Ακάθεκτο συνεχίζεται το μπαράζ των επιτοκιακών μειώσεων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να ανακοινώσει τη μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης μεθαύριο Πέμπτη, μέσω της οποίας το επιτόκιο αναφοράς (επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων) θα υποχωρήσει στο 2,75%.
Θα είναι η τέταρτη διαδοχική μείωση του κόστους του χρήματος από τον Σεπτέμβριο και η πέμπτη συνολικά από τον Ιούνιο του 2024, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε να προχωρήσει στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2019.
Το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων είχε φτάσει έως το 4% τον Σεπτέμβριο του 2023, στην προσπάθεια της ΕΚΤ να αποκρούσει τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Με τον πληθωρισμό να έχει εξασθενήσει κοντά στο 2% και την οικονομία της Ευρωζώνης να παραμένει σε πλήρη στασιμότητα, η Λαγκάρντ τάσσεται υπέρ των «περιστεριών», ήτοι των μελών του διοικητικού συμβουλίου που προτείνουν τη μείωση των επιτοκίων στο επίπεδο που θεωρείται ουδέτερο.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι φωνές που συνιστούν προσοχή και μία πιο σταδιακή προσέγγιση, με δεδομένο ότι οι πρόδρομοι δείκτες για τις μεγαλύτερες οικονομίες υποδηλώνουν πως οι πληθωριστικές πιέσεις θα ενισχυθούν στους επόμενους μήνες.
Όπως έχει δηλώσει ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος θεωρείται – μαζί με τον Ιταλό Φάμπιο Πανέτα – κορυφαίος εκφραστής των «περιστεριών», το επιτόκιο αναφοράς πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον έως το 2% μέσα στο 2025. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα σενάριο είναι να πραγματοποιηθούν τέσσερις μειώσεις, μία σε κάθε τρίμηνο.
Ένα άλλο σενάριο είναι αυτό της Citi, που εκτιμά ότι το μεγαλύτερο μέρος της χαλάρωσης θα λάβει χώρα μέσα στο α’ εξάμηνο, προβλέποντας μάλιστα, ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε συνεχόμενες μειώσεις έως το καλοκαίρι. Σύμφωνα με την Citi, υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την ταχύτητα και το εύρος της νομισματικής χαλάρωσης στο β’ εξάμηνο, αν και η τελική εκτίμηση κάνει λόγο για μείωση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων κάτω από το 2%.
Η αβεβαιότητα στην οποία αναφέρεται η Citi σχετίζεται με τον παράγοντα «χ» που δεν είναι άλλος από την πιθανή επιδείνωση των συνθηκών διεθνώς στο β’ εξάμηνο του έτους. Μία εξέλιξη που θα μπορούσε να επηρεάσει την οικονομία της Ευρωζώνης σε τέτοιο βαθμό, που η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να αναλάβει έκτακτα μέτρα. Οι εξωγενείς αναταράξεις θα μπορούσαν να προέλθουν είτε από το μέτωπο του εμπορίου, είτε από μία γεωπολιτική κρίση.
Οι Ρόμπερτ Χόλτσμαν, Γιόακιμ Νάγκελ, Πιερ Βινς και Κλας Νοτ, επικεφαλής των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Αυστρίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας, αντίστοιχα, συνεχίζουν να τάσσονται υπέρ μίας πιο σταδιακής προσέγγισης. Μοιάζει κάπως οξύμωρο, καθώς οι οικονομίες των χωρών του πυρήνα αδυνατούν να ανακάμψουν δυναμικά, ενώ υπάρχει και η απειλή των δασμών του Τραμπ, που αν επιβληθούν θα κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την υπόθεση ανάπτυξη στην Ευρώπη. Τα «γεράκια» της ΕΚΤ ανησυχούν περισσότερο για την αναθέρμανση του πληθωρισμού και γι’ αυτό θέλουν να «φρενάρουν» τις μειώσεις.
Να πούμε, επίσης, ότι η τελευταία φορά που το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ βρισκόταν στο 2,75%, ήταν στο α’ τρίμηνο του 2023 (τότε που η ΕΚΤ αύξανε τα επιτόκια) και η αμέσως προηγούμενη τον Νοέμβριο του 2008, τότε που η κατάρρευση της Lehman Brothers και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, υποχρέωσαν τις κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν σε δραστικές μειώσεις.
Οι επόμενες συνεδριάσεις για τη νομισματική πολιτική είναι προγραμματισμένες για τις 5-6 Μαρτίου και 16-17 Απριλίου στη Φρανκφούρτη, ενώ στις 6-7 Μαΐου θα λάβει χώρα η καθιερωμένη ετήσια συνεδρίαση εκτός της έδρας της ΕΚΤ, αυτή το φορά στην Πορτογαλία. Το δ.σ. της ΕΚΤ επιστρέφει στον ουρανοξύστη της Γκροσμαρκτχάλε της Φρανκφούρτης στις 4-5 Ιουνίου.
Η λογική λέει, λοιπόν, ότι το σενάριο της Citi δεν… βγαίνει, καθώς αν η ΕΚΤ μειώνει σε κάθε συνεδρίαση τα επιτόκια κατά 0,25%, τον Ιούνιο το επιτόκιο αναφοράς θα φτάσει στο 1,75%. Το πιθανότερο είναι να αποφασιστεί η παύση των μειώσεων γύρω στο 2,25%, προκειμένου να γίνουν οι τελικές προσαρμογές στη νομισματική πολιτική ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατούν μετά το καλοκαίρι.