Η νέα φάση των προσπαθειών της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που άρχισε μετά τους σεισμούς της Τουρκίας, χωρίς να εξαντλεί τις δυνατότητες συνεργασίας των δύο χωρών σε μια σειρά τομέων, δείχνει τα όριά της σε σχέση με τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν ότι μπορεί να οδηγήσει και στην έναρξη σοβαρής και εστιασμένης σε αποτέλεσμα συζήτησης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο συνέδριο που διοργάνωσαν το «Delphi Economic Forum» και «ΤΟ ΒΗΜΑ», έδωσε πιο καθαρά την εικόνα τονίζοντας ότι «έχουμε διερευνήσει εάν υπάρχει η δυνατότητα να μπούμε στον πυρήνα της κεντρικής διαφωνίας που έχουμε με την Τουρκία που είναι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα. Δε βλέπω προοπτική να γίνει αυτή η συζήτηση».
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση σε ανώτατο επίπεδο (είχαν προηγηθεί και ανάλογες δηλώσεις του ΥΠΕΞ Γ. Γεραπετρίτη) θέλει να δώσει τέλος σε μια δημόσια συζήτηση η οποία κλιμακώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή και τις τοποθετήσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών Α. Σαμαρά και Κ. Καραμανλή και του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλου. Και κυρίως να υπερασπιστεί τη θέση την οποία όλες ανεξαιρέτως μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις τουλάχιστον τα τελευταία πενήντα χρόνια υιοθέτησαν, ότι ο διάλογος με την Τουρκία και η επιδίωξη βελτίωσης των σχέσεων δε συνιστά αυτομάτως και διαπραγμάτευση και ελληνική υποχώρηση.
Στη δημόσια συζήτηση όμως επανέρχεται το θέμα των επόμενων κινήσεων και από προσωπικότητες αλλά και από μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης ακούγεται και πάλι η «ιδέα» της άμεσης επέκτασης των χωρικών υδάτων «στα»(και όχι «έως») 12 ν.μ., με τον Π. Παυλόπουλο να ομιλεί για την Ανατολική Μεσόγειο, άλλους δε να αναφέρονται στο σύνολο των θαλάσσιων συνόρων της χώρας μας.
Αυτό που παραλείπεται από τη δημόσια αυτή συζήτηση, είναι το γεγονός ότι η μη επέκταση μέχρι τώρα των χωρικών υδάτων σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο αποτέλεσε μια κοινή θέση και στάση όλων των κυβερνήσεων από την καθιέρωση του νέου Δικαίου της Θάλασσας 1982 και κυρίως από το 1995 όταν κυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή. Η επέκταση είχε τεθεί και αμέσως μετά τη μεταπολίτευση αλλά και τότε η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε αποφύγει μια τέτοια απόφαση καθώς ατύπως και μέσω των Αμερικανών η Άγκυρα είχε στείλει το μήνυμα ότι θα αποτελούσε «casus belli».
Επρόκειτο περί επιλογής που καθοδηγήθηκε από το παράνομο αλλά υπαρκτό τουρκικό casus belli, ενώ συγχρόνως ήταν σαφές ότι τουλάχιστον στο Αιγαίο δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία επέκταση στα 12 ν.μ. αλλά η όποια παρέμβαση θα είναι κλιμακωτή, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ελευθερία της ναυσιπλοΐας και των διεθνών υδάτων.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων δεν επιχειρήθηκε ούτε από τις κυβερνήσεις Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή, σε περιόδους που οι σχέσεις των δύο κυβερνήσεων με την Τουρκία του Τ. Ερντογάν ήταν άριστες και το διεθνές περιβάλλον όπως και οι συσχετισμοί ισχύος πολύ πιο ευνοϊκοί. Όλες οι κυβερνήσεις από το 2002 και μετά όταν άρχισε η ουσιαστική συζήτηση με την Τουρκία μέσω και των διερευνητικών επαφών, συνέδεσαν άτυπα την άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων με την επίτευξη συνολικής συμφωνίας με την Τουρκία για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Μέσα από μια τέτοια συμφωνία θα υπήρχε αυτή η συνεννόηση και για το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων το οποίο φυσικά θα οριζόταν με μονομερή απόφαση της Αθήνας, αλλά θα είχε τη συναίνεση και της Τουρκίας
Δεν είναι μυστικό ότι στη διάρκεια των διερευνητικών επαφών, τουλάχιστον μέχρι το 2012, υπήρχε παράλληλη άτυπη διαβούλευση για το μέχρι πού και σε ποιες περιοχές θα μπορούσε να υπάρξει κλιμακωτή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, με τις συνομιλίες επί κυβερνήσεων Σημίτη να γίνονται με τη συμβολή και έμπειρων ξένων ειδικών χαρτογράφων και καθηγητών του Δικαίου της Θάλασσας.
Έτσι έχει παγιωθεί μια κατάσταση η οποία εμμέσως αποτυπώνεται και σε κείμενα όπως η Διακήρυξη της Μαδρίτης (1997) και η Διακήρυξη των Αθηνών (2023), όπου η αναφορά στην αποφυγή «μονομερών ενεργειών» τελικά με την ερμηνεία της Τουρκίας (η οποία δεν αμφισβητήθηκε εμπράκτως) περιλαμβάνει και την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Είναι προφανές ότι μια τελική συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εάν δεν προηγηθεί ή τουλάχιστον να γίνει ταυτόχρονα με την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Οι σημερινές παραινέσεις για άμεση επέκταση των χωρικών υδάτων «στα» 12 ν.μ. είναι εκ του πονηρού όταν προέρχονται από προσωπικότητες που έχουν ασκήσει εξουσία και δεν προχώρησαν οι ίδιοι κάτω από καλύτερες συνθήκες στην κίνηση αυτή και είναι «μαγκιές εκ του ασφαλούς» όταν προέρχονται από πολιτικούς μικρότερων κομμάτων που φυσικά δεν έχουν να χάσουν κάτι. Αντιθέτως, θα έχουν να ψαρέψουν στα θολά νερά με μια δήθεν πατριωτική ρητορική και να αναζητήσουν βεβαίως ευθύνες μετά από μια εθνική περιπέτεια.
Από το 1995 και μετά όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις δηλώνουν ότι επιφυλάσσονται να ασκήσουν το δικαίωμα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ. όταν το αποφασίσουν και αυτό είναι προφανές ότι έχει δημιουργήσει ένα status quo έμμεσης αποδοχής του casus belli.
Η ευθύνη της απόφασης για επέκταση των χωρικών υδάτων, θα είναι μια επιλογή που εν γνώσει όλων θα οδηγήσει αν όχι σε ευθεία σύγκρουση με την Τουρκία, τουλάχιστον σε μια ακραία αντιπαράθεση που με την έμπρακτη αμφισβήτηση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα δημιουργήσει ντε φάκτο τετελεσμένα εις βάρος της χώρας.
Σε μια περίοδο που η Τουρκία, έχοντας ως βασικό και θεμελιώδη στόχο στα ελληνοτουρκικά, τη μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ., έχει φορτώσει την ατζέντα όχι μόνο με το casus belli αλλά με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε δεκάδες νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο και άλλα «συναφή» θέματα.
Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα απέδιδε στην ελληνική κυριαρχία θαλάσσιες ζώνες που σε ό,τι αφορά το Αιγαίο είναι σημαντικές κυρίως για την αλιεία και την εγκατάσταση υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Δε θα έλυνε όμως το νέο πρόβλημα των τουριστικών προορισμών, καθώς οι αποστάσεις μεταξύ των νησιών είναι πολύ μικρές, εκτός ίσως της Κρήτης που πράγματι η διαφορά της εγκατάστασης αιολικών πάρκων σε απόσταση 9 ή 10 μιλίων αντί των 6 δε θα «πνίγει» τα τουριστικά θέρετρα.
Από την άλλη, η επιλογή επέκτασης των χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ. στη Μεσόγειο, θα επέκτεινε σε αυτή τη ζώνη θάλασσας την ελληνική κυριαρχία, επικαλύπτοντας ένα τμήμα του Τουρκολιβυκού Μνημονίου, δημιουργώντας όμως τη συνταγματικά επιβεβλημένη υποχρέωση προστασίας του καθώς θα πρόκειται για περιοχή Εθνικής κυριαρχίας. Και πάντως ακόμη και με ανώτατο όριο επέκτασης χωρικών υδάτων (12 ν.μ.) απομένει μεγάλη περιοχή δυνητικής ελληνικής υφαλοκρηπίδας η οποία θα συνεχίσει να επικαλύπτεται από το Τουρκολυβικό Μνημόνιο.
Αυτή η κατάσταση όμως δεν πρέπει να παγώσει κάθε πρωτοβουλία της Ελλάδας. Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων νοτίως της Κρήτης, που θα μπορούσε να υποχρεώσει και τη Λιβύη να προσέλθει στις συνομιλίες για συνυποσχετικό για παραπομπή στη Χάγη για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, είναι μια κίνηση η οποία θα πρέπει να μελετηθεί. Και φυσικά θα δείξει, όπως έγινε και με την Ιταλία και την Αλβανία, ότι η Ελλάδα δεν παραιτείται της άσκησης του δικαιώματός της από το Δίκαιο της Θάλασσας.
Επίσης, το κλείσιμο των κόλπων και οι ευθείες γραμμές βάσης τουλάχιστον στην ηπειρωτική Ελλάδα θα αποδώσουν στην ελληνική κυριαρχία θαλάσσιες περιοχές και θα διαμορφώσουν μια προωθημένη βάση για τη μελλοντική οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών. Με τέτοιες κινήσεις είναι προφανές ότι οποιαδήποτε αντίδραση της Τουρκίας θα είναι δύσκολο να πείσει ότι γίνεται για την «προστασία των συμφερόντων» της και για να «αποτρέψει τη μετατροπή του Αιγαίου σε ελληνική λίμνη».
Τελικώς το ερώτημα στο οποίο με τη στάση τους έχουν δώσει απάντηση όλα αυτά τα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις, είναι εάν είναι προς όφελος της Ελλάδας να αναλάβει πρωτοβουλίες όπου ως αποτέλεσμα της τουρκικής αντίδρασης θα οδηγηθεί σε διαπραγμάτευση μετά από μια επί του πεδίου έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και επιβολή τετελεσμένων πιθανότατα και με στρατιωτικά μέσα. Και μέχρι τώρα η απάντηση ήταν αρνητική.