Δύο αντίρροπες δυνάμεις πιέζουν την Κριστίν Λαγκάρντ, λίγο πριν τις κρίσιμες αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα επιτόκια. Η μία είναι οι αγορές που διακαώς επιθυμούν την έναρξη του κύκλου των μειώσεων και από την άλλη βρίσκονται τα «γεράκια» της ΕΚΤ που δεν δέχονται να συζητήσουν τη μείωση των επιτοκίων πριν τον Ιούνιο.
Αν υπάρχει μία βεβαιότητα αναφορικά με τις αποφάσεις ΕΚΤ για τα επιτόκια, αυτή είναι ότι θα τα διατηρήσει αμετάβλητα (το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων που θεωρείται το βασικό επιτόκιο στο 4%) στην αυριανή συνεδρίαση. Διότι, αυτή τη στιγμή τα «γεράκια» επικρατούν κατά κράτος των «περιστεριών», όπως έχει επισημάνει το liberal.gr. Πολύ πιθανή θα πρέπει να θεωρείται η «απραξία» και στη συνεδρίαση του Μαρτίου.
Μία άλλη βεβαιότητα είναι ότι οι αγορές θα συνεχίσουν να πιέζουν τη Λαγκάρντ να αναλάβει δράση, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η Fed κάνει την έκπληξη και μειώσει τα επιτόκια είτε στις 20 Μαρτίου είτε την 1η Μαΐου.
Τα νέα στοιχεία για την οικονομία που έχει στα χέρια της η Γαλλίδα επικεφαλής της ΕΚΤ, δείχνουν ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει το τελευταίο δίμηνο και όλα θα κριθούν τον Μάρτιο.
Η συνεδρίαση του Μαρτίου είναι προγραμματισμένη για τις 7 του μήνα, όταν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου θα ενημερωθούν για τις νέες μακροοικονομικές προβλέψεις των αναλυτών της ΕΚΤ. Από τις εν λόγω προβλέψεις, θα εξαρτηθεί το πότε θα ανοίξει ο κύκλος των μειώσεων αλλά και η ταχύτητα με την οποία αυτές θα γίνουν.
Σύμφωνα με την Pimco, οι αγορές σήμερα προεξοφλούν ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνεται τον Απρίλιο και από 4% θα φτάσει γύρω στο 2,60% έως το τέλος του 2024 και έως το 2% -που θα είναι και το τελικό επιτόκιο- μέσα στο 2025.
Βέβαια, θα πρέπει εδώ να πούμε, ότι το 2,60% δεν είναι ακριβής πρόβλεψη γιατί η ΕΚΤ προχωρά σε μειώσεις του 0,25% ή του 0,50%, επομένως το επιτόκιο μπορεί να υποχωρήσει είτε στο 2,75% είτε στο 2,50% και όχι στο 2,60%.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 3 έως 6 μειώσεις που συνολικά θα φτάσουν έως τις 150 μονάδες βάσης το 2024 και επιπλέον 2 ή 3 μειώσεις το 2025.
Το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η Λαγκάρντ είναι ότι τα γεράκια της ΕΚΤ, με μπροστάρηδες τον Αυστριακό Ρόμπερτ Χόλτσμαν, τον Γερμανό Γιόαχιμ Νάγκελ και τον Ολλανδό Κλας Νοτ, δεν συμφωνούν στη μείωση των επιτοκίων πριν τις 6 Ιουνίου. Και αυτό υπό προϋποθέσεις, οι οποίες φυσικά έχουν να κάνουν με την πορεία του πληθωρισμού.
Τα στοιχεία όμως που έχει στο συρτάρι της η Λαγκάρντ δείχνουν ότι βραχυπρόθεσμα η ανάπτυξη της Ευρωζώνης θα είναι ασθενέστερη από τις προβλέψεις. Οι αγορές το γνωρίζουν και θα συνεχίσουν να ασκούν πιέσεις.
Είναι λογικό να ζητούν τη μείωση των επιτοκίων γιατί είχαν συνηθίσει μία δεκαετία άπλετης ρευστότητας και μηδενικών επιτοκίων, ωστόσο κινδυνεύουν να απογοητευτούν αν συνεχίσουν να περιμένουν αλλαγή στάσης τον Απρίλιο.
Με το γερμανικό ΑΕΠ να έχει ήδη συρρικνωθεί το 2023, οι οιωνοί δεν είναι καλοί για την οικονομία της Ευρωζώνης, τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο.
Γι’ αυτό το λόγο, ενώ το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μοιάζει να έχει… ξεμείνει από περιστέρια, βάσει της αξιολόγησης της ITCMarkets (17 γεράκια έναντι 9 περιστεριών), η ισορροπία αναμένεται να αλλάξει υπέρ των περιστεριών όσο θα σταθεροποιείται ο πληθωρισμός κάτω από το 3%.
Επιπλέον, το outlook του πληθωρισμού που παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο ήταν βασισμένο στην εξέλιξη των επιτοκίων που υποδείκνυαν τα οικονομικά στοιχεία έως τις 23 Νοεμβρίου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά τα στοιχεία, τα επιτόκια θα μειώνονταν κατά 75 μονάδες βάσης (ή 0,75%) μέσα στο 2024.
Από τότε, οι χρηματοδοτικές συνθήκες έχουν χαλαρώσει σημαντικά και οι ενημερωμένες προβλέψεις της ΕΚΤ θα δημοσιευτούν στη συνεδρίαση του Μαρτίου.
Κατά συνέπεια, με δεδομένη τη σκληρή στάση των γερακιών και την αβεβαιότητα που περιβάλλει το outlook του πληθωρισμού, είναι δύσκολο να δούμε μειώσεις πριν τον Ιούνιο.
Ένας ακόμη λόγος που… στριμώχνει τη Λαγκάρντ ενόψει των επόμενων συνεδριάσεων, είναι τα στοιχεία για τις χορηγήσεις που δείχνουν ότι μειώθηκε περαιτέρω η ζήτηση για στεγαστικά προς το τέλος του 2023.
Τα γεράκια και πάλι αντιδρούν υποστηρίζοντας ότι από τον πρώτο μήνα του 2024 η ζήτηση για δάνεια, τόσο επιχειρηματικά, όσο και λιανικής θα αρχίσει να αυξάνεται.