Του Λάμπρου Τζούμη
Όλο και πιο συχνά στο δημόσιο λόγο διατυπώνεται η άποψη ακόμα και από θεσμικούς παράγοντες ότι η προσφυγή σε ένα διεθνές δικαιοδοτικό δικαστήριο όπως η Χάγη αποτελεί ενδεχομένως την καλύτερη επιλογή επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Να επισημάνουμε ότι η επιλογή αυτή ακόμα και αν αποδεχθεί η Τουρκία την υπογραφή συνυποσχετικού, δεν κατοχυρώνει απόλυτα τα ζωτικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, καθόσον οι αποφάσεις για κάθε περίπτωση είναι μοναδικές και βασίζονται σε διεθνή νομοθεσία που ερμηνεύεται διαφορετικά από τα διάδικα μέρη. Δεν θα είχε επίσης ουσιαστικό αποτέλεσμα και θα διατηρούσε την υφιστάμενη κατάσταση έντασης αν η προσφυγή δεν περιελάμβανε και πολιτική συμφωνία για το σύνολο των διαφορών. Η προσφυγή στη Χάγη μόνο για ένα ζήτημα όπως επί παραδείγματι αυτό της υφαλοκρηπίδας χωρίς την επίλυση άλλων σοβαρών ζητημάτων αμφισβήτησης που θέτει μονομερώς η Τουρκία, θα διατηρούσε την υφιστάμενη κατάσταση έντασης.
Ένα από τα θέματα αυτά είναι και το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών μας. Επί του εν λόγω θέματος επανήλθε για μια ακόμα ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας Χ. Ακάρ ο οποίος κατηγόρησε την Ελλάδα ότι παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Είναι τέτοιο το θράσος της τουρκικής πλευράς του κατεξοχήν παραβάτη του διεθνούς δικαίου που «ξεχνά» ότι από το 1974 έχει εισβάλει στην Κύπρο, παραβιάζοντας συστηματικά τις διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα για την στρατικοποίηση των νησιών που πηγάζει από το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, ένα από τα σπουδαιότερα δικαιώματα της διεθνούς έννομης τάξης. Η απροκάλυπτη απειλή πολέμου στην περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο κυριαρχικό της δικαίωμα και προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 νμ, νομιμοποιούν τη χώρα μας να προβεί στη λήψη όλων των αναγκαίων προληπτικών αμυντικών μέτρων, προκειμένου να προασπίσει τη εθνικής της κυριαρχία. Οι λεκτικές απειλές και επιχειρησιακές δράσεις της Τουρκίας με τις καθημερινές παραβιάσεις – παραβάσεις του Ελληνικού Εναερίου Χώρου, του οποίου έχει αναλάβει την υποχρέωση να σέβεται (άρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης), δίνουν κάθε δικαίωμα στη χώρα μας για τον εξοπλισμό των νησιών.
Η απαίτηση της Τουρκίας για την αποστρατικοποίηση των νησιών μας είναι προφανές ότι έχει στόχο να καταστούν αυτά εύκολη λεία στους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις της, που φαίνονται καθαρά από την τεράστια συγκέντρωση στρατιωτικών μέσων και δυνάμεων, στις ακτές της Μικράς Ασίας, οι οποίες στρέφονται εναντίον των νησιών, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος πιθανός στόχος στην περιοχή. Σε περίπτωση που οδηγηθούμε στη Χάγη για όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, θα δώσουμε τη δυνατότητα σε ένα διεθνές δικαστήριο να αποφασίσει για τη διατήρηση ή τον εδαφικό ακρωτηριασμό της πατρίδας μας ;
Σε ότι αφορά στο καθεστώς που διέπει την στρατικοποίηση των νησιών να επισημάνουμε ότι αυτό διαφέρει ανά «γεωγραφικό σχηματισμό» με σημαντικότερες διατάξεις όπως παρακάτω:
Το καθεστώς των νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης διέπεται από τη σύμβαση για τα στενά του Μοντρέ του 1936, η οποία αντικατέστησε τη σύμβαση της Λωζάννης του 1923. Η συνθήκη του Μοντρέ υπογράφηκε το 1936 από τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, Αυστραλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία και Γιουγκοσλαβία. Είναι η συμφωνία που παραχωρεί τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων στην Τουρκία και ρυθμίζει τη στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 αναφέρεται ότι: «Η Τουρκία θα δύναται να επανεξοπλίση αµέσως την ζώνην των Στενών οία καθορίζεται εν τω προοιµίω της ρηθείσης Συµβάσεως». Εύλογες απορίες δημιουργεί γιατί η ελληνική πλευρά δεν ζήτησε να συμπεριληφθεί παρόµοια διάταξη στη συνθήκη του Μοντρέ και για τα ελληνικά νησιά (Λήµνο και Σαµοθράκη) που είχαν επίσης υπαχθεί σε καθεστώς αποστρατικοποίησης µε την υπό κατάργηση, συνθήκη της Λωζάννης για το καθεστώς των στενών. Οι πιθανές εκδοχές για το γεγονός αυτό είναι η αδυναμία σωστής εκτίμησης από ελληνικής πλευράς συσχετισµού του επανεξοπλισµού των στενών µε αυτό των δύο ελληνικών νησιών και η ύπαρξη της «ελληνοτουρκικής φιλίας» επί της οποίας πολλά είχαν στηριχθεί.
Η θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι η ενέργεια να επανεξοπλίσει τη Λήµνο και τη Σαµοθράκη µετά την έναρξη ισχύος της σύµβασης είναι σύµφωνη προς τη συνθήκη του Μοντρέ διότι αυτή κατήργησε την αντίστοιχη σύµβαση της Λωζάννης, η οποία και πρoέβλεπε το καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα δύο νησιά. Η νέα σύμβαση (Μοντρέ), δεν περιλαµβάνει διάταξη για αποστρατικοποίηση των δύο ελληνικών νησιών. Η νομιμότητα της ενέργειας επανεξοπλισµού της Λήµνου και Σαµοθράκης ενισχύεται και από:
-Την επιστολή που απηύθυνε ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα το 1936, στον Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Στην επιστολή αυτή αναγνωρίζεται επίσηµα από τουρκικής πλευράς, χωρίς καµία επιφύλαξη και περιορισµό το δικαίωµα της Ελληνικής κυβέρνησης να επανεξοπλίσει τα δύο νησιά παράλληλα µε τον επανεξοπλισµό των Στενών. Συγκεκριµένα αναφέρει ότι: «είµαστε εξ’ ολοκλήρου σύµφωνοι όσον αφορά στον εξοπλισµό των νησιών Σαµοθράκης και Λήµνου, ταυτόχρονα µε τον εξοπλισµό των Στενών».
-Την επίσηµη δήλωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Rustu Aras στην τουρκική εθνοσυνέλευση, την 31η Ιουλίου 1936, κατά τη συζήτηση επικύρωσης της σύµβασης του Μοντρέ, παρουσία του Πρωθυπουργού Ισµέτ Ινονού. Η ακριβής δήλωση έχει ως εξής: «Οι διατάξεις που αναφέρονται στα νησιά Λήµνος και Σαµοθράκη, τα οποία ανήκουν στη γείτονα και φίλη Ελλάδα και που ήσαν αποστρατιωτικοποιηµένα, µε βάση τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης καταργούνται κι’ αυτές από την συνθήκη του Μοντρέ» Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η δήλωση αποτελεί επίσημη τουρκική θέση, καθόσον έγινε από τον καθ’ ύλη αρµόδιο Υπουργό Εξωτερικών ενώπιον του κοινοβουλίου της χώρας του κατά τη διαδικασία επικύρωσης της σύµβασης.
-Την επίσηµη ενηµέρωση από την Ελλάδα των κυβερνήσεων της Γαλλίας, Ιταλίας και Μεγάλης Βρετανίας, ότι µετά την έναρξη ισχύος της Σύµβασης του Μοντρέ η ελληνική κυβέρνηση «προέβη σε στρατιωτική κατάληψιν των νήσων Λήµνου και Σαµοθράκης». Καµία από τις τρεις κυβερνήσεις δεν έφερε αντίρρηση ούτε εξέφρασε κάποια επιφύλαξη για τον επανεξοπλισµό των δύο νησιών.
-Σύµφωνα µε την επίσηµη τουρκική θέση, που περιλαμβάνεται στην ιστοσελίδα του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών το καθεστώς αποστρατικοποίησης της Λήµνου και Σαµοθράκης προβλέπεται, από το άρθρο 12 της συνθήκης της Λωζάννης και συνεχίζει να ισχύει, διότι η σύµβαση του Μοντρέ δεν την τροποποίησε στο σηµείο αυτό, καθόσον προβλέπεται η κατάργηση της αποστρατικοποίησης µόνο για τα στενά (συμπεριλαμβανομένης της Ίµβρου και Τενέδου).
Η Τουρκία αµφισβήτησε αρχικά το νοµικό καθεστώς µε ρηµατική διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση, µε αφορµή τα γεγονότα της Κύπρου του 1967. Επανήλθε µετά το 1974 και συστηµατικά πλέον από το 1977 στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό των τουρκικών θέσεων είναι το θέμα που προέκυψε κατά τη διάρκεια ΝΑΤΟϊκής άσκησης το 2000 που διεξήχθη σε τουρκικό έδαφος με τη συμμετοχή ελληνικών χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων. Η Τουρκία προέβη στην τροποποίηση του αρχικού σχεδιασμού που προέβλεπε τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων αεροδιαδρόμων υπεράνω της Λήμνου και τις Σαμοθράκης από αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας.
Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ανέφερε ότι διαπιστώθηκε η «ύπαρξη στοιχείων που έχουν χαρακτήρα παραβιάσεως του καθεστώτος αποστρατικοποιήσεως των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες». Η άρνηση της Τουρκίας να μεταβάλει τη στάση της και να επαναφέρει το σχεδιασμό που είχε προαποφασισθεί από τη Συμμαχία, καθώς και η κλιμάκωση της προκλητικότητας από την τουρκική πλευρά (απαγόρευση του τουρκικού εναερίου χώρου σε ελληνικά αεροσκάφη που εξορμούσαν από την Ελλάδα και αναχαίτιση τους από τουρκικά μαχητικά), επικαλούμενη λόγους ασφαλείας πτήσεων, υποχρέωσε την ελληνική πλευρά να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ τη διακοπή της άσκησης. Σε όλη την διάρκεια της εμπλοκής, η Τουρκία με δηλώσεις και ανακοινώσεις εμφανιζόταν ως «νομιμόφρων» σύμμαχος, αποφασισμένη όμως να μην απεμπολήσει τα νόμιμα δικαιώματα της και κατηγορούσε την Ελλάδα ότι με τη συμπεριφορά της έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της Συμμαχίας.
Το καθεστώς των νησιών Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας διέπεται από τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και ήταν αυτή που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στην Ελβετία στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία, τις χώρες και συμμετείχαν στην συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).
Με το άρθρο 13 της εν λόγω συνθήκης επιβλήθηκαν μέτρα μερικής αποστρατιωτικοποίησης στα νησιά Λέσβος (που στο κείμενο αναφέρεται Μυτιλήνη), Χίος, Σάμος και Ικαρία. Τα μέτρα αυτά αφορούν στον περιορισμό της στρατιωτικής υποδομής των νησιών αυτών, δηλαδή την απαγόρευση εγκατάστασης ναυτικής βάσης ή την ανέγερση οχυρωματικών έργων, την απαγόρευση υπέρπτησης της ελληνικής στρατιωτικής αεροπλοΐας πάνω από την «Ανατολία» ενώ ισχύει και αντίστοιχη απαγόρευση για την τουρκική αεροπλοΐα που απαγορεύεται να πετά πάνω από τα προαναφερόμενα νησιά.
Το ίδιο άρθρο επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί «συνήθη» αριθμό καλουμένων για τη στρατιωτική θητεία οπλιτών, οι οποίοι δύνανται να εκπαιδεύονται επί τόπου, καθώς επίσης και δυνάμεων Χωροφυλακής και Αστυνομίας. Ο σκοπός των μέτρων αυτών φαίνεται στην πρώτη φράση του άρθρου που είναι πολύ χαρακτηριστική: «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης». Από όσα προαναφέρθηκαν διαπιστώνεται ότι:
Είναι ασαφές το τι ακριβώς σημαίνει «συνήθης αριθμός» για τις στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς επίσης τα αναφερόμενα για τη χωροφυλακή και την αστυνομία. Επίσης η συνθήκη αναφέρεται σε ναυτικές βάσεις όχι όμως σε αεροπορικές και δεν έχει ληφθεί υπόψη ότι η ισχύς μιας στρατιωτικής δύναμης εξαρτάται εκτός από τον αριθμητικό παράγοντα, και από άλλους συντελεστές, όπως η ποιότητα του εξοπλισμού της.
Η ασάφεια που υπάρχει στις διατάξεις όσων προαναφέρθηκαν οφείλεται ως ένα βαθμό και στο ότι ελήφθη υπόψη η ασφάλεια των ελληνικών αυτών νησιών από ενδεχόμενη τουρκική απειλή. Σύμφωνα με το άρθρο 60 της Συνθήκης της Βιέννης (1969) περί του «δικαίου των συνθηκών»: «Ουσιώδης παραβίαση ενός εκ των μερών, παρέχει το δικαίωμα ….στο ειδικά θιγόμενο μέρος λόγω της παραβιάσεως, όπως επικαλεσθεί αυτή ως λόγο αναστολής εφαρμογής της συνθήκης , στο σύνολο της ή εν μέρει στις μεταξύ αυτού και του παραβιάσαντος την συνθήκη κράτους, σχέσεις».
Όπως είναι γνωστό καθημερινά σημειώνονται παραβάσεις - παραβιάσεις του ελληνικού Εθνικού Εναέριου Χώρου από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Αυτές εκδηλώνονται συνήθως στο Β.Α. Αιγαίο και ιδιαίτερα πάνω από Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία, δηλαδή στα νησιά που η συνθήκη το απαγορεύει και η Τουρκία παραβιάζει συνεχώς τις σχετικές νομικές της υποχρεώσεις.
Το καθεστώς των Δωδεκανήσων διέπεται από τη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων του 1947. Η εκχώρηση στην Ελλάδα κατά «πλήρη κυριαρχία» έγινε με τη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων που υπογράφηκε το 1947 και για το γεγονός αυτό ελήφθησαν υπόψη ότι τα Δωδεκάνησα ήταν ελληνικά από αρχαιοτάτων χρόνων καθώς και η σημαντική συμβολή της Ελλάδας στην τελική νίκη των συμμάχων κατά του Άξονα. Όπως είναι γνωστό τα Δωδεκάνησα ήταν κάτω από ιταλική κυριαρχία και οι Ιταλοί είχαν εγκαταστήσει εκεί σημαντικές στρατιωτικές βάσεις. Παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις της εν λόγω συνθήκης προβλέπουν την αποστρατικοποίηση των νησιών αυτών, θα πρέπει, να ληφθούν υπόψη τα εξής:
- Η συνθήκη των Παρισίων βρίσκεται σε ισχύ και δεσμεύει την Ελλάδα έναντι των συμβαλλομένων κρατών, όχι όμως έναντι της Τουρκίας, καθόσον αυτή δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη συνθήκη αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης της Βιέννης για το «Δίκαιο των Συνθηκών» προβλέπεται ότι «μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες».
- Η επιβολή του καθεστώτος αποστρατικοποίησης στα Δωδεκάνησα είναι αποτέλεσμα αντιπαράθεσης μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ, έγινε μετά από παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και απηχεί τις πολιτικές σκοπιμότητες εκείνης της χρονικής περιόδου, δηλ. της στρατηγικής σημασίας των Δωδεκανήσων και της κατάστασης που επικρατούσε τότε στο εσωτερικό της Ελλάδας. Στις έντονες πιέσεις της Μόσχας για αποστρατικοποίηση των νησιών της Δωδεκανήσου ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρσαλ είχε επισημάνει ότι η χώρα μας «έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει στρατιωτικές εγκαταστάσεις, για να υπερασπισθεί τα σύνορα της». Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής τους με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του συμφώνου της Βαρσοβίας, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς συνασπισμούς.