Επιτέλους, λίγα καλά νέα για τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης. Ύστερα από 18 μήνες, για πρώτη φορά ο πληθωρισμός παρουσίασε μείωση από την μέτρηση του προηγούμενου μήνα και μάλιστα ήταν και αρκετά χαμηλότερος από τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων και των αναλυτών. Η χθεσινή ανακοίνωση της Eurostat, σύμφωνα με την οποία ο πληθωρισμός τον Νοέμβριο που μόλις πέρασε έφθασε στο 10% ανακούφισε λίγο τις αγορές. Η πτώση από το 10,6% του Οκτωβρίου ήταν αρκετά σημαντική και μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, αφού η μέση εκτίμηση των οικονομολόγων ήταν για πληθωρισμό της τάξης του 10,4%.
Η μικρή αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων αποδίδεται κυρίως στην μείωση του ρυθμού αύξησης των τιμών των καυσίμων και της ενέργειας, η οποία αντιστάθμισε την μεγαλύτερη του αναμενομένου αύξηση στις τιμές των τροφίμων. Για κάποιους αναλυτές, η καλύτερη επίδοση του ονομαστικού πληθωρισμού θα δώσει την αφορμή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αφήσει λίγο το πόδι από το γκάζι και να μην ανεβάσει τα επιτόκια αναφοράς κατά 0,75% στις 15 Δεκεμβρίου, αλλά κατά 0,50%.
Η άποψη αυτή δεν είναι όμως αποδεκτή απ’ όλους. Αφενός διότι δεν ταιριάζει με τα μηνύματα που έρχονται από τους περισσότερους αξιωματούχους της ΕΚΤ και την ίδια την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία τονίζει συνεχώς την ανάγκη για συνέχιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής που ξεκίνησε το καλοκαίρι και αφετέρου διότι τα μηνύματα από τις χθεσινές ανακοινώσεις για τον πληθωρισμό δεν ήταν όλα θετικά.
Αναλυτές του Reuters επισημαίνουν πως ο δομικός πληθωρισμός (δηλαδή ο πληθωρισμός αν δεν λάβουμε υπόψη μας τις μεταβολές στις τιμές των καυσίμων, της ενέργειας, των τροφίμων, των καπνικών προϊόντων και των οινοπνευματωδών ποτών) παρέμεινε σταθερός στο επίπεδο ρεκόρ του 5%. Αν κοιτάξουμε την αντίδραση των αγορών, φαίνεται να κλίνουν περισσότερο προς το αισιόδοξο σενάριο, αφού οι αγορές παραγώγων δείχνουν μία στροφή των εκτιμήσεων των επενδυτών για την αύξηση των επιτοκίων σε δύο εβδομάδες από σήμερα από το 0,75% προς το 0,50%.
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως όλοι κοιμούνται ήσυχοι, όπως φάνηκε από την αναιμική αντίδραση των ευρωπαϊκών μετοχικών αγορών, με τον δείκτη DAX 40 της Γερμανίας να ανεβαίνει κατά 0,29%, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν δείχνει ενθουσιασμό. Το πιθανότερο είναι πως οι αγορές ξέρουν πως η χθεσινή θετική εξέλιξη δεν αρκεί για να αλλάξει ουσιωδώς την κατάσταση και να σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων. Ο πληθωρισμός παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και το ίδιο συμβαίνει με τον δομικό πληθωρισμό, του οποίου η πορεία παρακολουθείται πολύ στενά από τα περισσότερα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία είναι το γεγονός πως πολλά μέλη αυτού του συμβουλίου τηρούν αυτή την στιγμή πολύ σκληρή στάση, πράγμα που μπορεί να κάνει την ΕΚΤ να εφαρμόσει μία πολύ αυστηρή πολιτική και να ανεβάσει τα επιτόκια περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται, πλήττοντας την οικονομία της Ευρωζώνης η οποία ήδη φλερτάρει με την ύφεση.
Τα πράγματα δεν είναι λιγότερο μπερδεμένα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Μπορεί η πλειονότητα των επενδυτών να πιστεύει πλέον πως τα επιτόκια θα αυξηθούν κατά 0,50% ακόμα στις 14 Δεκεμβρίου και πως θα πλησιάσουν στο 5% (από 3,75% που είναι τώρα) κάποια στιγμή την άνοιξη του 2023 αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά ερωτηματικά που δεν αφήνουν τους επενδυτές να χαλαρώσουν. Ένα από αυτά είναι το πότε θα ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία, πότε δηλαδή θα αρχίσει η μείωση των επιτοκίων αναφοράς.
Το προϊόν του χρηματιστήριου του Σικάγου το οποίο καταγράφει τις εκτιμήσεις των επενδυτών για την πορεία των επιτοκίων αναφοράς μας δείχνει πως η πλειοψηφία των επενδυτών περιμένει πως τα επιτόκια θα αρχίσουν να κατεβαίνουν μετά το καλοκαίρι του 2023, αναμένοντας τουλάχιστον μία, ίσως και δύο μειώσεις της τάξης του 0,25%. Κάτι αντίστοιχο περιμένει και η ομάδα των αναλυτών της Bank of America, η οποίοι πιστεύουν πως η Fed θα αναγκαστεί να χαμηλώσει τα επιτόκια προς το τέλος του χρόνου λόγω της οικονομικής ύφεσης που θα εμφανιστεί στα μέσα του 2023.
Αυτό βέβαια δεν είναι κατ’ ανάγκην καλό γιατί μία οικονομική ύφεση είναι πολύ πιθανόν να συνοδευτεί από σημαντική μείωση των κερδών των επιχειρήσεων και να πιέσει προς τα κάτω τις τιμές των μετοχών. Η αγορά σίγουρα θα προτιμούσε να δει τα επιτόκια να μειώνονται λόγω της τιθάσευσης του πληθωρισμού. Σε αυτό το σενάριο αναφέρθηκε την προηγούμενη Δευτέρα ο Τζων Γουίλλιαμς, πρόεδρος του παραρτήματος της Fed στην Νέα Υόρκη. Ο Γουίλλιαμς εκτίμησε πως ο πληθωρισμός θα αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά από εδώ και πέρα και θα πλησιάσει προς το 3% στα τέλη του 2023.
Αν επιτευχθεί αυτό, ο αξιωματούχος πρόβλεψε πως οι μειώσεις των επιτοκίων θα μπορέσουν να ξεκινήσουν κάποια στιγμή το 2024. Αυτό είναι κάτι που ίσως δεν θα ενθουσιάσει και πολύ τις αγορές, οι οποίες (όπως είπαμε παραπάνω) πιστεύουν πως οι μειώσεις επιτοκίων θα αρχίσουν μέσα στο 2023. Υπάρχει βέβαια και μία άλλη άποψη, μειοψηφική προς το παρόν. Εκφραστής της είναι ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ. Ο Μπλανσάρ πιστεύει πως οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να αλλάξουν τον μακροπρόθεσμο στόχο τους για το ύψος του πληθωρισμού, ανεβάζοντάς τον από το 2% στο 3%.
Ο Μπλανσάρ θεωρεί πως αυτό πρέπει να γίνει γιατί οι οικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει πλέον και ο στόχος του 2% κάνει πλέον κακό. Την πλήρη αντίθεσή του σε αυτή την πρόταση εξέφρασε ο Μπιλ Ντάντλεϊ, παλιός ανώτατος αξιωματούχος της Fed, ο οποίος εκτιμά πως μία τέτοια κίνηση θα κάνει πολύ κακό στην αξιοπιστία της Fed και των υπόλοιπων κεντρικών τραπεζών. Η πρόταση Μπλανσάρ ίσως να άρεσε στις αγορές, γιατί πιθανότατα θα σήμαινε πως οι κεντρικές τράπεζες θα γίνουν πιο ελαστικές στην μάχη κατά του πληθωρισμού.
Ο μόνος που ίσως θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και να μειώσει λίγο τις απορίες και τις ανησυχίες των αγορών και των επενδυτών είναι λογικά ο πρόεδρος της Fed, ο Τζέι Πάουελ. Αν ήθελε να το κάνει, η χθεσινή ομιλία του στο Ινστιτούτο Brookings θα ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία, αφού για τις επόμενες δεκαπέντε μέρες, μέχρι την συνεδρίαση του συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας στα μέσα Δεκεμβρίου, τα στελέχη της Τράπεζας θα απέχουν από δημόσιες δηλώσεις. Κοιτάζοντας το κείμενο των δηλώσεών του, είναι δύσκολο να βρούμε κάτι που δεν γνώριζαν ήδη οι επενδυτές και οι αγορές.
Στην ουσία επιβεβαίωσε αυτό που ήδη είχαμε υποθέσει, δηλαδή πως η επόμενη αύξηση επιτοκίων θα είναι κατά 0,50% και όχι 0,75%. Επίσης, δεν άλλαξε κάτι όσον αφορά το ύψος στο οποίο θα σταματήσουν οι αυξήσεις, ένα ζήτημα στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως. Σοφότεροι δεν γίναμε όσον αφορά στο πότε θα αρχίσει η μείωση των επιτοκίων αφού ο διοικητής Πάουελ είπε ξεκάθαρα πως είναι κάτι που δεν απασχολεί την Fed αυτή την στιγμή.
Ακόμα και οι αναφορές του στον πληθωρισμό, παρότι αρκετά λεπτομερείς, δεν πρόσφεραν κάτι καινούριο στους επενδυτές. Στην ουσία είπε πως ενώ οι αυξήσεις τιμών στα αγαθά έχουν αρχίσει να υποχωρούν, όπως γίνεται και σε κάποιους τομείς της αγοράς κατοικίας, δεν συμβαίνει το ίδιο στο κόστος παροχής υπηρεσιών. Για την αγορά εργασίας είπε πως εξακολουθεί να είναι αρκετά δυνατή και οι αυξήσεις των μισθών εξακολουθούν να είναι ασύμβατες με τον στόχο για πληθωρισμό 2% (εννοεί προφανώς πως είναι πολύ μεγάλες).
Το μόνο σημείο στο οποίο μάλλον μας είπε κάτι παραπάνω είναι το ζήτημα της κατάστασης της οικονομίας. Ο διοικητής είπε πως δεν έχει χάσει τις ελπίδες του για την επίτευξη του στόχου της ομαλής προσγείωσης της οικονομίας αλλά ομολόγησε πως ο δρόμος προς αυτόν τον στόχο έχει γίνει αρκετά πιο στενός, πράγμα που λογικά σημαίνει πως έχουν αυξηθεί οι πιθανότητες να δούμε κάποια στιγμή το 2023 την οικονομία να περνάει σε φάση ύφεσης.
Παρά το γεγονός πως στην ουσία ο διοικητής Πάουελ δεν μας είπε κάτι πραγματικά καινούριο, είναι φανερό πως οι επενδυτές ικανοποιήθηκαν από αυτά που άκουσαν. Ή, για να είμαστε λίγο πιο σωστοί, ικανοποιήθηκαν επειδή δεν άκουσαν τίποτα διαφορετικό από αυτό που περίμεναν και στην ουσία προτιμούσαν να ακούσουν.
Η έντονη ανοδική κίνηση των αμερικανικών αγορών, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά την ομιλία του Τζέι Πάουελ, δείχνει πως οι επενδυτές ένιωσαν πως ένα σύννεφο έφυγε πάνω από τις αγορές και ο ουρανός θα είναι καθαρός, τουλάχιστον μέχρι να μάθουμε τα νέα για τον πληθωρισμό του Νοεμβρίου. Αυτό θα γίνει στις 13 Δεκεμβρίου, μία μέρα πριν την ανακοίνωση της Fed για την επόμενη αύξηση των επιτοκίων αναφοράς. Μέχρι τότε, υποθέτουμε πως μπορούμε να κοιμόμαστε σχετικά ήσυχοι. Για την συνέχεια όμως ας μην είμαστε σίγουροι για τίποτα.