Η δραματοποίηση της συνάντησης Γεραπετρίτη - Φιντάν δεν βοηθά ούτε τη διαμόρφωση ενός ισχυρού εσωτερικού μετώπου ούτε τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, οδηγώντας σε μια εσωτερική συζήτηση για το τι θα δοθεί ή τι θα πάρει η Τουρκία.
Συγχρόνως με τα τεχνητά διλήμματα, ή επίτευξη συμφωνίας ή πόλεμος απλώς αποδυναμώνεται η θέση της χώρας και τίθεται ως δεδομένη και αναγκαστική η υποχώρηση στις διεκδικήσεις της Τουρκίας…
Πιθανότατα η αγωνία για το γεγονός ότι η παρούσα διαδικασία προσέγγισης έχει όρια και είναι εξαιρετικά ευαίσθητη και εύθραυστη οδήγησε τον Υπουργό εξωτερικών να αποδώσει στη συνάντηση αυτή κρίσιμο χαρακτήρα, ώστε να φανεί ότι υπάρχει προοπτική στη διαδικασία παρά το γεγονός ότι όλα συντείνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και πάντως είναι λάθος και υπονομεύει και την ελληνική στρατηγική η μετατροπή της συνάντησης Γεραπετρίτη - Φιντάν σε κομβικό σημείο του make or brake στα ελληνοτουρκικά.
Ο Γ. Γεραπετρίτης έχει εξηγήσει σε πολλές συνεντεύξεις του αλλά και στην ενημέρωση των βουλευτών της ΝΔ που συμμετέχουν στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής, ότι στη συνάντηση με τον Χ. Φιντάν θα διερευνηθεί εάν μπορεί να συμφωνηθεί το πλαίσιο για την έναρξη του επόμενου σταδίου, του τεχνοκρατικού, για την οροθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αυτό σημαίνει ότι το βάρος της ουσιαστικής διαπραγμάτευσης πέφτει στους δυο υπουργούς εξωτερικών οι όποιοι θα πρέπει κατά την ελληνική προσέγγιση να συζητήσουν το εύρος της διαφοράς (ποιες είναι οι προς συζήτηση διαφορές), το εφαρμοστέο Δίκαιο και το χρονοδιάγραμμα.
Και εάν δεν υπάρξει δυνατότητα συμφωνίας επί του πλαισίου είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία και για συνυποσχετικό για την παραπομπή στη Χάγη.
Η ελληνική πλευρά με κάθε τρόπο δηλώνει ότι δεν πρόκειται να συζητήσει θέματα που αφορούν την ελληνική κυριαρχία, όπως είναι οι γκρίζες ζώνες, το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων αλλά και η άμυνα των νησιών. Και ότι μοναδικό θέμα συζήτησης είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Όμως η Τουρκία προσεγγίζει τη διαδικασία αυτή με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η «ολιστική προσέγγιση» του Τ. Ερντογάν περιλαμβάνει όχι μόνο όλο το φάσμα των «παρένθετων» θεμάτων της οριοθέτησης, με όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις αλλά και θέματα όπως η «τουρκική» μειονότητα στη Θράκη, καθώς η Άγκυρα θεωρεί ότι η συζήτηση πρέπει να απλωθεί σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και έτσι η όποια συμφωνία να είναι συνολική.
Αυτό δυσκολεύει πολύ τη συζήτηση καθώς είναι προφανές ότι η Τουρκία κτίζοντας το πλαίσιο των διεκδικήσεων τις τελευταίες δεκαετίες έχει φροντίσει ώστε το «καλάθι» της να έχει γεμίσει με θέματα τα οποία η ίδια θέτει ως τετελεσμένα έναντι της Ελλάδας που στο καλάθι της έχει απλώς το νόμιμο δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων με τελικό στόχο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Η Τουρκία και σε ανώτατο επίπεδο έχει διαμηνύσει ότι η ατζέντα της παραμένει η ίδια, στην οποία συμπεριλαμβάνει την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων (μέσω του casus belli), νησιά «αμφισβητούμενης κυριαρχίας», την αποστρατικοποίηση των νησιών, τη μείωση του ελληνικού εναέριου χώρου και όλο το πλαίσιο των αμφισβητήσεων διεθνών αρμοδιοτήτων όπως η διαχείριση του FIR, η περιοχή Έρευνας Διάσωσης κλπ.
Καθώς είναι προφανές ότι με τις θέσεις αυτές η συζήτηση του Γ. Γεραπετρίτη με τον Χ. Φιντάν δε θα χρειάζονταν παρά μερικά λεπτά προκειμένου να τερματισθεί, δημιουργείται επίσης άστοχα στο εσωτερικό η εικόνα μιας Τουρκίας που είναι σχεδόν έτοιμη να αποσύρει όλες τις διεκδικήσεις της προκειμένου να συνεχισθεί ο διάλογος. Ακούγονται μάλιστα επιχειρήματα ότι ο Ερντογάν φροντίζοντας για την υστεροφημία του θέλει να αφήσει πίσω του ως παρακαταθήκη την ελληνοτουρκική συμφιλίωση ή ότι η Τουρκία έχει πολλά μέτωπα ανοικτά και γι αυτό θέλει να κλείσει το μέτωπο με την Ελλάδα…
Προφανώς, η αντίληψη ότι ο Τ. Ερντογάν και η σημερινή Τουρκία είναι έτοιμοι να «παραδοθούν» στην Ελλάδα και να εγκαταλείψουν την πολιτική της «Γαλάζιας Πατρίδας» που είναι βασικό μέρος του Ερντογανικού οράματος του «Αιώνα της Τουρκίας» είναι εντελώς λανθασμένη και παραπλανητική. Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι ξαφνικά και για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ψυχολογικές ή υπαρξιακές αναζητήσεις του κ. Ερντογάν η Τουρκία θα εγκαταλείψει από τώρα όλα τα τετελεσμένα που έχει βάλει στο τραπέζι.
Ο διάλογος με την Τουρκία θα πρέπει να γίνει και όπως έχω επισημάνει, η κάθε κυβέρνηση και ο κάθε υπουργός εξωτερικών έχει το δικαίωμα και το χρέος να διερευνά και να εξαντλεί τις δυνατότητες που υπάρχουν για πρόοδο στα Ελληνοτουρκικά, χωρίς όμως να γίνεται αυτή η προσπάθεια χωρίς ρεαλισμό και επίγνωση της κατάστασης. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος εγκλωβισμού στον μάταιο αγώνα διατήρησης και συντήρησης μιας διαδικασίας η οποία θα είναι τελικά προ όφελος της άλλης πλευράς.
Η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο όπλο αυτό της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων. Είναι σαφές ότι πριν ξεκινήσει η διαδικασία η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει στο κλείσιμο των Κόλπων και στον ορισμό ευθειών γραμμών βάσης και να κρατήσει μέχρι την τελευταία στιγμή και πριν αρχίσει ο σχεδιασμός επί χάρτου (εάν φθάσουμε ποτέ εκεί) το χαρτί της επέκτασης των χωρικών υδάτων ώστε οι όποιες υποχρεωτικές ρυθμίσεις να είναι το «αντάλλαγμα» για την εγκατάλειψη από την Τουρκία των «τετελεσμένων», όπως οι «γκρίζες ζώνες», η αποστρατικοποίηση και το τουρκολυβικό Μνημόνιο.
Ενόψει της έναρξης της διαδικασίας αυτής πρέπει η Αθήνα να προετοιμάζεται συγχρόνως και για το ενδεχόμενο η διαπίστωση αδιεξόδου να προκαλέσει αναταράξεις στα ήρεμα νερά. Και χρειάζεται καλός σχεδιασμός για την επόμενη ημέρα. Για την Τουρκία η συνέχιση της εκκρεμότητας είναι ανεκτή εφόσον δεν υπάρχει καμιά προσπάθεια από την Ελλάδα άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το ερώτημα είναι εάν είναι διατεθειμένη και για πόσο διάστημα να κινηθεί έτσι και η Αθήνα…