Έκπληξη και μάλιστα ηχηρή θα αποτελέσει ενδεχόμενη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την Fitch σήμερα το βράδυ. Ο τρίτος μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης βαθμολογεί την Ελλάδα για πρώτη φορά φέτος. Διατηρεί το ελληνικό αξιόχρεο σε «ΒΒ» από τον Ιανουάριο του 2020, δύο σκαλοπάτια χαμηλότερα από την πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» και μία διπλή αναβάθμιση είναι απίθανη.
Υπό άλλες συνθήκες, η αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα, σε «ΒΒ+», θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη, αφού η Fitch τοποθετεί επισήμως το ελληνικό αξιόχρεο στον προθάλαμο της αναβάθμισης. Από τον Ιανουάριο του 2022, ο οίκος συνοδεύει με «θετικές προοπτικές» την υφιστάμενη αξιολόγηση της χώρας.
Επίσης, η Fitch βαθμολογεί την ελληνική οικονομία χαμηλότερα από την Standard & Poor’s και την DBRS και δεν αποκλείεται να θελήσει να καλύψει το χαμένο έδαφος, πόσω μάλλον όταν η συγκυρία είναι πιο ευνοϊκή σε σύγκριση με τους προηγούμενους μήνες, καθώς βελτιώνονται οι οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί αισθητά και πλέον δεν αναμένεται ύφεση στη Γηραιά Ήπειρο.
Όμως η Ελλάδα βρίσκεται στην καρδιά μιας προεκλογικής περιόδου και αυτός από μόνος του είναι ένας παράγοντας που αναγκάζει τους οίκους αξιολόγησης να τηρήσουν στάση αναμονής με στόχο να σταθμίσουν εκ νέου τα δεδομένα μετά τις κάλπες.
Επομένως, η λογική λέει ότι δεν θα δούμε αναβάθμιση σήμερα το βράδυ, με τον αμερικανικό οίκο να παραπέμπει τις όποιες αποφάσεις για την επόμενη αξιολόγηση που είναι προγραμματισμένη για τις 9 Ιουνίου. Αν μέχρι τότε δεν έχει προκύψει νέα κυβέρνηση, είναι πιθανό η Fitch να προχωρήσει σε έκτακτη κίνηση αργότερα μέσα στο έτος, ανάλογα πάντα με τις εξελίξεις.
Χθες, η Citi σχολίασε ότι η Fitch θα μπορούσε να αναβαθμίσει την Ελλάδα ακριβώς γιατί έχουν βελτιωθεί οι προοπτικές και κυρίως γιατί έχουν υποχωρήσει σημαντικά οι τιμές του φυσικού αερίου, ωστόσο η αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις εκλογές κατά πάσα πιθανότητα θα μεταφέρει τις όποιες αποφάσεις για μετά τις εκλογές.
ΟΙ αξιολογήσεις που περιμένουν με μεγαλύτερη αγωνία οι αγορές είναι αυτή της DBRS στις 10 Μαρτίου και της S&P στις 21 Απριλίου. Βέβαια, τόσο τον Μάρτιο όσο και τον Απρίλιο, όλα θα γυρίζουν γύρω από τις εκλογές και δύσκολα θα σημειωθεί κάποια κίνηση αναβάθμισης. Στο σενάριο αυτό, η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα ενδέχεται να έρθει από την Scope Ratings στις 4 Αυγούστου, από την DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου ή από την S&P στις 20 Οκτωβρίου.
Όλα θα εξαρτηθούν από το πώς θα ερμηνεύσουν οι οίκοι αξιολόγησης το αποτέλεσμα των εκλογών και κυρίως τις προθέσεις και τις δυνατότητες της νέας κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομίας. Ένα θέμα που κάνει επιφυλακτικούς τους οίκους είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και ένα άλλο το χρέος. Για το χρέος, η Fitch ανέφερε τον περασμένο Οκτώβριο, ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους παρά τις δυσμενείς χρηματοδοτικές συνθήκες διεθνώς.
Πρώτον, η Ελλάδα διαθέτει ένα εντυπωσιακό μαξιλάρι ρευστότητας που εκτιμάται κοντά στο 17% του ΑΕΠ, ενώ η φύση του δημόσιου χρέους είναι τέτοια που καθιστά διαχειρίσιμη την εξυπηρέτησή του. Δεύτερον, η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους διαμορφώνεται γύρω στα 19 έτη και είναι η μεγαλύτερη από οποιοδήποτε άλλο κράτος και τρίτον, το μεγαλύτερο μέρος του είναι με σταθερό επιτόκιο που συνεπάγεται ότι περιορίζεται σημαντικά ο αντίκτυπος των αυξημένων επιτοκίων. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει ότι θα επιτευχθεί φέτος, ωστόσο οι αβεβαιότητες είναι αρκετές.
Σε κάθε περίπτωση, η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από το 2010 είναι δεδομένο πως θα δώσει νέα ώθηση στην ελληνική οικονομία. Τα περίπου 12 χρόνια που η ελληνική οικονομία έχει χάσει την επενδυτική βαθμίδα έχουν κοστίσει ακριβά.
Υπενθυμίζεται ότι Κύπρος και Πορτογαλία έμειναν εκτός επενδυτικής βαθμίδα πάνω από 6 έτη αλλά την ανέκτησαν εντός τριών και τεσσάρων ετών από το τέλος των μνημονίων τους. Το 2023 είναι το πέμπτο έτος από τη λήξη των ελληνικών μνημονίων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η αναβάθμιση αποτελεί γενικότερο σήμα για τις αγορές, βελτιώνει τις προσδοκίες και οδηγεί στην διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και στην αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης. Συνολικά, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι συνθήκη για την αναγκαία σημαντική αύξηση των επενδύσεων ώστε να τεθεί η ελληνική οικονομία συστηματικά σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης.