Κρίσιμες για την πορεία των ευρωπαϊκών αγορών αλλά και την ομαλή πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι οι σημερινές βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία. Η πρόσφατη υποβάθμιση-καμπανάκι του γαλλικού αξιόχρεου από τη S&P, μόνο και μόνο επειδή ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι το έλλειμμα της Γαλλίας θα παραμείνει υψηλότερο του 3% έως το 2027 (χωρίς δηλαδή να έχει ανέλθει η Μαρίν Λεπέν στην εξουσία), υποδηλώνει τι θα συμβεί στην περίπτωση που η νέα σύνθεση του κοινοβουλίου οδηγήσει σε δημοσιονομική απειθαρχία.
Την ίδια ώρα, παράγοντες διεθνών οργανισμών, αναλυτές και ακαδημαϊκοί, καλούν τις ευρωπαϊκές αρχές και κυρίως την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, να εκπονήσουν σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τη διάσωση της γαλλικής οικονομίας, με φόντο τις γαλλικές εκλογές.
Το αποτέλεσμα του α’ γύρου περιορίζει τις πιθανότητες να κερδίσει το κόμμα της Λεπέν 289 έδρες έτσι ώστε να έχει την απόλυτη πλειοψηφία και κατ’ επέκταση να ελέγχει το κοινοβούλιο. Όμως, σε κάθε περίπτωση όλα δείχνουν ότι δυσκολεύει πολύ η διακυβέρνηση της χώρας από τον Εμανουέλ Μακρόν. Επίσης, το 2027 δεν είναι πολύ μακριά, όταν θα διενεργηθούν εκτός απροόπτου, οι επόμενες προεδρικές εκλογές που με τα σημερινά δεδομένα θα οδηγήσουν σε μεγάλη ανατροπή σκηνικού.
Ομόλογα και μετοχές αντέδρασαν αρχικά πολύ αρνητικά στην είδηση της προκήρυξης πρόωρων εκλογών από τον Μακρόν, αλλά κινήθηκαν πολύ πιο ήπια μετά το αποτέλεσμα του α’ γύρου. Τα spreads των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών υποχώρησαν (κάτω από τις 70 μονάδες βάσης το spread του 10ετούς) και το χρηματιστήριο του Παρισιού περιόρισε τις απώλειες. Αν τελικά επικρατήσει το κόμμα της Λεπέν, οι επενδυτές θα αρχίσουν να ανησυχούν για τη «συγκατοίκηση» και με την πρώτη ένδειξη δημοσιονομικής απειθαρχίας οι ευρωπαϊκές αγορές εκτιμάται ότι θα πέσουν θύμα πολύ πιο μαζικού sell-off.
Στελέχη της ΕΚΤ δέχθηκαν ασφυκτικές πιέσεις κατά τη διάρκεια του Φόρουμ για τη Νομισματική Πολιτική που διεξάχθηκε στην πόλη Σίντρα της Πορτογαλίας αυτή την εβδομάδα. Οι γαλλικές εκλογές και η αντίδραση των αγορών στην περίπτωση που η νέα κυβέρνηση δεν τηρήσει τους δημοσιονομικούς κανόνες αναδείχθηκε σε κορυφαίο θέμα συζήτησης και σχεδόν επισκίασε τον πληθωρισμό και τα επιτόκια. Ο Άλφρεντ Κάμερ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κάλεσε την ΕΚΤ να βγάλει από το συρτάρι το ΤΡΙ, το λεγόμενο και «μπαζούκα», ήτοι το εργαλείο αγοράς ομολόγων που δημιουργήθηκε για να αποτρέπει κρίσεις, ακόμα και αν όπως ο ίδιος τόνισε η χρήση του δεν είναι απαραίτητη στην παρούσα φάση.
Από την πλευρά του, ο Λουίς ντε Γκίντος, αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, εκτίμησε ότι η άνοδος των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων δεν είναι ακόμα ανησυχητική και ως εκ τούτου δεν απαιτείται να παρέμβει η ΕΚΤ. Παρ’ όλα αυτά, ο Πορτογάλος αξιωματούχος προειδοποίησε για σοβαρές αναταράξεις στις αγορές, στην περίπτωση που η γαλλική κυβέρνηση δείξει ότι θα παραβιάσει τους δημοσιονομικούς κανόνες, όταν καταρτίσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό για το 2025. Για το συγκεκριμένο θέμα, αναλυτές εκτιμούν ότι το spread του γαλλικού 10ετούς μπορεί να ξεπεράσει σχεδόν ακαριαία τις 100 μ.β. αν ξεκινήσει κόντρα Γαλλίας-Κομισιόν για τα δημοσιονομικά. Και πάλι όμως, θα πρέπει το spread να κινηθεί πολύ υψηλότερα και για μεγάλο χρονικό διάστημα για να εξετάσει η ΕΚΤ τη χρήση του TPI. Επίσης, για να γίνει αυτό, θα πρέπει η Γαλλία να συμφωνήσει να επιστρέψει στο δρόμο της δημοσιονομικής σύνεσης.
Είχε προηγηθεί ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Ιρλανδός Φίλιπ Λέιν, ο οποίος δήλωσε ότι το πρόσφατο sell-off στα γαλλικά ομόλογα δεν ήταν «εκτός ελέγχου». Και ο Ντε Γκίντος και ο Λέιν έχουν δίκιο. Μέχρι στιγμής οι αγορές δε δείχνουν σε καμία περίπτωση να πανικοβάλλονται, ωστόσο αυτό μπορεί να αλλάξει πολύ εύκολα αν υπάρξει η παραμικρή ένδειξη για δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Εξάλλου, η περίπτωση της Γαλλίας ανησυχεί εδώ και χρόνια την Ευρώπη, από το 2017 που η Λεπέν έδειξε ότι μπορεί να ανέλθει στην εξουσία. Σήμερα, η γαλλική οικονομία τρέχει ένα έλλειμμα της τάξης των 150 δισ. ευρώ και κρατικό χρέος που ξεπερνά τα 3 τρισ. ευρώ και όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, έχει τη δυναμική να προκαλέσει γενικευμένη ευρωπαϊκή, αν όχι παγκόσμια, κρίση.
Το σενάριο στο οποίο κανένα κόμμα δε θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στο γαλλικό κοινοβούλιο θεωρείται ευνοϊκό για τους επενδυτές. Και αυτό γιατί το κόμμα της Λεπέν έχει δεσμευτεί να καταργήσει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, αν και ο υποψήφιος πρωθυπουργός Ζορντάν Μπαρντελά έχει προσπαθήσει να μετριάσει τις ανησυχίες, λέγοντας πως οι αποφάσεις δε θα εκτροχιάσουν δημοσιονομικά τη χώρα.
Όσο θα αυξάνονται έλλειμμα και χρέος τόσο θα έρχονται υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Ο Μακρόν έχει υποσχεθεί ότι το έλλειμμα θα κλείσει στο 3% του ΑΕΠ, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν αναμένεται να συμβεί πριν το 2027. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024 προβλέπεται ανάπτυξη της τάξης του 1,4% φέτος και μέσος ρυθμός ανάπτυξης 1,7% την περίοδο 2025-27, όμως οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι δεν βλέπουν ανάπτυξη υψηλότερη του 1% στα επόμενα χρόνια.
Η Κομισιόν προβλέπει επίσης ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα υποχωρήσει στο 5,3% του ΑΕΠ το 2024 και στο 5% το 2025, με το χρέος να ανέρχεται στο 114% του ΑΕΠ τον ίδιο χρόνο. Λαμβάνοντας υπόψη τη λεπτή ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και τα νέα δεδομένα στο κοινοβούλιο, η κυβέρνηση όχι μόνο θα δυσκολευτεί να προχωρήσει στις περικοπές δαπανών που απαιτούνται, αλλά θα έρθει σε κόντρα με την Κομισιόν. Μην ξεχνάμε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα είναι πολύ ισχυρό και όπως φάνηκε από τις υπαναχωρήσεις της κυβέρνησης στην περίπτωση των αγροτών, είναι πιο εύκολο να δούμε αύξηση παρά μείωση των δαπανών.