Μία, έστω φευγαλέα, ματιά στο γράφημα με την πορεία των μεγαλύτερων χρηματιστηριακών δεικτών του κόσμου, όπως π.χ. του S&P 500, του Dow Jones ή του MSCI World, φτάνει για να καταλάβει κανείς ότι από τη «στροφή» του 2009 (μετά το σοκ της κατάρρευσης της Lehman Brothers) έως σήμερα οι μετοχές βρίσκονται σε σχεδόν μόνιμη άνοδο, απολαμβάνοντας το μεγαλύτερο, σε διάρκεια και ένταση, ράλι όλων των εποχών. Με μοναδική εξαίρεση το «κραχ» του 2020 στον απόηχο της πανδημίας, οι αγορές έμαθαν να ζουν για πάνω από μία δεκαετία με διαρκή παροχή τρισεκατομμυρίων ρευστότητας και τα διαλείμματα της ανόδου ήταν μικρά και… ακίνδυνα.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα, όπου οι αποτιμήσεις αρχίζουν να μοιάζουν μάλλον υπερβολικές υπό τη σκιά του αυξανόμενου πληθωρισμού και των επίσης αυξανόμενων επιτοκίων. Ενδεχομένως, ο μεγαλύτερος φόβος στην παρούσα συγκυρία δεν σχετίζεται με κάποιο υπαρκτό κίνδυνο αλλά με την αντίληψη ότι οι επενδυτές αναζητούν κάποια αφορμή για να κατοχυρώσουν κέρδη με αποτέλεσμα οι αγορές να είναι ευάλωτες σε κάθε ανατροπή του «κοκτέιλ» που συντηρούσε την άνοδο.
Μία από τις πιο αναμενόμενες ανατροπές είναι το tapering της Fed, η σταδιακή δηλαδή απόσυρση των μέτρων στήριξης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Στη συνεδρίαση της περασμένης εβδομάδας, τα στελέχη της κορυφαίας κεντρικής τράπεζας του πλανήτη σχεδόν ανακοίνωσαν ότι το περιβόητο tapering ή «μάζεμα» του QE, θα ξεκινήσει κάποια στιγμή μέσα στο 2021, ενώ ο Τζερόμ Πάουελ έδειξε το 2022 ως έτος τερματισμού των αγορών ομολόγων.
Επομένως, οι αγορές γνωρίζουν ότι το χαλί ρευστότητας θα τραβηχτεί σύντομα κάτω από τα πόδια τους και ψάχνουν τρόπους να ισορροπήσουν, σε μία κατάσταση σχεδόν πρωτόγνωρη, αφού η άπλετη ρευστότητα ήταν για πολλά χρόνια το οξυγόνο τους.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η πρώτη επίπτωση που θα έχει το tapering στις μετοχές θα είναι μέσω του περιορισμού του rebalancing στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια. Μέχρι σήμερα, τα… ψώνια της Fed στις αγορές ομολόγων κρατούσαν χαμηλά τις αποδόσεις των αμερικανικών τίτλων και ήταν πολύ φυσιολογικό οι επενδυτές να αγοράζουν assets υψηλότερου ρίσκου όπως οι μετοχές για να απολαμβάνουν κάποια απόδοση στο τέλος. Άρα είναι λογικό το tapering να «κόψει» τις μεγάλες εισροές κεφαλαίων στα χρηματιστήρια, επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις τιμές των μετοχών.
Μία άλλη επίπτωση του tapering θα είναι η υποβάθμιση των προσδοκιών για την ανάπτυξη της οικονομίας, από τη στιγμή που οι αγορές ομολόγων συνδέονται και με τη στήριξη της οικονομίας. Επίσης, οι αναλυτές του οίκου επισημαίνουν ότι η διόγκωση του ισολογισμού της Fed, μέσω του τυπώματος χρήματος, συμπίπτει… περιέργως με το εκρηκτικό ράλι των μετοχών τον τελευταίο περίπου χρόνο. Θα μπορούσε λοιπόν να σκεφτεί κανείς ότι το φρένο του QE θα φέρει και φρένο στα χρηματιστήρια.
Όμως ο βρετανικός οίκος εκτιμά ότι οι αγορές ομολόγων δεν ήταν ο βασικός καταλύτης ανόδου της Wall Street από τον Μάιο του 2020 και μετά. Οι αποτιμήσεις διογκώθηκαν εξαιτίας πολλών άλλων συνισταμένων αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό που οδήγησε σε κέρδη φέτος. Άλλωστε, όπως τονίζει, ο δείκτης P/E του S&P 500 έχει υποχωρήσει από τον Ιανουάριο.
Επίσης, οι προσδοκίες για ισχυρή ανάκαμψη δεν βασίζονται τόσο στις αγορές ομολόγων όσο τα τεράστια πακέτα στήριξης σε ΗΠΑ και Ευρώπη και βέβαια στην άρση των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Capital Economics υποστηρίζει πως αν το ράλι των αγορών σταματήσει αυτό δεν θα οφείλεται σε παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με το tapering, ενώ ανεξάρτητα από το αν θα δούμε διόρθωση ή όχι μέσα στις επόμενες εβδομάδες και μήνες, προβλέπει ότι σε ορίζοντα διετίας οι αγορές θα καταγράψουν σχετικά μικρά κέρδη και όχι τα τρελά κέρδη που είδαμε μετά τα lockdown.