Ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας και Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, όρισε την διαπραγμάτευση «ως μια διαδικασία σύνθεσης αντιτιθέμενων συμφερόντων σε μια κοινή θέση, υπό τη λήψη μιας ομόφωνης απόφασης».
Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων οι προσπάθειες διπλωματικής όσμωσης διαρκούν δεκαετίες και έχουν περάσει από διαφορετικές φάσεις έντασης (κρίση του Χόρα το 1976 και μετέπειτα του Σιμσμίκ το 1987, έναρξη μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, κρίση των Ιμίων το 1999, διπλωματία των «σεισμών», του «ζεϊμπέκικου» και των «κουμπαριών» και νέος γύρος συστηματικών τουρκικών προκλήσεων και αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας). Συνεπώς, ο διπλωματικός διάλογος πέραν των στρατηγικών στόχων που τίθενται από κάθε χώρα και οφείλουν να ακολουθούν μια σχετική σταθερότητα, πρέπει να λογίζεται ως μια δυναμική διαδικασία που απαιτεί ευέλικτες τεχνικές διαπραγμάτευσης. Ποιες αρχές, όμως, θα μπορούσε να ακολουθήσει η ελληνική πλευρά στην παρούσα φάση, με βάσει τους συσχετισμούς που προκύπτουν στο στρατιωτικό, οικονομικό και διπλωματικό πεδίο;
1. Κατάλληλη προετοιμασία της διαπραγμάτευσης: Οι ικανοί διαπραγματευτές αναφέρουν ότι «μια καλή διαπραγμάτευση και κατ’ επέκταση συμφωνία, λαμβάνει χώρα κατά 90% πριν τα αντιτιθέμενα μέρη καθίσουν στο τραπέζι» και προσθέτουν ότι «μια αποτελεσματική διαπραγμάτευση βασιζεται 90% στην συμπεριφορά και 10% στην τεχνική». Ο σαφής ορισμός των θεματικών που θα συζητηθούν, η γνώση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών της άλλης πλευράς και η ανίχνευση των πραγματικών προθέσεων και της ειλικρίνειας των συμμετεχόντων στην διαπραγμάτευση αποτελούν απαραίτητο συστατικό του διπλωματικού διαλόγου. Εν προκειμένω, η ελληνική πλευρά έχει σωστά περιορίσει τον διάλογο στο θέμα της υφαλοκρηπίδας, σε αντίθεση με την Τουρκία που απαιτεί μια πιο διευρυμένη ατζέντα, ενώ η γνώση των τουρκικών πλεονεκτημάτων και αδυναμιών από την ελληνική πλευρά είναι υψηλή, παρότι ο Ερντογάν θεωρείται γενικώς απρόβλεπτος δρώντας.
2. «Διαμόρφωση» (Framing) και «Αγκύλωση» (Anchoring): Ο τρόπος που μια θεματική τίθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και περιγράφεται από τα αντιτιθέμενα μέρη, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το τελικό αποτέλεσμα, καθώς οι διαπραγματευόμενες πλευρές υπόκεινται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που ονομάζεται ως «αγκύλωση». Όπως, σε μια πιθανή πώληση ενός αντικειμένου αυτός που θέτει πρώτος την τιμή, «αγκιστρώνει» το δεύτερο μέρος της διαπραγμάτευσης σε μια κοντινή «περιοχή τιμών» και δεν του επιτρέπει να ξεφύγει πολύ από αυτήν, έτσι και στο διπλωματικό παίγνιο, εκείνος που διαθέτει την πρωτοβουλία των κινήσεων είναι πιθανόν να εγκλωβίσει τον αντίπαλό του στις επιθυμητές γι’ αυτόν θέσεις.
3. Αποφυγή Ακραίων Θέσεων: Οι ακραίες θέσεις πέραν του ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αποδεκτές από το έτερο μέλος της διαπραγμάτευσης, προκαλούν έντονες αντιδράσεις και συνεπώς απομακρύνουν την πιθανότητα για συμφωνία, απομειώνοντας, παράλληλα, το διπλωματικό κεφάλαιο μιας χώρας σε διεθνές επίπεδο. Περαιτέρω, ακόμη και αν μια ακραία θέση γίνει τελικά αποδεκτή, θα είναι δύσκολο να διαρκέσει χρονικά, καθώς το αντιτιθέμενο μέρος θα προσπαθήσει αργά η γρήγορα να ανατρέψει τη συμφωνία ή απλά να μην την τηρήσει. Από την άλλη πλευρά, ένα κράτος που γίνεται αποδέκτης μαξιμαλιστικών ή επιθετικών απαιτήσεων, μπορεί να «αποφορτίσει» την πίεση που δέχεται, καταδεικνύοντας στους άλλους δρώντες που συμμετέχουν ή επηρεάζουν την διαπραγμάτευση, το ακραίο αυτών των θέσεων.
4. Οριοθέτηση «κόκκινων γραμμών» και «ζώνης κοινών συμφερόντων»: Η ελληνική πλευρά πρέπει να αποφασίσει ποιες κινήσεις ή προτάσεις της τουρκικής πλευράς παραβιάζουν τις «κόκκινες γραμμές» της διαπραγμάτευσης και ποιες εμπίπτουν σ’ ένα πεδίο κοινών και αμοιβαία επωφελών συμφερόντων. Θα μπορούσε π.χ. μια ποσοτικοποιημένη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων στο Αιγαίο, ταυτόχρονα με μια δέσμευση για πάγωμα των αμυντικών εξοπλισμών να οφελήσει τις οικονομίες των δύο χωρών ή αποτελεί παραβίαση των εθνικών γραμμών και αντιμετωπίζεται ως ένα ενδεχόμενο υψηλού ρίσκου για την Αθήνα, ελλείψει ειλικρινούς στάσης από την Άγκυρα και αξιόπιστου τοποτηρητή της συμφωνίας;
5. Γνώση της «καλύτερης εναλλακτικής συμφωνίας»: Αν η διαπραγμάτευση δεν καταλήξει στο επιθυμητό και άριστο για την ελληνική πλευρά αποτέλεσμα, με ποια εναλλακτική συμφωνία θα ήταν ικανοποιημένη η Αθήνα και τι θα ήταν διατεθειμένη να προσφέρει στη διαπραγμάτευση για να το αποκτήσει;
6. Σωστό timing: Όπως και στη ζωή, έτσι και στη διπλωματία, η επιλογή του αν ένα θέμα πρέπει να συζητηθεί και πότε, αποτελεί πολύ σημαντικό ζήτημα, καθώς επηρεάζεται από την σκληρή, την ήπια και τη διπλωματική ισχύ που διαθέτει κάθε πλευρά τη δεδομένη χρονική στιγμή.
7. Επιλογή «έντιμων» διαμεσολαβητών: Είναι δεδομένο ότι στην ελληνοτουρκική διένεξη, τα οικονομικά, ενεργειακά, αμυντικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που υπάρχουν, εμπλέκουν εκτός από τις δύο παραδοσιακές υπερδυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία), τόσο τα γαλλο-γερμανικά συμφέροντα, όσο και τα κίνητρα χωρών της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η ελληνική πλευρά πρέπει να προτιμήσει εκείνον τον διαμεσολαβητή που έχει κοινές με τα ελληνικά συμφέροντα θέσεις ή εναλλακτικά τον διαμεσολαβητή που έχει την μικρότερη συνολική οικονομική και διπλωματική εξάρτηση από την Άγκυρα.
8. Διάγνωση της φύσης της συμφωνίας: Όπως έχει καταδείξει ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμων, Robert Αxelrod, μια συμφωνία είναι πιθανότερο να τηρηθεί και από τις δύο πλευρές, εφόσον υπάρχει η προοπτική συνέχισης της συνεργασίας των δύο μερών στο μέλλον. Με άλλα λόγια, κάθε μέρος έχει κίνητρο να εξαπατήσει το άλλο, εφόσον αντιμετωπίζει την εκάστοτε συμφωνία ως ένα μεμονωμένο γεγονός και προσπαθεί να αδράξει από αυτήν ένα εύκολο και γρήγορο κέρδος, ενώ αν θεωρήσει ότι υπάρχουν αθροιστικά μεγαλύτερα μελλοντικά οφέλη από την συνέχιση της συνεργασίας, θα σπεύσει να υιοθετήσει μια αξιόπιστη συμπεριφορά.
9. Η αξία των σκοπών: Είναι κατανοητό, ότι τα κράτη με τη μεγαλύτερη συνολικά ισχύ μπορούν να επιβάλλουν στις περισσότερες των περιπτώσεων τη θέλησή τους στα πιο αδύναμα μέρη. Όμως, η ένταση με την οποία τα πιο αδύναμα μέρη διεκδικούν το δίκαιό τους και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλουν απέναντι στη διεθνή κοινότητα συγκεκριμένα ζωτικά τους συμφέροντα, μπορεί να γείρει την πλάστιγγα της διαπραγμάτευσης υπέρ των αδυνάμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελούν οι «πόλεμοι του μπακαλιάρου», όπου η υπέρμετρα ανώτερη σε στρατιωτική και οικονομική δύναμη Βρετανία υποχώρησε απέναντι στην Ισλανδία στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων και των δικαιωμάτων αλιείας της δεύτερης.
10. Ποτέ μην αρχίζεις μια διαπραγμάτευση, αν δεν είσαι διατεθειμένος να φύγεις από αυτήν: Αν κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης, έχοντας προαποφασίσει ότι θα συμφωνήσεις ό,τι και αν συμβεί, τότε είναι προτιμότερο να μη ξεκινήσεις καθόλου την εν λόγω διαπραγμάτευση. Μια χώρα που είναι αποφασισμένη εκ των προτέρων να καταλήξει σε μια οποιαδήποτε λύση, είναι πιθανότατα έρμαιο φοβικών συνδρόμων, εξωτερικών πιέσεων ή θέλει να εξοφλήσει βραχυχρόνια μικροπολιτικά ιδιωτικά οφέλη που αντιβαίνουν στο μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον.
Συμπερασματικά και επί του συγκεκριμένου ζητήματος διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα βλέποντας την πρόθεση της Άγκυρας να ανοίξει την ατζέντα των συνομιλιών, την επιθετική και ανειλικρινή στάση που αυτή τηρεί για σειρά ετών, μέσω δηλώσεων αλλά και ενεργειών αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και τις αρνητικές για την τουρκική οικονομία και διπλωματία ισορροπίες που δημιουργούνται το τελευταίο διάστημα, είναι προτιμότερο να τηρήσει στάση αναμονής χωρίς να θέσει άμεσα σοβαρά ζητήματα στο τραπέζι του διαλόγου. Αυτό δεν σημαίνει, ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία πρέπει να κλείσουν, καθώς η έλλειψη διπλωματικής επαφής σε περιόδους αυξημένης έντασης μπορεί να προκαλέσει παρανοήσεις που δύναται να οξύνουν έτι περαιτέρω την ελληνοτουρκική κρίση. Αυτό που απαιτείται, είναι προσήλωση στον τελικό στόχο, οριοθέτηση των τουρκικών απαιτήσεων και ενεργητική ανάληψη πρωτοβουλιών στη θέσπιση της διαπραγματευτικής ατζέντας, επιλογή του κατάλληλου χρόνου και διαμεσολαβητή για τη διαπραγμάτευση, αποφυγή διαπραγματευτικών αγκυλώσεων και προτετελεσμένων και δυναμική διεκδίκηση με βάσει τα όσα ορίζουν οι δυνατότητες, οι διπλωματικές ισορροπίες και το εθνικό συμφέρον της χώρας μας.
*Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος και διεθνολόγος.