Με τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων αναφοράς να έχουν αναρριχηθεί στο υψηλότερο επίπεδο των δύο τελευταίων ετών και την Fed να προσανατολίζεται προς σφιχτότερη νομισματική πολιτική, η προσοχή της Wall Street στρέφεται στα αποτελέσματα τέταρτου τριμήνου των μεγάλων αμερικανικών τραπεζών που αρχίζουν αυτή την Παρασκευή με τις JPMorgan και Citigroup.
Οι αναλυτές αναμένουν τα τραπεζικά μεγαθήρια των ΗΠΑ να εμφανίσουν μικρή αύξηση των εσόδων το τελευταίο τρίμηνο του 2021 χάρη στην πιστωτική επέκταση και την άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων αλλά η εικόνα της κερδοφορίας τους προβλέπεται μικτή λόγω του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο η κάθε τράπεζα διαχειρίστηκε τις προβλέψεις για πιθανές επισφάλειες λόγω της πανδημίας.
Την Παρασκευή τα κέρδη τετάρτου τριμήνου της JPMorgan και της Citigroup προβλέπεται ότι θα υποχωρήσουν 20% και 30% αντίστοιχα σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2020. Αντίθετα, η Bank of America αναμένεται να εμφανίσει άνοδο 20% της κερδοφορίας όταν ανακοινώσει αποτελέσματα στις 19 Ιανουαρίου, σύμφωνα με το consensus των αναλυτών. Για την Wells Fargo προβλέπεται άνοδος κερδοφορίας 67%.
Η μικτή εικόνα που αναμένει η αγορά όσον αφορά στις επιδόσεις οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον διαφορετικό ρυθμό με τον οποίο η κάθε τράπεζα αποδέσμευσε προβλέψεις που είχε πάρει για ενδεχόμενες επισφάλειες κατά τη διάρκεια της πανδημίας που τελικά δεν εμφανίστηκαν. Τα αποτελέσματα θα επηρεαστούν επίσης από τα κόστη αναδιάρθρωσης και πωλήσεις ενεργητικού στην περίπτωση της Citigroup και της Wells Fargo.
Τα κέρδη της Goldman Sachs και της Morgan Stanley αναμένoνται χαμηλότερα κατά 7% και 2% αντίστοιχα το τέταρτο τρίμηνο του 2021 καθώς τα έσοδα από το trading στον χώρο του σταθερού εισοδήματος υποχώρησαν από τα υψηλά επίπεδα της προηγούμενης χρονιάς.
Γενικότερα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ευρύτερη εικόνα θα είναι θετική και ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα δώσουν νότα αισιοδοξίας για τις προοπτικές της φετινής κερδοφορίας. Τα λειτουργικά κέρδη των αμερικανικών τραπεζών εκτιμάται πως θα είναι ενισχυμένα από την ανάκαμψη της οικονομίας που τόνωσε την πιστωτική επέκταση και από τις αποδόσεις των κρατικών χρεογράφων που κινήθηκαν ανοδικά το τέταρτο τρίμηνο.
Οι αποδόσεις του 10ετους αμερικανικού ομολόγου αναφοράς ανέβηκε στο 1,80% την εβδομάδα που πέρασε, στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2020 και σε κοντινή απόσταση από το επίπεδο του 2,0%.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman Sachs, τα κέρδη των τραπεζών προ προβλέψεων, φόρων και έκτακτων κινήσεων θα εμφανίσουν άνοδο γύρω στο 6% καθώς αυξήθηκε ο αριθμός καταναλωτών και επιχειρήσεων που επέστρεψαν στις τράπεζες για δανειοδοτήσεις το τέταρτο τρίμηνο μετά από το πέρας της στήριξης των κυβερνητικών προγραμμάτων.
Οι δανειοδοτήσεις για την αγορά αυτοκινήτου αυξήθηκαν 4% το τελευταίο τρίμηνο του 2021, με τον υψηλότερο ρυθμό των δύο τελευταίων ετών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deutsche Bank. Άνοδο σημείωσαν και οι δανειοδοτήσεις μέσω πιστωτικών καρτών αλλά και τα επιχειρηματικά δάνεια.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2021 έδωσε επίσης μια πρώτη γεύση των υψηλότερων καθαρών εσόδων από τόκους που θα ευνοήσουν τις τράπεζες λόγω της ανόδου των ομολογιακών αποδόσεων το 2022. Προβλέποντας τις τάσεις αυτές οι επενδυτές ώθησαν τον τραπεζικό δείκτη 35% υψηλότερα το 2021, με τις μετοχές των τραπεζών να σημειώνουν καλύτερη απόδοση από το 27% του δείκτη S&P500 πέρυσι.
H αύξηση των χρηματοδοτήσεων το τελευταίο τρίμηνο του 2021 σε συνδυασμό με την πρόσφατη άνοδο των επιτοκίων διαμορφώνουν θετικές προοπτικές για τα καθαρά έσοδα τόκων το 2022. Στον αντίποδα, ωστόσο, υπάρχουν ανησυχίες λόγω της ανόδου του πληθωρισμού και της εξάπλωσης της μετάλλαξης Όμικρον.
Θα είναι σε θέση η Fed να διατηρήσει την δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας πάνω στην οποία στηρίζεται η αύξηση των δανειοδοτήσεων; Tην προηγούμενη εβδομάδα τα πρακτικά της συνεδρίασης της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ έδειξαν ότι οι αξιωματούχοι κλίνουν προς ταχύτερη άνοδο των επιτοκίων για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό.
Η ιστορία δείχνει πως οι τραπεζικές μετοχές σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις σε φάσεις που οι αυξήσεις επιτοκίων είναι προ των πυλών παρά κατά τη διάρκεια περιόδων ανοδικών επιτοκίων.