Οι αγορές παραμένουν διψασμένες για ακόμα υψηλότερα κέρδη, παρά την ομολογουμένως εξαιρετική απόδοση του S&P 500 μέσα στο 2024 και στο 2023. Κι έτσι, παρ’ όλο που σημαντικοί και επιφανείς οικονομολόγοι ομιλούν περί φούσκας και ιδιαιτεροτήτων της Wall Street, που δεν μπορούν να διατηρηθούν για πολύ ακόμα, οι θεσμικοί επενδυτές εκτιμούν ότι ο S&P 500, θα υπερβεί σε απόδοση μέσα στο 2025 το 15%, με αποτέλεσμα να ξεπεράσει ακόμα και το ψυχολογικό όριο των 7.000 μονάδων.
Την περασμένη εβδομάδα, η έκθεση της JP Morgan είχε θέσει ως στόχο του S&P 500 για το 2025, τις 6.500 μονάδες, ενώ παράλληλα, η HSBC είχε αναφερθεί στον στόχο των 6.700 μονάδων, όπως είχαμε παρουσιάσει εδώ. Ακολούθησαν οι εκτιμήσεις της Bank of America για τις 6.666 μονάδες, για το 2025 και η ανάλυση της CFRA (Center for Financial Research & Analysis), με βάση την οποία οι 6.585 μονάδες είναι εφικτές.
Ωστόσο, τη συγκεκριμένη υπερβολική αισιοδοξία δεν την ενστερνίζονται, όπως προαναφέραμε για διάφορους λόγους, γνωστά guru της Wall Street. Για παράδειγμα, ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz και συνιδρυτής της Pimco, Mohamed El-Erian, κρούει το κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την «υπερθέρμανση» της Wall Street, λόγω της προσέλκυσης κεφαλαίων από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ο Ruchir Sharma, πρόεδρος της Rockefeller International, σχολιάζει με αρνητικό τρόπο τη χρηματιστηριακή κυριαρχία της Wall Street στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές. Σε πρόσφατο άρθρο του στους Financial Times, αναφέρθηκε σε μια υπερβολική αναντιστοιχία, ανάμεσα στην «αξία» των μετοχών της Wall Street και στο μερίδιο της αμερικανικής οικονομίας στο παγκόσμιο ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ), δηλαδή στον παγκόσμιο παραγόμενο πλούτο.
Έτσι, σήμερα η χρηματιστηριακή αποτίμηση των αμερικανικών εταιρειών αντιπροσωπεύει το 70% της αντίστοιχης παγκόσμιας χρηματιστηριακής αξίας, ενώ οι ΗΠΑ αποτελούν μόλις το 27% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μια απλή μαθηματική σύγκριση, που καταδεικνύει την υπερβολή που βιώνει για μια σειρά από λόγους η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά. Δηλαδή, η «υπεραξία» της Wall Street σε σχέση με την πραγματική κατάσταση της οικονομίας των ΗΠΑ υπερβαίνει το +250%.
Βέβαια, σημασία έχει, όπως λέμε στην Ελλάδα, το τι γράφει το «ταμπλό», ή όπως λένε στις ΗΠΑ, το τι γράφει το «tape», δηλαδή η ψηφιακή ταινία που παρακολουθεί όλες τις τιμές των μετοχών και τις μεταβολές τους. Και οι τιμές διαψεύδουν προς το παρόν κάθε επιφύλαξη.
Σε πρόσφατη έκθεσή της η Oppenheimer & Co. Inc, η οποία διαχειρίζεται μέσω της Oppenheimer Asset Management περισσότερα από $28 δισ., εκτιμά ότι στα τέλη του 2015, ο S&P 500 θα βρίσκεται στις 7.100 μονάδες, με απόδοση που θα πλησιάζει το +17%. Πού βασίζεται η αισιοδοξία των αναλυτών της Oppenheimer; Στην τρέχουσα επιτοκιακή πολιτική της Fed, στις αντοχές της αμερικανικής οικονομίας, στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος στις ΗΠΑ, στην ισχυρή καταναλωτική ζήτηση, στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, καθώς και στην αναμενόμενη αύξηση της κερδοφορίας των εταιρειών του S&P 500 κατά 10%. Το μέσο Ρ/Ε του S&P 500 για το 2025 υπολογίζεται από την Oppenheimer στο 25,8.
Η πιο αξιοσημείωτη αναφορά στην έκθεση της Oppenheimer, είναι αυτή που παρομοιάζει τις επιπτώσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης στις χρηματιστηριακές αγορές, με τις αντίστοιχες που είχε προκαλέσει η αυτοκινητοβιομηχανία το 1920 στη Wall Street.
Ο Tom Lee, ιδρυτής και επικεφαλής αναλυτής της Fundstrat Global Advisors εκτιμά ότι ο S&P 500 θα αγγίξει τις 7.000 μονάδες μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2025. Διατηρώντας, ωστόσο, μια επιφύλαξη για το δεύτερο εξάμηνο, που μπορεί να οδηγήσει σε υποχώρηση του αμερικανικού χρηματιστηριακού δείκτη στις 6.600 μονάδες.
Τα βασικά θετικά σημεία που διακρίνει στην έκθεσή της, η Fundstrat Global Advisors αποτελούν αφ’ ενός η νίκη Τραμπ στις προεδρικές εκλογές, που θα βελτιώσει την εταιρική κερδοφορία, την επενδυτική εμπιστοσύνη και την πορεία της οικονομίας και αφ’ ετέρου η επιτυχής διαχείριση του ζεύγους «πληθωρισμός vs επιτόκια» από την πλευρά της Fed.
Παράλληλα, ο Tom Lee προσεγγίζει με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο την ίδρυση του νέου υπουργείου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας, γνωστού ως DOGE (Department of Government Efficiency). Οι συνυπουργοί Elon Musk και Vivek Ganapathy Ramaswamy, έχουν επιφορτιστεί με την εκπλήρωση της προεκλογικής υπόσχεσης του Τραμπ και να περικόψουν έως και 100.000 κυβερνητικές θέσεις. Το συγκεκριμένο project, αποκαλείται από τον εκλεγμένο πρόεδρο Ντόναλτ Τραμπ ως «project Manhattan» της εποχής μας. Δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μια ιδιαίτερη προτεραιότητα στο DOGE, εφάμιλλη της άκρως απόρρητης ώθησης της αμερικανικής κυβέρνησης για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
O στόχος του DOGE είναι η εξοικονόμηση $2 τρισ. από τον συνολικό προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, ο οποίος ανέρχεται στα $6,5 τρισ. δολαρίων. Δηλαδή μείωση του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού κατά περίπου -31%. Το DOGE, σύμφωνα με πρόσφατη ανάρτηση του Elon Musk, «σκοπεύει να περικόψει τις σπατάλες και τις περιττές ρυθμίσεις».
Μέσα από αυτήν την οπτική, ο επικεφαλής αναλυτής της Fundstrat Global Advisors εκτιμά ότι το DOGE, μέσω της πολιτικής περιορισμού των ομοσπονδιακών δαπανών, πιθανότατα μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του ΑΕΠ των ΗΠΑ.