H απόσυρση του κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις, από την κούρσα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων στις προεδρικές αμερικανικές εκλογές του 2024 και η δήλωση υποστήριξης του Ντόναλντ Τραμπ, αποτελούν ουσιαστικά τους τίτλους «τέλους», όσον αφορά την επιλογή των μελών και φίλων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Ο Ρον ΝτεΣάντις, δεν περίμενε καν το αποτέλεσμα των προκριματικών διαδικασιών στο Νιου Χαμσάιρ, πριν προβεί στην κίνηση του αυτή. Η βασική ερμηνεία που είχε δοθεί, ήταν ότι η κίνηση του κυβερνήτη της Φλόριντα, αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της θέσης του υποψήφιου αντιπροέδρου στις εκλογές του 2024 και της θέσης του υποψήφιου προέδρου από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων στις εκλογές του 2028.
Όμως σε αυτό το θέμα, ο Ντόναλντ Τραμπ κρατά ερμητικά κλειστά τα χαρτιά του, παρ’ όλο η υποψηφιότητα για την αντιπροεδρία του Τιμ Σκοτ, ο οποίος είναι γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας και μοναδικός Αφροαμερικανός στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων στο σώμα της Γερουσίας, έχει καλλιεργηθεί ιδιαίτερα μετά από την απόσυρση του, από τη διεκδίκηση του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων για την Προεδρία, τον περασμένο Νοέμβριο.
Επομένως, μετά την απόσυρση του Ρον ΝτεΣάντις, η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ, απέκτησε μια νέα δυναμική.
Όπως είχαμε παρουσιάσει στην ανάλυση «Οικονομία ή Δημοκρατία; Το ερώτημα στις ΗΠΑ», οι πολίτες στις ΗΠΑ προτάσσουν στις επιλογές τους την ύπαρξη μιας ισχυρής Οικονομίας από τη διατήρηση μιας ισχυρής Δημοκρατίας. Κι όπως φαίνεται στο πεδίο αυτό κερδίζει με διαφορά, η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ.
Την περασμένη εβδομάδα ο CEO της JPMorgan Τζέιμι Ντίμον, ανέφερε ότι μπορεί να μην του αρέσει ο τρόπος με τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ αναφέρεται σε ορισμένα θέματα, αλλά ότι στα βασικά και κρίσιμα θέματα των ΗΠΑ, έχει δίκιο. Ταυτόχρονα εξηγούσε ότι η αρνητική προσέγγιση των Δημοκρατικών προς το σύνθημα «MAGA» (Make America Great Again), θα βλάψει στο τέλος την ίδια την καμπάνια του Τζο Μπάιντεν.
Παράλληλα, όλα τα μεγάλα ονόματα της Wall Street τάσσονται στο πλευρό του Ντόναλντ Τραμπ, στη μάχη για τον Λευκό Οίκο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Dealbook των New York Times, οι συμμετέχοντες στο World Economic Forum στο Davos, αποφεύγοντας να προβούν σε προβλέψεις για το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2024, αναφέρονταν στην ύπαρξη σημαντικού γεωπολιτικού ρίσκου. Περιγράφοντας ουσιαστικά το ενδεχόμενο νίκης του Ντόναλντ Τραμπ.
Τι θα μπορούσε να σημάνει σε παγκόσμιο οικονομικό επίπεδο η εκλογή Τραμπ και γιατί αποτελεί σύμφωνα με τους αναλυτές, ένα «ρίσκο» για το παρόν γεωπολιτικό σκηνικό, τις δεδομένες ισορροπίες και τους παγιωμένους σχεδιασμούς;
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ήταν ο εμπνευστής του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, που μετεξελίχθηκε σε αποκλεισμό της Κίνας από τη δυνατότητα της να προμηθεύεται κρίσιμη ψηφιακή τεχνολογία από τις ΗΠΑ. Με την εκ νέου εκλογή του, αναμένεται να εντείνει την οικονομική αντιπαράθεση με το Πεκίνο.
Βέβαια, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η προεδρία Μπάιντεν, δεν μετάβαλε στο παραμικρό τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα, που είχε υιοθετηθεί επί προεδρίας Τραμπ. Ίσα-ίσα που στον τομέα των απαραίτητων ψηφιακών υποδομών της τεχνητής νοημοσύνης, ο αποκλεισμός της Κίνας έχει κλιμακωθεί ακόμα περισσότερο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι υπέρ της εξόρυξης και χρήσης ορυκτών καυσίμων για οικονομικούς λόγους αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Κάτι που έχει μειώσει σε σημαντικό βαθμό την εξάρτηση των ΗΠΑ από τα εισαγόμενα καύσιμα. Πιθανότατα λοιπόν να υπάρξει ευρύτερη ανατροπή του παγκόσμιου μετασχηματισμού προς την πράσινη μετάβαση.
Για την οποία όλοι συμφωνούν στα λόγια, αλλά στην πράξη ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Κίνα, ούτε η Ινδία δεν ενθουσιάζονται προς αυτήν την κατεύθυνση. Οπότε είναι εξαιρετικά πιθανόν να γεννηθούν προβλήματα στην πορεία για την «πράσινη μετάβαση».
Ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι υπέρ του προστατευτισμού της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγής με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας να έχουν υπάρξει ισχυρές οικονομικές και πολιτικές τριβές με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν ο προστατευτισμός αυτός, συνδυαστεί με τα κίνητρα που προσφέρονται αφειδώς για επενδύσεις ευρωπαϊκών εταιρειών στις ΗΠΑ, τότε τα πράγματα θα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο για οικονομίες που πιέζονται ιδιαίτερα, όπως είναι για παράδειγμα η γερμανική.
Οι σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ με το καθεστώς της Μόσχας είναι ιδιαίτερες, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανησυχία για το μέτωπο της Δύσης απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία, ειδικότερα μετά και από τις ενστάσεις των Ρεπουμπλικάνων, σχετικά με τη συνέχιση αποστολής βοήθειας στην Ουκρανία.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Wall Street πιθανότατα θα ευεργετηθεί από το ενδεχόμενο νίκης Τραμπ, αντίθετα με τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Βέβαια, το αυξημένο ρίσκο από την αναδιάταξη των παγκόσμιων γεωπολιτικών ισορροπιών, θα φέρει υψηλή μεταβλητότητα και αρκετή ανησυχία στις αγορές.