Οι οιωνοί για το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι καλοί, παρ’ όλα αυτά οι Ευρωπαίοι δεν δείχνουν να έχουν καμία πρόθεση να υιοθετήσουν τις προτάσεις της έκθεσης Ντράγκι, πόσω μάλλον να συμφωνήσουν στην έκδοση κοινού χρέους για να βρεθούν τα 800 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι χρειάζονται ετησίως για να επιβιώσει η ΕΕ. Η οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση δεν ήρθε ποτέ στις μεγαλύτερες οικονομίες, όπως η γερμανική, η γαλλική και η ιταλική, με τη Γερμανία, μάλιστα, να είναι η μοναδική που βλέπει το ΑΕΠ της να υπολείπεται του προ πανδημίας επιπέδου. Η ακρίβεια και γενικότερα τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι έχουν άμεσο αντίκτυπο και στην πολιτική.
Στη Γερμανία, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Όλαφ Σολτς κατέρρευσε, ακριβώς γιατί δεν υπήρξε συμφωνία για τα οικονομικά μέτρα του κρατικού προϋπολογισμού του 2025, με αποτέλεσμα η Γερμανία να οδηγείται σε πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου. Για τους ίδιους λόγους η Γαλλία αδυνατεί να βρει μία κυβέρνηση που θα έχει τη λαϊκή εντολή και ο Φρανσουά Μπαϊρού θα πρέπει να αντέξει έως τις εκλογές του Ιουλίου, όντας ο πρωθυπουργός με το χαμηλότερο ποσοστό δημοτικότητας που έχει καταγραφεί ποτέ, καθώς το 66% των Γάλλων δηλώνει δυσαρεστημένο.
Τα όσα ενδέχεται να συμβούν στη Γηραιά Ήπειρο στα επόμενα χρόνια ίσως προβάλλονται μέσω των όσων λαμβάνουν χώρα τελευταία σε Γερμανία και Γαλλία, με την άνοδο των ακραίων φωνών και την αδυναμία εφαρμογής των κατάλληλων πολιτικών για την ανάκαμψη της οικονομίας. Το οικονομικό «μπαζούκα» που χρειάζεται η Γερμανία, που χρειάζεται στην πραγματικότητα ολόκληρη η Ευρώπη για να επιβιώσει, πόσω μάλλον για να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Κίνα, δύσκολα θα έρθει. Το μεγάλο επενδυτικό σοκ, που μόνο αυτό μπορεί να σώσει την Ευρώπη, μετατίθεται για το μέλλον. Ίσως, όμως, όταν τελικά εφαρμοστεί να είναι πολύ αργά για μία Ευρωζώνη που αντί να βιώνει κοινωνική και οικονομική άνθηση, αργοπεθαίνει.
Στη Γερμανία, ο κυβερνητικός συνασπισμός μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων, αποτελεί παρελθόν και μπορεί οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) να προηγούνται στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο, μεταξύ των υφιστάμενων υποψηφίων για τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, πιο δημοφιλής πολιτικός θεωρείται η Άλις Βάιντελ, υποψήφια καγκελάριος του ακροδεξιού AfD. Την ίδια ώρα, τα προεκλογικά προγράμματα των βασικών κομμάτων που θα αναμετρηθούν τον Φεβρουάριο, δεν προβλέπουν κάποια σημαντική αλλαγή σε θέματα οικονομικής πολιτικής.
Η χώρα χρειάζεται ένα νέο… σχέδιο Μάρσαλ και με το φρένο χρέους σε ισχύ είναι πολύ δύσκολο να γίνει πραγματικότητα. Οι βασικές οικονομικές προτάσεις του CDU κάνουν λόγο για μείωση του φόρου επιχειρήσεων από τον μέσο όρο του 30% στο 25%, μείωση των φόρων στο ρεύμα και περιορισμό της γραφειοκρατίας. Οι μειώσεις φόρων θα χρηματοδοτηθούν από τις περικοπές στα επιδόματα ανεργίας και όχι μέσω αύξησης του δανεισμού και κατ’ επέκταση των ελλειμμάτων. Στην ουσία, το CDU λέει ότι θα διατηρήσει το φρένο χρέους, με μότο «τα χρέη του σήμερα είναι οι αυξήσεις φόρων του αύριο».
Όμως, σύμφωνα με την Capital Economics, η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας θα αναγκαστεί εντέλει να χαλαρώσει, έστω λίγο, το φρένο χρέους. Ο δημοσιονομικός κανόνας που επινόησε ο Σόιμπλε στον απόηχο της παγκόσμιας κρίσης του 2008, είναι τόσο περιοριστικός που οι ειδικοί πιστεύουν ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο πολιτικά, να παραμείνει ως έχει. Στο μεταξύ, είναι διάχυτη η επιθυμία των ψηφοφόρων για μεταρρυθμίσεις και για αλλαγές που θα επαναφέρουν τη Γερμανία σε τροχιά ανάπτυξης και πολιτικής ισχύος.
Με το φρένο χρέους σε ισχύ είναι αδύνατο να γίνουν επενδύσεις, ενώ ακόμα και οι προτάσεις του SPD, που γνωρίζει ότι θα χάσει, δεν είναι αρκετά φιλόδοξες καθώς προβλέπουν τη δημιουργία γερμανικού επενδυτικού ταμείου ύψους 100 δισ. ευρώ. Ένα ταμείο, δηλαδή, που αντιστοιχεί μόλις στο 2,4% του γερμανικού ΑΕΠ, σε μία συγκυρία που σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικών της Κολονίας IW, η Γερμανία χρειάζεται επενδύσεις ύψους 600 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα 10 χρόνια. Το IW έχει ήδη προειδοποιήσει ότι στην περίπτωση που ο Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόσει τους δασμούς που έχει υποσχεθεί, η πάλαι ποτέ αξιοζήλευτη βιομηχανική παντοδυναμία της Γερμανίας θα εξελιχθεί σε Αχίλλειο πτέρνα και η ύφεση στη Γερμανία θα παραταθεί έως το 2028.
Η… οικονομική εξίσωση για τη Γαλλία είναι ενδεχομένως ακόμα πιο δύσκολη, καθώς περιλαμβάνει και τον παράγοντα χρέος. Η γαλλική κυβέρνηση καλείται να θέσει υπό έλεγχο τα ελλείμματα άμεσα, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένα δημοσιονομικό περιθώριο για μέτρα που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη. Και όπως συμβαίνει ιστορικά σε τέτοιες περιπτώσεις, τα άκρα ευνοούνται, με την Μαρίν Λεπέν να περιμένει καρτερικά, τόσο τις εκλογές του Ιουλίου, όσο και τις προεδρικές εκλογές του 2027 για τις οποίες θεωρείται το μεγάλο φαβορί. Μάλιστα, δημοσκοπήσεις στη Γαλλία θέλουν την πλειοψηφία των πολιτών να τάσσεται υπέρ της διεξαγωγής πρόωρων προεδρικών εκλογών μέσα στο 2025.