Δηλώνω εδώ και δεκαετίες λάτρης της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Δεν ξέρω πόσο βαθύς γνώστης της είμαι, πάντως αυτός ο αξεπέραστος μαγικός ρεαλισμός που ξεχειλίζει απ’ τις σελίδες της, εμένα με συναρπάζει. Αυτή η τρομερή μίξη αγωνίας, μακαριότητας, πεσιμισμού, αγριότητας, αγωνιστικότητας, μοιρολατρίας και ερωτισμού που χαρακτηρίζει όλους τους μεγάλους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, με άφηνε σταθερά και διαχρονικά άναυδο. Ακόμα πιο άναυδο με άφηναν όμως οι προσωπικότητες των ίδιων των συγγραφέων. Που ήταν αντάξιοι των μεγάλων έργων τους.
Όταν πριν χρόνια έμαθα ότι ο Μάριο Βάρκγας Λιόσα (που πέθανε προχθές), έριξε μια μπουνιά στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές (που πέθανε το 2014) και του μαύρισε το αριστερό μάτι, σε δημόσια μάλιστα εκδήλωση μέσα σ’ ένα σινεμά στο Μεξικό, ξεφώνισα ενθουσιασμένος. «Αυτούς τους συγγραφείς θέλω» φώναξα, «ανθρώπινους και παθιασμένους μέχρις εσχάτων, όχι τους δικούς μας λαπάδες». Για σκεφτείτε το. Δυο Νομπελίστες συγγραφείς, με εκατομμύρια αναγνώστες, με όλη τη λογοτεχνική ανθρωπότητα να τους προσκυνά, συνοδευμένοι από τον σεβασμό και την αναγνώριση όλης της υφηλίου, να δέρνονται σε δημόσια θέα, σαν τα χαμίνια του δρόμου και μάλιστα για γυναικοδουλειά.
Τρομερό. Ο ένας Κολομβιανός αριστερός (Μαρκές), ο άλλος Περουβιανός Δεξιός (Λιόσα), πρώην κολλητοί που αλληλοθαυμάζονταν για το έργο τους, μύστες μιας κοινής γλώσσας και μοίρας της ταλαιπωρημένης και παθιασμένης ηπείρου τους, σε ώριμη ηλικία αμφότεροι να παίζουν μπουνιές για τα μάτια μιας γυναίκας. Να δέρνονται για μια (ποταπή και ίσως ανούσια) παρεξήγηση, τις ακριβείς λεπτομέρειες της οποίας δεν έμαθε ποτέ κανείς, αν και αποτέλεσε έναν από τους κορυφαίους γρίφους της παγκόσμιας λογοτεχνικής ζωής.
Εκείνες οι μυθικές χώρες λοιπόν, έβγαλαν τελικά μυθικούς λογοτέχνες. Ο Μαρκές, ο Λιόσα, ο Σαμπάτο, ο Γκαλεάνο, ο Μπόρχες, η Αλλιέντε, η Μιστράλ, ο Νερούδα, ενσωματώνουν όλες τις πληγές κι όλα τα μύρα του λατινοαμερικάνικου κόσμου, που ήταν και είναι τόσο σκοτεινός και φωτεινός μαζί, ώστε όταν τον προσεγγίζεις να μην ξέρεις αν σε τυφλώνει ή σε ξεστραβώνει. Και όλοι τους, ευτύχισαν και δυστύχησαν μαζί, δίπλα στα έργα της τέχνης τους να ζήσουν μια ζωή που ήταν κι εκείνη ένα δεύτερο παράλληλο έργο τέχνης.
Τι τύποι λοιπόν, τι φάτσες ! Πόσοι διάβολοι και πόσοι άγγελοι πολιορκούσαν την ύπαρξη τους ! Το μυαλό τους έβγαζε φωτιές, η πένα τους αριστουργήματα, η ψυχή τους ήταν βουτηγμένη στην οργή, στην πίστη, στην αμφιβολία και στον έρωτα… αυτές είναι ζωές που αξίζουν. Όχι οι δικές μας, οι μίζερες, οι ολίγον θλιβερές.