Του Ζαχαρία Μίχα
Ας μη γελιόμαστε. Ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται πλέον σε πόλεμο. Πάντα βρισκόταν για την ακρίβεια από την 11η Σεπτεμβρίου, όμως, παρά τα μαθήματα των τρομοκρατικών επιθέσεων στον κεντρικό σταθμό του σιδηρόδρομου στην Ισπανία, την επίθεση στο μετρό και το λεωφορείο στο Λονδίνο και μερικά ακόμα μικρότερου μεγέθους που αποδόθηκαν στον ισλαμικό εξτρεμισμό, εθιστήκαμε πανευρωπαϊκά να θεωρήσουμε ότι αυτό θα είναι μέρος της ζωής μας από εδώ και πέρα και αφού πρώτα ομονοήσαμε για μικρό χρονικό διάστημα, στη συνέχεια μάθαμε να ζούμε με αυτή την απειλή.
Η διαστροφή μας έφτασε στο σημείο να συνηθίσουμε ακόμα και το να βλέπουμε τις ειδήσεις με τους αποκεφαλισμούς του Ισλαμικού Κράτους, όταν αυτό ξεκίνησε τη δράση του, τρώγοντας το μεσημεριανό ή το βραδινό μας.
Η συλλογική ευρωπαϊκή μας συμπεριφορά υποδείκνυε λαούς που κατά βάθος αισθάνονταν ότι οι επιθέσεις και οι απειλές ήταν η εξαίρεση στον κανόνα του δυτικού μας τρόπου ζωής, στο πλαίσιο του οποίου φαίνεται πως εθιστήκαμε, εκτός από τις αγριότητες, να θεωρούμε περισσότερα πράγματα ως δεδομένα από αυτά που πραγματικά είναι. Ταυτόχρονα, συνηθισμένοι να ζούμε σε δημοκρατικά καθεστώτα όπου όλοι έχουμε την πολυτέλεια να εκφράζουμε τις απόψεις μας, όποιες κι αν είναι αυτές, να συγκρουόμαστε, να βρίζουμε τις πολιτικές εξουσίες, τελικά ξεφύγαμε.
Άλλοι τάσσονταν υπέρ της πρόταξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών καταδικάζοντας τα μέτρα ασφαλείας και άλλοι ακολουθούσαν τον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Χαρακτηριστικό της συλλογικής μας στάσης, ήταν ότι οι υπόγειες κοινωνικές διαδικασίες ενίσχυσαν τις ηχηρές μειοψηφίες και από τα δυο άκρα. Είτε δεξιά, είτε αριστερά, κάτι που αποτυπώθηκε σε πολλαπλά εκλογικά αποτελέσματα σε όλη την Ευρώπη.
Όλα αυτά ήταν το αποτέλεσμα της κατά-δικής μας στάσης, καθώς πέραν από την πολιτική διαβούλευση, υπήρχαν λιγότερο ή περισσότερο «νοικοκυραίοι» σε όλα τα κράτη-μέλη που ανησυχούσαν για την πορεία που είχαν πάρει τα πράγματα. Και αισθάνονταν ότι δεν τους εκπροσωπούσε κανείς «παραδοσιακός», οπότε η αμετροέπειά μας τους οδήγησε στην αγκαλιά κάθε λογής ακρότητας. Τελικά, εν μέσω της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, εν μέσω ιδεολογικής πόλωσης, χανόταν η αλήθεια.
Κάπου μέσα στον διχασμό μας ανάμεσα στους ακροδεξιούς ξενόφοβους και τους αριστερούς ανθρωπιστές, χανόταν η ουσία… Μέσα στο προσφυγικό κύμα, δινόταν η ευκαιρία στους αιμοσταγείς μισάνθρωπους του Ισλαμικού Κράτους να «φυτέψουν» στο ευρωπαϊκό έδαφος ορισμένα από τα πιο επικίνδυνα, φανατισμένα και αποφασισμένα να προκαλέσουν εκατόμβη θυμάτων, στοιχεία. Αυτό είναι κάτι που δεν χρειάζεται να είσαι αριστερός ή δεξιός για να το καταλάβεις.
Κι όμως, ανάμεσα στον «θόρυβο» από την ελεύθερη διακίνηση όλων των απόψεων, κατορθώσαμε να χάσουμε το μέτρο και την ουσία. Είναι αμφίβολο μάλιστα εάν εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα, ότι δυο από τους μακελάρηδες του Παρισιού πέρασαν σε ευρωπαϊκό έδαφος μέσω των ελληνικών νησιών. Εξαιτίας των καραβανιών που αρνήθηκε σκοπίμως να εμποδίσει η Τουρκία. Και τα αποτελέσματα τα είδαμε.
Ενδεχομένως να ήταν και από αυτούς που… λιάζονταν – σύμφωνα με την κυρά-Τασία – μια απολύτως κατανοητή συμπεριφορά λίγο πριν ολοκληρώσουν την αποστολή τους επί της γης και αναλάβουν υπηρεσία στον Παράδεισο. Ούτε μία ούτε δύο, 72 το σύνολο, δουλειά πολύ… βέβαια, αν τις βρουν να μας ειδοποιήσουν κι εμάς. Πώς είμαστε σίγουροι ότι δεν θα ακολουθήσουν κι άλλες τρομοκρατικές επιθέσεις και στην πορεία θα ανακαλύψουμε ότι φιλοξενήσαμε κι άλλους για να μπουν στο κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι για να μας μακελέψουν;
Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχομένως να εξακολουθεί να μην είναι πολιτικώς ορθό να προβαίνουμε σε αυτοκριτική. Εξάλλου, στην Ελλάδα δεν το συνηθίζουμε. Δεν είναι μυστικό ότι η αμετροέπεια στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του προβλήματος της μετανάστευσης ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Δεν είναι μυστικό ότι η πόλωση ανάμεσα στο «ανοίξτε τις πόρτες, οι μετανάστες, είναι αδέρφια μας» και το «οχυρώστε την Ελλάδα και την Ευρώπη», χάθηκε η ουσία…
Πόσους μπορεί να απορροφήσει μια χώρα χωρίς να αποσταθεροποιηθεί; Πως θα τους συντηρήσει; Πως θα τους δώσει στέγη και δουλειά; Πως; Η ιδεολογική κατίσχυση όσων αρνούνταν αυτιστικά να δούνε ολόκληρη τη διάσταση του προβλήματος διεκδικώντας για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα στον ανθρωπισμό, με τις αντιλήψεις αυτές να συνοδεύονται από την αδυναμία να αντιληφθούν το πώς λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία και τις συνέπειες της ολιγωρίας, παραπέμποντας σε νεφελώδεις έννοιες περί κοινωνικής επανάστασης, ήταν σχεδόν νομοτελειακό να μας οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα.
Κι όλα αυτά, με τους εν μέρει τουλάχιστον υπεύθυνους, να παριστάνουν σήμερα τους τιμητές, ανακαλύπτοντας μια νέα διεθνή συνωμοσία. Ενώ αρνούνται ακόμα και τώρα να αποκαλέσουν το μεταναστευτικό ως «πρόβλημα», αρνούνται ακόμα και να το αναγνωρίσουν ως τέτοιο… Κι όταν τους έλεγες μέχρι πρόσφατα ότι κάπου μέσα σε αυτή την παρανοϊκή κατάσταση γιγαντώθηκε και το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, σε έθεταν υπό διωγμό.
Από την άλλη πλευρά, έπιασαν δουλειά άμεσα οι συνηθισμένες πλευρές, οι οποίες αναφέρουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από το πρωί, μέσα στον «αντιστασιακό» τους οίστρο, κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι, ότι το έχουν αντιληφθεί το «στημένο παιχνίδι», ότι «το σύστημα βρήκε τον εχθρό του», ή εναλλακτικά, ότι «έφτιαξαν το ISIS και τώρα εισπράττουν τα επίχαιρα των πράξεών τους» και ό,τι άλλο παράγει ο εθισμένος στη συνωμοσία εγκέφαλός τους. Όταν μια κοινωνία αρχίζει και συζητά σε αυτές τις βάσεις είναι λογικό άκρη να μη βγάζει και έρχεται η πραγματικότητα να αποκαλύψει την κενότητά τους.
Αυτό βέβαια σημασία δεν έχει. Ό,τι και να πούνε όλοι αυτοί που εξασφαλίζουν το δικαίωμα να λένε ό,τι τους κατέβει εκμεταλλευόμενοι τις αρετές του πολιτικού συστήματος που συναντά κανείς μέσες-άκρες στις δυτικές Δημοκρατίες, τις οποίες έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους, ενίοτε δε και επάγγελμα, αν στρέφονται με μένος εναντίον τους επιθυμώντας την κατάρρευσή της, αντί να επιχειρούν να τη βελτιώσουν, οι χώρες της ενωμένης Ευρώπης βρίσκονται σε πόλεμο.
Σε αυτές τις συνθήκες, α) συσπειρώνεσαι και β) εμπλέκεις στην επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, όλα τα μέσα. Γιατί; Μα είναι απλό. Διότι σε συνθήκες πολέμου επηρεάζονται όλα τα επίπεδα της ζωής ενός εκάστου… Ο πόλεμος θα είναι στρατιωτικός, πολιτικός, ιδεολογικός, κοινωνικός, οικονομικός, κ.λπ. Η έκβασή του ασαφής, εκτός κι αν καταφέρουμε μεταξύ μας και γεφυρώσουμε τις διαφορές, αφήσουμε στην άκρη την πολύ θεωρία και ας κοιτάξουμε να διασφαλίσουμε όλα όσα μας δίνουν την πολυτέλεια να διαφωνούμε, ακόμα και σε βαθμό παραλογισμού. Είναι πολλά όσα διακυβεύονται. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο ολιγωρίας.