Στο αστρονομικό επίπεδο των 9,4 τρισ. δολαρίων διαμορφώνεται η κεφαλαιοποίηση των πέντε μεγαλύτερων τεχνολογικών εταιρειών της Wall Street, ενώ αν προσθέσουμε και την Tesla, τότε η αξία των έξι αυτών μεγαθηρίων ξεπερνά τα 10 τρισ. δολάρια. Συνολικά, η αξία της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς ξεπερνά τα 55 τρισ. δολάρια, επίπεδο περίπου 2,5 φορές υψηλότερο από το ΑΕΠ των ΗΠΑ.
Που μπορούν να φτάσουν οι μετοχές και πόσο εύλογες είναι οι γενικότερες ανησυχίες για τις υψηλές αποτιμήσεις που για τις αμερικανικές μετοχές είναι οι υψηλότερες όλων των εποχών με εξαίρεση την περίοδο της φούσκας dot-com (Μάρτιος 1998 – Δεκέμβριος 2000);
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ενώ οι παγκόσμιες αγορές έφτασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στις αρχές Σεπτεμβρίου, η διαδοχική πτώση της Wall Street στις τελευταίες πέντε συνεδριάσεις έχει έρθει να προστεθεί στις πάγιες ανησυχίες των επενδυτών για την πορεία της πανδημίας, την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και τις ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά που κάνουν την Fed να εξετάζει την απόσυρση των μέτρων στήριξης.
Την ίδια ώρα, οι υψηλές αποτιμήσεις των αμερικανικών – και όχι μόνο - μετοχών είναι ένα σημαντικό θέμα που συχνά πυκνά κυριαρχεί στα επενδυτικά φόρα. Apple ($2,46 τρισ.), Microsoft ($2,22 τρισ.), Google ($1,89 τρισ.), Amazon ($1,76 τρισ.) και Facebook ($1,07 τρισ.) αξίζουν μαζί όση είναι αθροιστικά η οικονομική παραγωγή της Ιαπωνίας (5,4 τρισ. δολάρια) και της Γερμανίας (4,3 τρισ. δολάρια).
Ο ζάμπλουτος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ πιστεύει ότι η κεφαλαιοποίηση μιας αγοράς ως ποσοστό του ΑΕΠ αποτελεί τον καλύτερο δείκτη για να καταλάβει ένας επενδυτής αν η αγορά είναι υπερτιμημένη. Σήμερα, ο «δείκτης Μπάφετ» για την αμερικανική αγορά είναι στο 243%, ενώ ο δείκτης για τις παγκόσμιες μετοχές διαμορφώνεται χαμηλότερα στο 142%.
Ο δείκτης Μπάφετ για την αμερικανική αγορά βρίσκεται τόσο υψηλότερα από τον ιστορικό μέσο όρο του, όσο βρισκόταν και την περίοδο της φούσκας dot-com. Όμως τότε τα επιτόκια δεν ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αυτό συνεπάγεται ότι τότε οι επενδυτές φούσκωναν τις αποτιμήσεις των μετοχών περισσότερο από απληστία, αφού είχαν και άλλες επιλογές, ενώ σήμερα δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές, από τη στιγμή που π.χ. οι αποδόσεις των περισσότερων ομολόγων είναι αρνητικές ή χαμηλότερες από τον πληθωρισμό.
Δεδομένου τούτου, οι αποτιμήσεις θα μπορούσαν να αυξάνονται θεωρητικά χωρίς να υπάρχει άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης, τουλάχιστον για όσο διαρκέσει το περιβάλλον ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Από κει και πέρα, η φούσκα μπορεί να σκάσει και να συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα της και όλο αυτό το σκηνικό είναι που πονοκεφαλιάζει τις κεντρικές τράπεζες όταν σκέφτονται το tapering.
Να πούμε εδώ ότι η Wall Street αποτιμάται αυτή τη στιγμή 21 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη του 2022, όταν ο ίδιος δείκτης πέφτει στο 16 για τις ευρωπαϊκές μετοχές. Σε αυτή την περίπτωση οι επενδυτές έχουν δύο επιλογές. Είτε να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η αμερικανική αγορά είναι πολύ πιο ακριβή από την ευρωπαϊκή που συνεπάγεται πως οποιαδήποτε επενδυτική κίνηση εκεί, εμπεριέχει μεγαλύτερο ρίσκο, είτε να πουν ότι απλώς τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια είναι λιγότερο ελκυστικά.
Ένας σημαντικός παράγοντας ανησυχίας για τους επενδυτές είναι η «επιμονή» της πανδημίας και ένας ακόμη, ο «καυτός» πληθωρισμός κι έτσι συντηρείται ο φόβος μιας μεγάλης διόρθωσης, ωστόσο πολλά θα κριθούν από τις εξελίξεις των επόμενων εβδομάδων και μηνών κυρίως στα μέτωπα της πανδημίας και του πληθωρισμού. Στο ταμπλό, οι δείκτες S&P 500 και Dow Jones εμφάνισαν αρνητικό πρόσημο και στις πέντε τελευταίες συνεδριάσεις, με τον S&P 500 να καταγράφει απώλειες 1,8% από τα ιστορικά υψηλά της 2/9 και τον Dow Jones να υποχωρεί κατά 2,35%. Την ίδια ώρα, ο Nasdaq τρέχει πτωτικό σερί τριών συνεδριάσεων με πτώση 1,7%.