Tο σήμα Πάουελ για μειώσεις επιτοκίων
AP Photo
AP Photo

Tο σήμα Πάουελ για μειώσεις επιτοκίων

Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο που τα επιτόκια στις ΗΠΑ παρέμειναν σταθερά στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, με τη Fed να εμποδίζει εσκεμμένα την ανάπτυξη, ο Τζερόμ Πάουελ έστειλε μήνυμα αλλαγής πολιτικής, προκαλώντας ενθουσιασμό στη Wall Street. Ο S&P 500 ενισχύθηκε 1,58% και ο Nasdaq «ξέσπασε» με άνοδο 2,64%, ενώ ο δείκτης μεταβλητότητας VIX έφτασε να υποχωρεί έως και άνω του 10%, σε μία ένδειξη ανακούφισης. 

Βλέπετε, ο S&P 500 είχε φτάσει να υποχωρεί την περασμένη εβδομάδα έως και 5% από το ιστορικό του υψηλό, πυροδοτώντας συζητήσεις για το ενδεχόμενο σοβαρής διόρθωσης. Στη χθεσινή άνοδο συνέβαλαν και ορισμένα ενθαρρυντικά εταιρικά αποτελέσματα, όμως κυρίως οι αγορές κρέμονταν από τα χείλη του Πάουελ.

Παρά το γεγονός ότι οι επενδυτές έχουν πλέον «χωνέψει» ότι τα επιτόκια δεν θα μειωθούν πολύ φέτος και αναγνωρίζουν ότι δεν… χάλασε και ο κόσμος από αυτή την εξέλιξη, ανέμεναν με αγωνία ένα σινιάλο από τον Πάουελ ότι η πρώτη μείωση θα γίνει στις 17-18 Σεπτεμβρίου. Διότι η έναρξη ενός νέου κύκλου χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, μόνο ευεργετικά μπορεί να λειτουργήσει για τα χρηματιστήρια. 

Ο πρόεδρος της Fed έκανε… το χατίρι στις αγορές, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι το ενδεχόμενο μείωσης σε λιγότερο από δύο μήνες (αν φυσικά το επιτρέψουν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την αγορά εργασίας που θα ανακοινωθούν κατά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου) και πλέον το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τους επενδυτές σχετίζεται με το πόσο γρήγορα θα χαλαρώσει η νομισματική πολιτική και πόσο χαμηλά θα φτάσουν τα επιτόκια. 

Τι μέλλει γενέσθαι, λοιπόν; Αρχικά να πούμε ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, το «ουδέτερο» επιτόκιο ή επιτόκιο ισορροπίας ή r*, το επίπεδο δηλαδή που βρίσκονται τα επιτόκια όταν η οικονομία λειτουργεί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και σταθερού πληθωρισμού, τοποθετείται για τις ΗΠΑ γύρω στο 3%. Επειδή το επιτόκιο αυτό αντανακλά το κόστος δανεισμού μίας ημέρας μεταξύ των τραπεζών, αποτελεί το σημείο-κλειδί για τη νομισματική πολιτική. 

Ανεξάρτητα από το αν η Fed μειώσει τελικά τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο, θα έχουν συμπληρωθεί δύο ολόκληρα χρόνια με το «Federal Funds Rate» να είναι υψηλότερο του 3%, περιορίζοντας έτσι την αναπτυξιακή δυναμική. Σήμερα διαμορφώνεται σε εύρος 5,25% - 5,50% και πιθανότατα τον Σεπτέμβριο θα υποχωρήσει στο 5%-5,25%. Το βασικό σενάριο θέλει τη Fed να προχωρά σε μία ακόμη μείωση φέτος και να ρίχνει τα επιτόκια στο 3,75%-4% έως το τέλος του 2025. Δεν υπάρχει, ωστόσο, ένα ξεκάθαρο μονοπάτι και όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία της οικονομίας.

Αρχής γενομένης από τον Μάρτιο του 2022, η Fed προχώρησε σε 11 αυξήσεις, οδηγώντας το εύρος του βασικού επιτοκίου από το 0,25%-0,50% στο 5,25%-5,50%. Με αυτή τη στρατηγική η Fed προσπάθησε να επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα, με απώτερο σκοπό να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%, από το 9,1% που έφτασε τον Ιούνιο του 2022 και αποτελεί υψηλό 40 ετών. 

Ενώ η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτική στα υψηλά επιτόκια, τελευταία έχει αρχίσει να εμφανίζει τις πρώτες… ρωγμές. Ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας έχει αρχίσει να φθίνει και η ανεργία έχει πάρει την ανιούσα (αν και από ιστορικά χαμηλά επίπεδα) καθώς ορισμένοι κλάδοι απολύουν περισσότερους εργαζόμενους από αυτούς που προσλαμβάνουν. Παράλληλα και οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να δείχνουν μειωμένη διάθεση για έξοδα τελευταία. 

Ο κίνδυνος ύφεσης δεν είναι άμεσα ορατός αλλά δεν είναι και μακρινός. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν ότι η Fed έχει καθυστερήσει. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να ξεχνάμε ότι κάθε αύξηση ή μείωση των επιτοκίων χρειάζεται χρόνο για να γίνει αισθητή στην πραγματική οικονομία. Είναι η λεγόμενη ταχύτητα μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, η οποία συνήθως είναι αργή. Αφού, λοιπόν, η Fed έχει σχεδόν αποφασίσει να προχωρήσει στην πολυσυζητημένη μείωση τον Σεπτέμβριο, γιατί δεν προχωρά από τώρα στη μείωση; Αυτό αναρωτήθηκε ο πρώην αντιπρόεδρος της Fed, Άλαν Μπλάιντερ, υποστηρίζοντας ότι η παραμικρή καθυστέρηση μπορεί να επιφέρει ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα στην οικονομία.