Η ΕΚΤ ακολουθεί εδώ και καιρό μια χαλαρή νομισματική πολιτική με κύριο χαρακτηριστικό την παραμονή σε μηδενικά επιτόκια αναφοράς, ώστε να παρέχεται ρευστότητα στις αγορές. Με απαρχή το 2009 και την ανάγκη για οικονομική στήριξη στα κράτη μέλη μέσω των τραπεζικών συστημάτων και συνεπακόλουθα τη θωράκιση του τραπεζικού τομέα, τα μέτρα που τότε σχεδιάστηκαν πήραν μια πιο μόνιμη μορφή ως μακροπροληπτική πολιτική. Το, επί δεκαετίας 2000-2010, «σκληρό» ευρώ σχετίστηκε με επιτόκιο 1% για τα έτη 2009-2012, ενώ κρατήθηκε στο 0% για πάνω από 5 έτη, έως και σήμερα.
Παρόλο που ο δανεισμός της Κεντρικής Τράπεζας παραμένει φθηνός, ο μηχανισμός που διοχετεύεται το χρήμα δεν φαίνεται να διευκολύνει τους προδιαγεγραμμενους στόχους, και με εξαίρεση τον πληθωριστικό έλεγχο σε επίπεδα κάτω του 2% για πολλά συναπτά έτη, η διανομή του χρήματος απέτυχε. Τούτο συνεπικουρείται και από την πλήρη αποσύνδεση των επιτοκίων των εμπορικών τραπεζών από το επιτόκιο αναφοράς τους, με τα πρώτα να παραμένουν σε θετικό έδαφος παρά τον επιτοκιακό -αρνητικό- στόχο της ΕΚΤ.
Έτσι, η μακρά παραμονή των επιτοκίων σε μηδενικό ή/και αρνητικό έδαφος επιτείνει τον κίνδυνο να εμφανιστεί το φαινόμενο του «αντίστροφου επιτοκίου», όπου τα υφιστάμενα μέτρα της νομισματικής πολιτικής όχι μόνο αποτυγχάνουν να επιτύχουν τον σκοπό τους, αλλά δημιουργούν τις προϋποθέσεις να συμβεί το αντίθετο του αναμενομένου. Επί παραδείγματι, εστιάζοντας στην επί μακρόν χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ελλοχεύει πλέον ο κίνδυνος να ανέλθουν τα επιτόκια κατάθεσης, ήτοι να «ακριβύνει» ο δανεισμός, απόρροια -πλην άλλων- της απεξάρτησης των προσδοκιών των δανειζομένων για επερχόμενη μεταστροφή της κατάστασης, συνυπολογίζοντας μάλιστα πως οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ακολουθούν συνήθως το επιτόκιο αναφοράς και όχι αυτό των εμπορικών τραπεζών
Οι επιπτώσεις στις τράπεζες
Τα παραπάνω φαίνεται να έχουν άμεση σχέση με την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα κατά περίπτωση και επί συνόλω. Μάλιστα, αποδεικνύεται πως όσο «υγιέστερη» η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών τόσο μειώνεται ο κίνδυνος εμφάνισης του προαναφερθέντος παράδοξου. Με άλλα λόγια, σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλών επιτοκίων, ο αντίκτυπος του επιτοκίου της ΕΚΤ στο λιανικό εμπόριο και στα επιτόκια της αγοράς μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους ισολογισμούς των τραπεζών μέσω της πτώσης του επιτοκίου των καταθέσεων και των ζημιών σε κρατικά ομόλογα, τα οποία ενδέχεται δυνητικά να εξασθενήσουν το κανάλι δανεισμού αποτελεσματικότητας της μετάδοσης νομισματικής πολιτικής.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και με δεδομένη την αρνητική σχέση των επιτοκίων με την τιμή (άρα και την απόδοση των ήδη εκδοθέντων ομολόγων) λόγω του ότι κάθε αύξηση επιτοκίου καθιστά τις νέες εκδόσεις πιο ελκυστικές από τις παλιές και οδηγεί σε ρευστοποιήσεις τις παλιές, είναι λογικό τα επενδυτικά κεφάλαια να απεμπλέκονται μερικώς από την αγορά ομολόγων και να ψάχνουν αποδόσεις σε μετοχές ή και μικτά Α/Κ.
Όσο λοιπόν η ΕΚΤ αρνείται να επανεξετάσει την μακροπρόθεσμη πολιτική της εστιάζοντας στην υγεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, τόσο οι αγορές θα βρίσκουν τρόπους να αντλούν χρήμα μέσω της κεφαλαιαγοράς. Και μάλιστα, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με την πανδημία και την κατακόρυφη πτώση της διστακτικότητας, ενδέχεται να υπάρξουν απροσδόκητες υπεραποδόσεις, ιδιαίτερα σε κλάδους όπως η ενέργεια, η τεχνολογία, οι κατασκευές και η ναυτιλία, όντας παραδοσιακά εξαρτημένη από μεγάλα χρηματικά κεφάλαια για το ενεργητικό τους.
*Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.