Πολλές φορές έχει επισημανθεί από αυτή τη στήλη, ότι, δυστυχώς, η Τουρκία έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, και κάθε φορά που κάνει κινήσεις κλιμάκωσης παίρνει φωτιά στη χώρα μας το ελληνοτουρκικό debate μεταξύ των οπαδών της «σκληρής γραμμής» και των οπαδών του «να τα βρούμε». Τελικά όμως, ανεξάρτητα από τους μετέχοντες στο ελληνοτουρκικό debate, αυτός που παίρνει τις αποφάσεις είναι ο εκάστοτε πρωθυπουργός.
Συνήθως ο πρωθυπουργός έχει όλη την εικόνα – που για χώρες σαν την Ελλάδα κυρίως προκύπτει μέσα από τις επαφές του με ξένους ηγέτες - ωστόσο δεν είναι υποχρεωμένος να είναι ειδικός επί των θεμάτων άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό το ρόλο έχει συμβούλους και το ειδικό προσωπικό του κρατικού μηχανισμού.
Παράλληλα, ο πρωθυπουργός εκτός από πρόεδρος της κυβέρνησης είναι ταυτόχρονα κατά κάποιο τρόπο εγγυητής του πολιτεύματος με την έννοια ότι πρέπει να αποφεύγει τη λήψη αποφάσεων που θα φέρουν σε δυνητικό κίνδυνο, εσωτερικό ή εξωτερικό, το πολιτικό σύστημα, τη χώρα και το λαό, καθώς επίσης είναι και αρχηγός πολιτικού κόμματος που θα πρέπει να νοιάζεται για το φιλολαϊκό προφίλ και το μέλλον του πολιτικού σχήματος που ηγείται. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός λοιπόν καλείται κάθε φορά να αποφασίζει τηρώντας ισορροπίες ανάμεσα στις τρείς παράλληλες υποστάσεις του.
Αναφέρω τα παραπάνω για να καταλήξω στο ότι οι διάφοροι σύμβουλοι, είτε αυτοί της «σκληρής γραμμής», είτε αυτοί της γραμμής του «να τα βρούμε», πριν συμβουλεύσουν, θα πρέπει να είναι σε θέση να «μπουν στα παπούτσια» του εκάστοτε πρωθυπουργού και αντί να μιλούν ωσάν να βρίσκονται σε εργαστήριο συνθηκών ΚΣ, αντίθετα να μπορούν να κατευθύνουν την κυβέρνηση βάσει των αντικειμενικών συνθηκών και συσχετισμών.
Ο τρόπος σκέψης του σημερινού πρωθυπουργού δεν είναι σίγουρα αποτέλεσμα στρατιωτικής ή διεθνολογικής παιδείας. Αντίθετα, θα έλεγα ότι προσεγγίζει πολύ περισσότερο τις αρχές του σύγχρονου επιχειρηματικού μάνατζμεντ. Ο σύγχρονος μάνατζερ δεν ενδιαφέρεται για τους τίτλους, αν δηλαδή η πολιτική που θα ακολουθήσει στην αγορά χαρακτηρίζεται «σκληρή» ή «συγκαταβατική». Ο μάνατζερ ενδιαφέρεται για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου και την αύξηση των αποτελεσμάτων-κερδών. Ως εκ τούτου, δημιουργεί τις προϋποθέσεις και δίνει ίσες ευκαιρίες σε όποιον δηλώνει έτοιμος να παίξει στο παιχνίδι.
Κατά αντίστοιχο τρόπο φαίνεται να λειτουργεί και ο σημερινός πρωθυπουργός. Από την αρχή της διακυβέρνησης έδωσε περίπου ίσες ευκαιρίες τόσο στους υποστηρικτές της «σκληρής γραμμής», όσο και στους υποστηρικτές της «συγκατάβασης». Τους άφησε να βάλουν στο τραπέζι τις προτάσεις τους. Και δυστυχώς, από ότι δείχνουν τα πράγματα, κανείς από τις δύο ομάδες δεν έχει πείσει ότι έχει ολοκληρωμένο σχέδιο.
Οι υποστηρικτές της «σκληρής γραμμής» δεν έχουν παρουσιάσει ένα σχέδιο αντοχών, διεθνοπολιτικής ασφάλειας και βιώσιμων στόχων την επόμενη μέρα της σκληρής απάντησης στην τουρκική προκλητικότητα. Γιατί απάντηση φυσικά και μπορείς να δώσεις, το θέμα είναι αν είσαι έτοιμος να σηκώσεις αποτελεσματικά το βάρος του τι θα ακολουθήσει!
Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του «να τα βρούμε» με την Τουρκία έχουν μια εμμονή στη νομικίστικη προσέγγιση και χάνουν το γεωστρατηγικό δάσος. Δεν έδωσαν καμία σημασία στις φωνές που πολύ έγκαιρα λένε ότι η Τουρκία έχει εργαλειοποιήσει τις λεπτές γραμμές και τις ασάφειες του διεθνούς δικαίου στην υβριδική στρατηγική της, και εξακολουθούν να συμβουλεύουν σαν να βρίσκονται σε Αμερικανική νομική εταιρεία και όχι σε ένα κράτος με τους περιορισμούς και τις προκλήσεις της Ελλάδας!
Υπάρχει και μια τρίτη πολύ μικρή ομάδα, των «ρεαλιστών». Σε αυτή ανήκουν όσοι έχουν προτάσεις άμεσης ενίσχυσης της εθνικής μας άμυνας με εφικτό κόστος και με κινήσεις στη διπλωματική σκακιέρα που μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα. Δεν ξέρω αν έχουν ολοκληρωμένη πρόταση, αλλά είμαι σε θέση να ξέρω ότι έχουν βιώσιμη αφετηρία στη σκέψη τους. Αυτή η ομάδα παίζει εκτός πολιτικού και γραφειοκρατικού σχήματος και δυστυχώς αποτελεί κόκκινο πανί για τις δυο παραπάνω άλλες ομάδες, διότι πολύ απλά χαλάει την διεθνοπολιτική και αμυντική «αγορά».
Ελπίζω και εύχομαι, όσο οι δυο κυρίαρχες ομάδες του ελληνοτουρκικού debate θα προσπαθούν να πείσουν τον πρωθυπουργό με τα εξόχως ελλειμματικά τους σχέδια, το γραφείο του πρωθυπουργού να ρίξει μια ματιά και στην ομάδα των «ρεαλιστών». Ίσως εκεί βρει τις απαντήσεις που ψάχνει…