Την προβολή του διακριτού ρόλου της Ελλάδας στις ευρύτερες περιφερειακές εξελίξεις της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και την επιβεβαίωση της σύμπλευσης σε σημαντικά ζητήματα της περιοχής, φέρνει η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Ισραήλ και η συνάντηση που είχε με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
Σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον, όπου η νέα αμερικανική κυβέρνηση και ο πρόεδρος Τραμπ έχουν μπει δυναμικά στο παιχνίδι, διαμορφώνοντας μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο – στηριζόμενη στο Ισραήλ και στις χώρες του Κόλπου – η Ελλάδα θέλει να είναι παρούσα.
Για την Αθήνα, η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ παραμένει κορυφαία προτεραιότητα. Παρά τον πόλεμο στη Γάζα, που δημιουργεί σημαντικά προβλήματα, το Ισραήλ παραμένει η μεγάλη περιφερειακή δύναμη, με ένα σημαντικό πλεονέκτημα: είναι ίσως η μόνη χώρα που έχει εξασφαλίσει σχεδόν άνευ όρων στήριξη στις επιλογές της από τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ.
Η άμεση επαφή του Ισραήλ με τον πρόεδρο Τραμπ αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα, και για την Ελλάδα θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο αν, στην «εξίσωση» αυτή – που συνδέεται και με την ολοκλήρωση των Συνθηκών του Αβραάμ, την αναδιαμόρφωση του χάρτη της Μέσης Ανατολής και τη δρομολόγηση νέων, φιλόδοξων σχεδίων, όπως ο Διάδρομος IMEC – κατοχυρωθεί και ο ρόλος της Ελλάδας.
Εξαιρετικά σημαντική για την Αθήνα είναι και η συνεργασία, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει, για τη συμμετοχή του Ισραήλ και της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας στο σχέδιο της Ελλάδας για εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση της αποτρεπτικής ικανότητας, με τη δημιουργία του «Σιδερένιου Θόλου». Τα ισραηλινά αμυντικά – αντιπυραυλικά συστήματα έχουν δοκιμαστεί στην πράξη και μπορούν να προσφέρουν άμεσα λύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με στελέχη του Υπουργείου Άμυνας του Ισραήλ (SIBAT) και με ανώτατα στελέχη της ισραηλινής αμυντικής βιομηχανίας, με αντικείμενο την αναζήτηση ευκαιριών σύμπραξης και συμπαραγωγής, δίνοντας έμφαση στην τεχνολογική καινοτομία, την έρευνα και την απόκτηση στρατηγικών δυνατοτήτων. Επιπλέον, τονίστηκε η σημασία της αμοιβαία επωφελούς διμερούς συνεργασίας στη συνεχιζόμενη ανάπτυξη του οικοσυστήματος ελληνικών αμυντικών βιομηχανιών, στο οποίο προστίθενται εταιρείες με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ιερουσαλήμ έγινε σε μια εξαιρετικά λεπτή φάση και για το ίδιο το Ισραήλ, το οποίο, ενθαρρυμένο από τη στήριξη του προέδρου Τραμπ, συνεχίζει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Γάζα και υποστηρίζει το σχέδιο του Αμερικανού προέδρου για την «αξιοποίηση» της περιοχής. Αυτό, όμως, προκαλεί ταυτόχρονα αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, η οποία απορρίπτει το σενάριο απομάκρυνσης των Παλαιστινίων από τη Γάζα και επιμένει στην ανάγκη για κατάπαυση του πυρός, με προϋπόθεση φυσικά την απελευθέρωση όλων των ομήρων.
Η Αθήνα, με μια ισορροπημένη πολιτική όλους αυτούς τους μήνες – τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και σε πολυμερείς οργανισμούς, και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – έχει κατορθώσει να διατηρήσει αλώβητη τη σχέση της με το Ισραήλ, ενώ παράλληλα διατηρεί σε υψηλό επίπεδο τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο.
Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι οι πλησιέστερες στο Ισραήλ δυτικές χώρες και συγχρόνως αυτές που του προσφέρουν ζωτική διέξοδο προς τη Μεσόγειο, καθώς το Ισραήλ περιβάλλεται από «εχθρικούς» γείτονες.
Αυτό αφορά, βεβαίως, και όλα τα ενεργειακά και άλλα σχήματα συνεργασίας που αίρουν την «απομόνωση» του Ισραήλ.
Στο πλαίσιο αυτό, συζητούνται διμερώς έργα όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, με μελλοντική επέκταση προς το Ισραήλ, ένα έργο το οποίο στηρίζει η ισραηλινή πλευρά και έχει, από την πρώτη στιγμή, προσελκύσει το ενδιαφέρον των ΗΠΑ.
Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Ισραήλ πραγματοποιήθηκε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία και για την Ελλάδα, καθώς, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, τις επόμενες λίγες εβδομάδες – και πριν από το τέλος Απριλίου – αναμένεται να επιχειρηθεί η επανέναρξη των ερευνών για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης σε περιοχές όπου η Τουρκία επιδιώκει να επιβάλει «απαγορευτικό», παρά το γεγονός ότι αφορούν την οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ.
Η Τουρκία, από τον περασμένο Ιούλιο, έχει δείξει ότι δε διστάζει να στρατιωτικοποιήσει την κρίση, και το ερώτημα είναι εάν, με την επανέναρξη των ερευνών, θα επιλέξει την αντιπαράθεση και μέχρι πού είναι διατεθειμένη να τραβήξει το σχοινί.
Η ισχυρή διπλωματική στήριξη του έργου από την Ε.Ε., τη Γαλλία, αλλά και το Ισραήλ, αποτελεί, προφανώς, ένα ισχυρό χαρτί για την Αθήνα. Ωστόσο, στην πράξη, η εφαρμογή της στήριξης αυτής παραμένει αβέβαιη, εάν επιχειρηθεί – όπως τον Ιούλιο – η παρεμπόδιση των ερευνητικών δραστηριοτήτων από τον τουρκικό στόλο.
Η Αθήνα παρακολουθεί στενά, επίσης, την κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας, η οποία εδώ και καιρό έχει υπερβεί το ζήτημα της Γάζας και εξελίσσεται σε ουσιαστικό ανταγωνισμό μεταξύ δύο μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή.
Μόλις χθες, με το τέλος του Ραμαζανιού, ο Ταγίπ Ερντογάν όξυνε ακόμη περισσότερο το κλίμα με τη δήλωσή του από τζαμί, στην οποία ευχήθηκε «ο Αλλάχ να καταστρέψει το Ισραήλ».
Επιπλέον, η προσπάθεια της Τουρκίας να εφαρμόσει στη Συρία το μοντέλο της Λιβύης – αποκτώντας όχι μόνο πολιτική επιρροή, αλλά και εξασφαλίζοντας στρατιωτική παρουσία στη χώρα – αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για το Ισραήλ και ελλοχεύει τον κίνδυνο να βρεθούν, για πρώτη φορά, οι δύο χώρες σε σημείο «θερμής επαφής».
Η αντιπαράθεση του Ισραήλ με την Τουρκία έχει μια ακόμη παράμετρο: υπό αυτές τις συνθήκες, η ισραηλινή πλευρά θα ασκήσει τη μέγιστη επιρροή της στην κυβέρνηση Τραμπ, τόσο για τη διαμόρφωση των πολιτικών της απέναντι στην Τουρκία, όσο και για το μείζον ζήτημα της άρσης των κυρώσεων CAATSA και της επιστροφής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35.
Εάν αυτό συμβεί, η Τουρκία θα καταστεί η δεύτερη χώρα στην περιοχή που θα διαθέτει τα υπερσύγχρονα αμερικανικά μαχητικά, μετά το Ισραήλ.
Η κινητοποίηση του Ισραήλ και του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ δεν αφήνει αδιάφορη την Αθήνα, η οποία έχει ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα παραγγελιών των F-35, αλλά, προς το παρόν, δε διαθέτει τρόπο παρέμβασης προς την κυβέρνηση Τραμπ, ώστε να αποτρέψει την ικανοποίηση του τουρκικού αιτήματος, που, εάν εγκριθεί, θα απειλήσει το αποτρεπτικό πλεονέκτημα που επιδιώκει να αποκτήσει η Ελλάδα στον εναέριο χώρο του Αιγαίου.
Μετά την Πενταμερή Συνάντηση Κορυφής που έγινε στο Παρίσι, με τη συμμετοχή του Εμάνουελ Μακρόν, του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Νίκου Χριστοδουλίδη και του προέδρου του Λιβάνου Ζ. Αούν, καθώς και με τηλεδιάσκεψη με τον προσωρινό πρόεδρο της Συρίας Αλ Σαράα, η Αθήνα επιχειρεί να κατοχυρώσει τον ρόλο της στην περιοχή.
Και δεν είναι τυχαίο ότι, χθες, την ώρα που επισκέπτονταν την Ιερουσαλήμ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γάλλος πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν, ο τελευταίος είχε επικοινωνία με τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό, στον οποίο μετέφερε τις θέσεις – τις οποίες συμμερίζεται και η Ελλάδα – για την εκεχειρία στη Γάζα, την εκεχειρία με τον Λίβανο, αλλά και για την κατάσταση στη Συρία.