Σε κάθε επιχειρηματική προσπάθεια, υπάρχουν τρία καθοριστικά σημεία που κρίνουν την επιτυχία του αποτελέσματος. To επιχειρηματικό αντικείμενο, οι πόροι της χρηματοδότησης και ο παράγων χρόνος. Αυτό ισχύει και στον χώρο των υδρογονανθράκων. Έτσι πρώτα απ? όλα θα πρέπει να υπάρχουν υδρογονάνθρακες, ακολούθως θα πρέπει οι υδρογονάνθρακες να είναι ελκυστικοί για το τρέχον παγκόσμιο ενεργειακό μοντέλο, θα πρέπει να υπάρξουν διαθέσιμοι πόροι για να χρηματοδοτήσουν την εξόρυξη ή/και τη μεταφορά των υδρογονανθράκων και ασφαλώς θα πρέπει να προσμετρηθεί και ο παράγων χρόνος.
Το παράδειγμα του EastMed μιλάει από μόνο του. Πριν από 2 χρόνια, η EastMed Act αποτελούσε νόμο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που αφορούσε στην εταιρική σχέση Ασφάλειας και Ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήταν ένας νόμος που προστάτευε ουσιαστικά την μεταφορά αερίου από τα κοιτάσματα της ανατολικής Μεσογείου, μέσω της Ελλάδας προς την Ευρώπη. Ο EastMed ήταν ο αγωγός που θα ξεκινούσε από τα κοιτάσματα του Ισραήλ και της Κύπρου και θα καταλήγει στις Ευρωπαϊκές χώρες.
Η ενσωμάτωση της EastMed Act στον προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης των ΗΠΑ, είχε γίνει δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό τόσο από το HALC (Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας) όσο και από το AJC (Αμερικανοεβραϊκή Επιτροπή). Ο αγωγός EastMed, εθεωρείτο πλέον και με την αμερικανική βούλα, ως ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα της Δύσης. Η απεξάρτηση των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, αποτελούσε διακαή πόθο των ΗΠΑ πολύ πριν ξεσπάσει η πρόσφατη ενεργειακή κρίση που οφείλεται στους εκβιασμούς που είχε ξεκινήσει το Κρεμλίνο από το καλοκαίρι του 2021.
Στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Το έργο του EastMed σκόνταψε πάνω στη «μη συμβατότητα του φυσικού αερίου» με την ευρωπαϊκή πολιτική της πράσινης μετάβασης και της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Σκόνταψε επίσης πάνω στην κίνηση του State Department να μιλήσει ανοικτά για τη ματαίωση του έργου του αγωγού. Το έργο σύμφωνα με τις ΗΠΑ δεν ήταν οικονομικά βιώσιμο και κρίθηκε σαν προτιμότερη λύση η υγροποίηση του φυσικού αερίου στην Αίγυπτο και η προώθηση του στην τερματική μονάδα υγροποιημένου αερίου της Αλεξανδρούπολης.
Το εκτιμώμενο κόστος για τον East Med, υπολογιζόταν αρχικά στα 7 δισ. δολάρια και ακολούθως ανήλθε στα 12 δισ. δολάρια. Έχοντας σαν δεδομένο ότι η κατασκευή του Nord Stream, που είχε μήκος 1.222 χλμ. μήκος, είχε κοστίσει πάνω από 17 δισ. ευρώ, όσοι ασχολούνται με τα χρηματοοικονομικά και τις επενδύσεις είχαν αντιληφθεί ότι ο προϋπολογισμός του East Med, που είχε μήκος σχεδόν 2.000 χλμ. και θα ακολουθούσε διαδρομές σε μεγάλα βάθη, θα κατέληγε σε ένα αισθητά υψηλότερο κόστος.
Και δυστυχώς για το σημαντικό αυτό έργο δεν βρέθηκε κανείς μεγάλος ενεργειακός παίκτης, να το χρηματοδοτήσει και να αναλάβει το ρίσκο του έργου. Γεγονός που πιστοποιεί ότι το project δεν ήταν οικονομικά βιώσιμο.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην αποχώρηση του Γαλλικού ενεργειακού κολοσσού της TotalEnergies από τις δύο παραχωρήσεις νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης οι οποίες είχαν ως στόχο τις έρευνες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Τις παραχωρήσεις είχε κερδίσει η κοινοπραξία ΕxxonMobil, TotalEnergies και ΕΛΠΕ με ποσοστά συμμετοχής 40%,40%, και 20% αντιστοίχως, με σύμβαση που είχε επικυρωθεί από τη Βουλή το 2019. Το έργο έχει μείνει στάσιμο, για την ακρίβεια δεν έχει προχωρήσει ούτε στο στάδιο των προκαταρκτικών ερευνών, εξαιτίας των συνεχόμενων δικαστικών κωλυμάτων, που έχουν προκύψει από δικαστικές προσφυγές οικολογικών οργανώσεων.
Από το 2019, είχε κατατεθεί προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που οριοθετεί την προστασία του περιβάλλοντος στις συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές. Σαν αποτέλεσμα το έργο έχει τελματώσει. Η τέταρτη κατά σειρά αναβολή στην εκδίκαση της προσφυγής, που αποφάσισε πρόσφατα το ΣτΕ, όρισε νέα δικάσιμο για τις 5 Οκτωβρίου 2022. Λίγες ημέρες δηλαδή πριν από τη λήξη της αρχικής σύμβασης που είχε υπογράψει η κοινοπραξία TotalEnergies, ExxonMobil και EΛΠE, που λήγει στις 14 Οκτωβρίου 2022.
Η κυβέρνηση πλέον ενεργοποιεί το plan B που έχει σχεδιάσει, με τη συμμετοχή της ΕΔΕΥ Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων, με σκοπό τη συνέχιση των ερευνών για τον εντοπισμό κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Η χρηματοδότηση θα προέλθει από το Δημόσιο.
Ωστόσο από τις προκαταρκτικές έρευνες, τις σεισμικές έρευνες, τις ερευνητικές γεωτρήσεις μέχρι τις τελικές γεωτρήσεις θα έχουν περάσει τουλάχιστον 7-8 έτη, αν και εφ? όσον επιβεβαιωθούν οι ενδείξεις από παλαιότερες μελέτες της ΕΔΕΥ. Σύμφωνα με αυτές τις μελέτες υπάρχει αναφορά για την ύπαρξη δυνητικών αποθεμάτων της τάξης των 70-90 τρισ. κυβικών ποδιών φυσικού αερίου στις θαλάσσιες περιοχές της Κρήτης και του Ιονίου, η συνολική αξία των οποίων εκτιμάται σε 250 δισ. ευρώ.
Οπότε σήμερα, δεν γνωρίζουμε την ύπαρξη του επιχειρηματικού αντικειμένου. Και φυσικά δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η εικόνα του ενεργειακού μοντέλου της Ευρώπης το 2030. Δηλαδή δεν γνωρίζουμε την «αγορά» στην οποία θα απευθυνθεί το επιχειρηματικό μοντέλο των υδρογονανθράκων.
Ο παράγων χρόνος, δείχνει πως η ευκαιρία – αν θεωρηθεί ευκαιρία η μετατροπή του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους σε κόλπο του Μεξικού - έχει χαθεί. Το παγκόσμιο Green Deal, δείχνει ότι το μέλλον της Ελλάδας δεν είναι στους υδρογονάνθρακες, αλλά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Ήδη η Ελλάδα βρίσκεται στη 12η θέση παγκοσμίως στη συμμετοχή ηλιακής ενέργειας στο ενεργειακό της μείγμα και στην 8η θέση στη συμμετοχή αιολικής ενέργειας, όπως φαίνεται και στα ακόλουθα διαγράμματα
Η Ελλάδα, θα πρέπει να διαλέξει αν το 2022, θα αποπειραθεί να χρηματοδοτήσει έρευνες για υδρογονάνθρακες, με αμφιβολίες για το αποτέλεσμα, δηλαδή για την ποσότητα των κοιτασμάτων, για τη δυνατότητα εξόρυξης τους, για την ύπαρξη αγοράς το 2030 για τους συγκεκριμένους υδρογονάνθρακες και για την ύπαρξη χρηματοδότησης του όλου εγχειρήματος, ή αν θα χρηματοδοτήσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και τις αναγκαίες υποδομές του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.