Μία… δικαιολογημένη κρίση στις αγορές αναζητούν εδώ και καιρό οι αναλυτές για να αποδώσουν τις επιπτώσεις του πιο συντονισμένου κύκλου αύξησης των επιτοκίων της σύγχρονης ιστορίας και φαίνεται ότι τη βρήκαν στα ομόλογα. Και επειδή το τσουνάμι των ομολόγων επηρεάζει και τις μετοχές, ο S&P 500 έχει απωλέσει μεγάλο μέρος των κερδών της φετινής χρονιάς και πλέον βρίσκεται στο +10%, έχοντας φτάσει νωρίτερα μέσα στο καλοκαίρι έως το +20%. Πόσο μακριά μπορεί να πάει το sell-off στα ομόλογα; Μπορεί να προκαλέσει μία γενικευμένη κρίση στις παγκόσμιες αγορές; Και πως θα αντιδράσουν οι κεντρικές τράπεζες αν συμβεί κάτι τέτοιο;
Προς το παρόν βλέπουμε κάποιες αποδόσεις ομολόγων να φλερτάρουν με επικίνδυνα επίπεδα ή επίπεδα που αποτελούν ψυχολογικά φράγματα. Όπως για παράδειγμα το αμερικανικό 10ετές του οποίου η απόδοση έχει φτάσει μία ανάσα από το 5% ή του αντίστοιχου γερμανικού που σκαρφάλωσε προχθές πάνω από το 3%. Από τη μία έχουμε τις υψηλές αποδόσεις που θυμίζουν την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, όμως από την άλλη η αναμενόμενη μεταβλητότητα στις αγορές ομολόγων είναι χαμηλότερη από την μίνι τραπεζική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ τον περασμένο Μάρτιο και έφτασε έως την Ευρώπη. Είναι χαμηλότερη ακόμη και από την εποχή που η Λιζ Τρας κλόνιζε τις αγορές με τις οικονομικές της επιλογές, καθησυχάζοντας εν μέρει τους αναλυτές.
Βέβαια, αν το sell-off συνεχιστεί και οι αποδόσεις ξεπεράσουν συγκεκριμένα επίπεδα, το κόστος δανεισμού πολλών κρατών που καλούνται να αντλήσουν τεράστια ποσά από τις αγορές στο επόμενο διάστημα, θα αυξηθεί τόσο που οι ανησυχίες για τη δημοσιονομική και οικονομική σταθερότητα προφανώς και θα μεγαλώσουν. Η γενικότερη κατάσταση μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο αν επιδεινωθούν δραματικά οι χρηματοδοτικές συνθήκες τις επόμενες εβδομάδες, οι οποίες στα τρέχοντα επίπεδα δεν δικαιολογούν άμεσο συναγερμό.
Όσοι ασχολούνται με τις αγορές ομολόγων στρέφουν την προσοχή τους και στις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων, υποστηρίζοντας ότι πολλές φορές είναι αυτές που… μαρτυρούν την κρίση που έρχεται, καθώς και στα στοιχεία για τον δανεισμό του τραπεζικού συστήματος από τις κεντρικές τράπεζες.
Η Ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί. Η απόδοση του γερμανικού ξεπέρασε προχθές το 3% και εύλογα η τάση έγινε έντονα ανοδική για τις αποδόσεις όλων ανεξαιρέτως των ομολόγων της Ευρωζώνης. Η Ιταλία είναι αυτή που τραβάει τους προβολείς, με την απόδοση του 10ετούς να υποχωρεί χθες στο 4,89% από 5% που είχε ανέλθει, ενώ η απόδοση του ελληνικού 10ετούς υποχώρησε στο 4,3%.
Ο βασικός παράγοντας που θεωρούν οι αναλυτές ότι θα κρίνει την πορεία των ομολόγων στη συνέχεια, είναι το outlook της νομισματικής πολιτικής. Αν, για παράδειγμα, η ΕΚΤ συνεχίσει να υποκύπτει στις πιέσεις του γερμανικού λόμπι για νέες αυξήσεις επιτοκίων ή για διατήρηση των ιστορικά υψηλών επιτοκίων για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε πιθανότατα θα δούμε το ιταλικό 10ετές να ξεπερνάει ακόμη και το 5,5% και τα spreads να μεγαλώνουν. Στον αντίποδα, αν η πορεία της οικονομίας είναι τέτοια που θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες (πρώτη τη Fed όπως εκτιμάται) να μειώσουν τα επιτόκια στο α’ εξάμηνο του 2024, η ανοδική κίνηση των αποδόσεων θα αντιστραφεί και η κατάσταση θα εξομαλυνθεί γρήγορα.
Τι θα συμβεί όμως αν τα πράγματα χειροτερέψουν; Σύμφωνα με την Capital Economics, υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορούν να παρέμβουν οι κεντρικές τράπεζες για να αποσοβήσουν τον όποιο κίνδυνο. Ο πρώτος είναι μέσω της παροχής ρευστότητας στις τράπεζες που θα έχουν ανάγκη, υπό την προϋπόθεση ότι θα απειλείται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Κάτι ανάλογο δηλαδή με ότι συνέβη στη Μ. Βρετανία στην κρίση που προκάλεσε η Τρας. Ο δεύτερος τρόπος παρέμβασης αφορά στο σενάριο που η άνοδος των αποδόσεων απειλήσει τις οικονομικές προοπτικές, Τότε οι κεντρικές τράπεζες θα αφήσουν στην άκρη τη στρατηγική «υψηλότερα για περισσότερο» και θα δώσουν forward guidance για μία λιγότερο περιοριστική πολιτική.