Πού θα φτάσει το φυσικό αέριο, αν λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία
Shutterstock
Shutterstock

Πού θα φτάσει το φυσικό αέριο, αν λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία

Ο Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε το φάκελο «πόλεμος στην Ουκρανία», συνομίλησε με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τον Βλαντιμίρ Πούτιν και είναι εύλογο να εκφράζεται αυξημένη αισιοδοξία για τερματισμό του πολέμου. Ποιος δεν θα ήθελε εξάλλου να λήξει η πολεμική σύγκρουση και η αιματοχυσία επί ευρωπαϊκού εδάφους που στις 24 Φεβρουαρίου συμπληρώνει 3 χρόνια. Πέρα από τους προφανείς λόγους που καθιστούν επιτακτική την ανάγκη κατάπαυσης του πυρός, αναλυτές και παρατηρητές των αγορών προσπαθούν να αξιολογήσουν τις εξελίξεις και τις συνέπειες που θα έχει μία θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων που αναμένεται να ξεκινήσουν σύντομα.

Για την Ευρώπη, οι σημαντικότερες επιπτώσεις σχετίζονται με τις τιμές της ενέργειας, την αύξηση των αμυντικών δαπανών, τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. 

Το πρώτο πεδίο που απασχολεί την Ευρώπη είναι φυσικά οι τιμές της ενέργειας. Η νέα άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου έχει προκαλέσει μεγάλες ανησυχίες που φτάνουν μέχρι τον φόβο να ξεσπάσει μια νέα ενεργειακή κρίση. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η πρωτοβουλία Τραμπ για τον τερματισμό των εχθροπραξιών στην Ουκρανία φέρνει πιο κοντά το σενάριο σημαντικής πτώσης των τιμών του φυσικού αερίου. Όμως, πόσο μπορούν να υποχωρήσουν οι τιμές; Θα πάψουν ο λογαριασμοί του ρεύματος να αποτελούν βραχνά για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά;

Σύμφωνα με την Capital Economics, μία συμφωνία κατάπαυσης του πυρός αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα πτώσης των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, όχι όμως σε επίπεδο που να εκτιμάται ότι θα είναι «game changer». Χθες, οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου υποχώρησαν έως και άνω του 8%, ενδεχομένως εξαιτίας του γεγονότος ότι οι traders προεξοφλούν την πιθανότητα να αυξηθούν οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.

Οι εισαγωγές φυσικού αερίου της ΕΕ έχουν μειωθεί κατά 20% από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, κυρίως λόγω της μείωσης των εισροών ρωσικού αερίου κατά 70%. Όπως σημειώνει ο οίκος, ενώ είναι πιθανή μία σημαντική αύξηση των ροών μέσω της Ουκρανίας και της Πολωνίας, οι περιορισμοί σε επίπεδο logistics και οι πολιτικές αντιδράσεις θα αποτρέψουν την επανέναρξη των εισαγωγών μέσω του αγωγού Nordstream. Γι’ αυτό το λόγο, η Capital Economics διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψη για πτώση των ευρωπαϊκών τιμών φυσικού αερίου στα 40 ευρώ/μεγαβατώρα στο τέλος του 2025 και στα 25 ευρώ στο τέλος του 2026. Αν επιβεβαιωθεί η εν λόγω πρόβλεψη, τότε οι τιμές θα πέσουν κάτω από το μισό σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα μέσα στην επόμενη διετία, αλλά θα παραμείνουν σχεδόν διπλάσιες σε σύγκριση με τις τιμές πριν τη ρωσική εισβολή. 

Χθες, οι τιμές του φυσικού αερίου υποχώρησαν έως τα 51 ευρώ, από 59,3 που είχαν φτάσει την περασμένη Τρίτη. Σε κάθε περίπτωση, η λήξη του πολέμου θα οδηγούσε σε μικρή βελτίωση του επιχειρηματικού και καταναλωτικού κλίματος, συμπληρώνει η CE. 

Επιχειρήσεις και επενδυτές περιμένουν πτώση των ενεργειακών τιμών, αυξημένες δαπάνες για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και ενδεχομένως την επανεκκίνηση εμπορικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με τη Ρωσία. Αυτός είναι ο λόγος που τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια σημείωσαν άνοδο έως και άνω του 1,7% στις συναλλαγές της Πέμπτης.

Ένα ακόμα συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι αναλυτές είναι ότι πιθανή λήξη του πολέμου δεν αλλάζει δραματικά τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, η βελτίωση των συνθηκών σε ό,τι αφορά στις τιμές της ενέργειας θα μπορούσε αφενός να προσφέρει ανακούφιση σε Ευρωπαίους καταναλωτές και επιχειρήσεις και αφετέρου να θέσει σε νέες βάσεις τις προσπάθειες ανάκαμψης.

Οι τηλεφωνικές συνομιλίες του Τραμπ με τον Πούτιν και τον Ζελένσκι δεν συνεπάγονται και άμεση εξεύρεση αποδεκτής λύσης από όλες τις πλευρές. Μπορεί, λοιπόν, ο τερματισμός του πολέμου να είναι ακόμη μακριά, ωστόσο υπάρχει ελπίδα. Δύο άλλες παράμετροι αφορούν στην αύξηση των αμυντικών δαπανών και στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. 

Είναι δεδομένη η πίεση που ασκεί η Ουάσιγκτον προς την Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και όλα αυτά μαζί αναμένεται να έχουν επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία. Είναι, επίσης, σαφές ότι το καταναλωτικό κλίμα θα βελτιωθεί σημαντικά στην περίπτωση που υποχωρήσουν οι τιμές της ενέργειας. Σημειώνεται ότι ακόμα και σήμερα το καταναλωτικό κλίμα δεν έχει καταφέρει να επιστρέψει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα οδηγήσει πιθανότατα σε χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, καθώς με σφιχτή δημοσιονομική πολιτική ο… λογαριασμός δεν βγαίνει. Η εξέλιξη αυτή θα ενίσχυε τη συνολική ζήτηση και θα έδινε ώθηση στον βιομηχανικό κλάδο που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τα τελευταία χρόνια, ενώ θα συντηρούσε σε υψηλά επίπεδα και τις πληθωριστικές πιέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα είναι στις χώρες που δεν επηρεάζονται δραματικά λόγω των υφιστάμενων αμυντικών δαπανών της που φτάνουν στο 3% του ΑΕΠ. Υπάρχει η πρόταση για τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού ταμείου 100 δισ. ευρώ για την κάλυψη των αμυντικών δαπανών, ωστόσο αντιστοιχεί μόλις στο 0,5% του ΑΕΠ, ενώ η Γερμανία συνεχίζει να αντιτίθεται σε κάθε πρόταση για κοινό δανεισμό.