιτοκίων πέριξ του 3%.
Υπενθυμίζουμε ότι στην ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά τη συνεδρίαση της Fed την προηγούμενη εβδομάδα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν συμπεριέλαβαν δηλώσεις σχετικά με την επίτευξη «μεγαλύτερης εμπιστοσύνης» όσον αφορά ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς το 2%, αν και σημείωσαν ότι έχει «σημειωθεί πρόοδος» προς τον πληθωριστικό στόχο της Κεντρικής Τράπεζας.
Τα οικονομικά στοιχεία αυτής της εβδομάδας, ιδίως τα στοιχεία για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και Παραγωγού, θα προσφέρουν αυτή την εμπιστοσύνη στους αξιωματούχους της Fed ή θα προκαλέσουν νέες ανησυχίες, άρα νέο κύμα μεταβλητότητας στην αγορά των ομολόγων;
(σ.σ: Οι επενδυτές αυτή την εβδομάδα θα πρέπει να είναι επίσης προσεκτικοί με τις ομιλίες του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, του προέδρου της Fed της Νέας Υόρκης Τζον Γουίλιαμς και του διοικητή της Fed Κρίστοφερ Γουόλερ).
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.