Μια διεθνής συμφωνία κρίνεται, όχι μόνο την ημέρα της υπογραφής της, με την ευδαιμονία και ανακούφιση που σκορπίζει, αλλά από τη διάρκειά της, τη σαφήνειά της και κυρίως τη «οχύρωσή» της απέναντι σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες, ώστε να εξασφαλίζεται η ανθεκτικότητά της.
Η Συμφωνία των Πρεσπών από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι είχε σοβαρές δομικές αδυναμίες. Πιθανόν, όπως επανειλημμένα έχουν δηλώσει οι δυο πολιτικοί που πήραν το βάρος της υπογραφής της ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς, σε μια Συμφωνία πρέπει να κερδίζουν όλοι και είναι προφανές ότι η αγωνία που είχε τότε η Αθήνα, ώστε να δώσει λύση στο πρόβλημα εξασφαλίζοντας την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της χώρας, είχε ως αντάλλαγμα το να αφήσει θολή και γκρίζα την εικόνα για τη χρήση στο μέλλον του όρου Μακεδονία, Μακεδόνας, Μακεδονικός στην άλλη πλευρά. Και μάλιστα με την υπογραφή πλέον της Αθήνας.
Η τότε κυβέρνηση έθεσε ως πρόσταγμα για λόγους και πρακτικούς και ιδεολογικούς, την επίλυση ενός προβλήματος που κακοφόρμιζε για σχεδόν 20 χρόνια, θεωρώντας ότι η βελτίωση των σχέσεων που θα επέφερε και η αποφόρτιση των εντάσεων στις σχέσεις θα δημιουργούσαν ένα νέο περιβάλλον, το οποίο θα εξαφάνιζε ή πάντως θα απενεργοποιούσε τα «γκρίζα» σημεία της Συμφωνίας. Εξάλλου, η Αριστερά ουδέποτε έδωσε βάση και σημασία στον πυρήνα της διαφοράς που ήταν η ανακίνηση του Μακεδονισμού, ο σφετερισμός της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και του αλυτρωτισμού, με τη χρήση του όρου «Μακεδονία» από την άλλη πλευρά.
Η Συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να ήταν μόνο μια σελίδα χαρτί, όπου θα όριζε την υιοθέτηση του νέου ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» ως erga omnes μαζί με τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής της Συμφωνίας, χωρίς να εμπλακεί σε θέματα ταυτότητας και εξαιρέσεων στη χρήση του όρου «Μακεδονία». Όμως προτιμήθηκε ένα εκτενές κείμενο. Όπου καθορίζεται η γλώσσα ως «Μακεδονική» η υπηκοότητα ως «Μακεδονική/ πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», και προβλέπονται μια σειρά από προβληματικές ρυθμίσεις με βασική αυτή του άρθρου 7.
Όπου με μια λεκτική ακροβασία διαχωρισμού από την ελληνική ιστορία επιτρέπεται στη γειτονική χώρα η χρήση του όρου «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» για την «επικράτεια, τη γλώσσα, τον πληθυσμό και τα δικά τους χαρακτηριστικά, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά διακριτώς διαφορετικά από εκείνα του αλλού μέρους(της Ελλάδας)». Επίσης, στη Συμφωνία ορίζεται ότι η υποχρέωση χρήσης του νέου ονόματος αφορά μόνο το κράτος και όσους φορείς συνδέονται και χρηματοδοτούνται από το κράτος.
Πιθανόν, η τότε ελληνική κυβέρνηση να ήταν πεπεισμένη ότι όλα αυτά θα έχουν ξεχασθεί σε δύο τρία χρόνια και ότι όλα θα κυλούν ομαλά ώστε να μην αναδειχθούν τα γκρίζα σημεία της συμφωνίας…
Όμως η πολιτική και ειδικά στις διεθνείς σχέσεις σπανίως κινούνται ευθύγραμμα και βάσει των προσωπικών υπολογισμών η βεβαιοτήτων.
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών ήρθε μέσα από μια δύσκολη διαδικασία και στη γειτονική χώρα, όπου χρειάσθηκαν μερικοί βουλευτές της αντιπολίτευσης να «προσφέρουν» την ψήφο τους στη βουλή και κατόπιν στο δημοψήφισμα υπήρξε ένα ισχνό αποτέλεσμα υπέρ της Συμφωνίας. Κάτι που έδειχνε ότι υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις και επομένως υπήρχε η κρίσιμη μάζα που θα αμφισβητούσε και θα επιχειρούσε να ακυρώσει το πνεύμα της Συμφωνίας.
Τώρα πλέον η Αθήνα βρίσκεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση, αντιμέτωπη με αυτή ακριβώς την προσπάθεια του VMRO-DPMNE το οποίο επανήλθε δυναμικά στην εξουσία και το οποίο ποτέ δεν αποδέχθηκε τον συμβιβασμό του Ζ. Ζάεφ με τον Αλ.Τσίπρα. Η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια είναι προφανές ότι έχει επιλέξει την τακτική της.
Θα επιχειρήσει να περιορίσει στο ελάχιστο και στα απολύτως αναγκαία τη χρήση της συνταγματικής ονομασίας Βόρεια Μακεδονία και να επιβάλει εμπράκτως τη διπλή ονομασία, που ήταν το απευκταίο σενάριο για την Ελλάδα.
Η πλευρά του VMRO-DPMNE φαίνεται να έχει μελετήσει την τακτική της. Η νέα πρόεδρος Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα ήταν αποκαλυπτική επαναλαμβάνοντας την περασμένη εβδομάδα ότι θα τηρεί τις υποχρεώσεις για χρήση της νέας ονομασίας στα επίσημα έγγραφα αλλά η ίδια θα χρησιμοποιεί ως προσωπικό ατομικό δικαίωμα τον όρο «Μακεδονία» και «Μακεδόνες», κάνοντας έναν δυσδιάκριτο διαχωρισμό μεταξύ της διπλής της υπόστασης ως Προέδρου της χώρας και ως ατόμου.
Στην ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης του Κρ. Μίτσκοσκι αναμένεται με ενδιαφέρον αν ο νέος πρωθυπουργός θα ορκισθεί όπως ορίζει το σύνταγμα της χώρας του ως «πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας» ή θα ακολουθήσει το παράδειγμα της κ. Σιλιάνοφσκα που απέφυγε το νέο όνομα αναφέροντας απλώς «Μακεδονία». Ήδη πάντως στην ορκωμοσία του προεδρείου της Βουλής η αντιπρόεδρος που προέρχεται από το VMRO-DPMNE ορκίσθηκε, αλλοιώνοντας τον όρκο, στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η εξάντληση των δυνατοτήτων που προσφέρει η Συμφωνία των Πρεσπών για διολίσθηση σε διπλή ονομασία θα αποτελεί πλέον ένα διαρκές πεδίο τριβής στις διμερείς σχέσεις. Η ελληνική κυβέρνηση πολύ περισσότερο όταν η ίδια ήταν εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν μπορεί να αποδεχθεί να ξεδιπλώνεται αυτό το σχέδιο μπροστά στα μάτια της χωρίς να αντιδράσει.
Όμως παρά τις προειδοποιήσεις του διεθνούς παράγοντα για την ανάγκη τήρησης και σεβασμού της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι προφανές ότι θα χρειασθεί πολύ δουλειά και μεγάλη επιμονή για να πεισθεί η διεθνής κοινότητα, ότι όταν η πρόεδρος ή ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας χρησιμοποιούν τους όρους «Μακεδονία, Μακεδονικός λαός» κ.ο.κ, παραβιάζουν τη Συμφωνία και δεν κινούνται απλώς εντός των δυνατοτήτων που τους προσφέρει το άρθρο 7 της Συμφωνία.
Εάν δεν υπήρχε το άρθρο αυτό το οποίο προσυπέγραψε και η Ελλάδα, τότε φυσικά και πάλι θα υπήρχαν τριβές αλλά θα ήταν πολύ πιο καθαρή η παραβίαση του erga omnes, που θα έθετε την ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας προ των ευθυνών της.
Το επόμενο διάστημα θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς ήδη ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει προειδοποιήσει ότι με αυτή την τακτική δεν μπορεί να ανοίξει ο ευρωπαϊκός δρόμος της Βόρειας Μακεδονίας. Η Αθήνα περιμένει δείγμα γραφής από τον κ. Μίτσκοσκι από την ανάληψη των καθηκόντων του. Δεν θα πρέπει πάντως να περιμένουμε πολλά από τον εθνικιστή πολιτικό.
Ο ίδιος, εξάλλου, πριν λίγες ημέρες απάντησε ότι τα Σκόπια είναι έτοιμα αν χρειασθεί να οδηγήσουν τη διαφορά στη Χάγη, όπως προβλέπει και η Συμφωνία. Μέχρι τότε θα συνεχίζεται αυτό το άχαρο διπλωματικό κρυφτούλι για τη διαπίστωση και καταγραφή των παραβιάσεων μιας Συμφωνίας η οποία έγινε έτσι ώστε οι παρασπονδίες και η κακοποίηση του πνεύματος της Συμφωνίας να είναι προβλεπόμενες και συνεπώς νόμιμες.