Του Ζαχαρία Μίχα*
Οι δημόσιες σχέσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, με τους μεγάλους αντιπάλους του στην Ευρώπη, τους Γερμανούς, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του έδωσε η κατάσταση με το προσφυγικό στο Αιγαίο, αγνοώντας προκλητικά την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, προτάσσοντας τον «ανθρωπισμό», χωρίς να εξηγεί για ποιον λόγο η Επιτροπή δεν φροντίζει για την αποτροπή του θανάσιμου ταξιδιού με την παραμονή των μεταναστών – προσφύγων σε τουρκικό έδαφος, βρέθηκε στο επίκεντρο της παρούσας ανάλυσης, στο πρώτο της μέρος.
Μια έκθεση της Moody's για την κατάσταση στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με το πλαίσιο που ορίζουν οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας με την ηγεμονία του ισλαμιστή Ερντογάν που ενδύθηκε ταυτοχρόνως και τη στολή του κεμαλικού εθνικιστή, αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο της ανάλυσης. Ακολουθεί το πλαίσιο που ορίζει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, υπό το φως των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων και τις επιπτώσεις τους στην Τουρκία, καθώς η έκθεση της Moody's για την Τουρκία αυτή τη φορά, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει και η χώρα του Ερντογάν, που αντιμετωπίζει σοβαρό αδιέξοδο, αφού η επιθετική συμπεριφορά της δεν είναι απότοκο «υπερβάλλουσας ισχύος», αλλά σοβαρής και αιτιολογημένης ανασφάλειας, η οποία εν πολλοίς προσδιορίζει τα περιθώρια κινήσεων, αποσταθεροποιώντας όμως την ευρύτερη περιοχή.
Επιστρέφοντας όμως στο αρχικό ερώτημα του σημειώματος, «που το πάνε ΕΕ και ΗΠΑ με την Τουρκία», καλό θα συμβουλευτούμε ξανά μια έκθεση της Moody's, αυτή που αφορά τη χώρα του Ερντογάν, καθώς οι ανησυχητικές προβολές στο προσεχές μέλλον δεν αφορούν μόνο τη χώρα μας. Η Τουρκία, αναφέρει η έκθεση, είναι η πλέον ευάλωτη οικονομία ανάμεσα σε όλες τις αναδυόμενες οικονομίες, η οποία μπορεί να χτυπηθεί από τα ρίσκα των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η σχετική παρουσίαση των προβλέψεων έγινε στο πλαίσιο του ένατου ετήσιου συνεδρίου για τον πιστωτικό κίνδυνο της Τουρκίας (Moody''s 9th Annual Turkey Credit Risk Conference), που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, με ομιλητή τον Τούρκο αντιπρόεδρο, Αλπόνα Βανερτζί (Alpona Banerji), ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία έχει την υψηλότερη έκθεση σε πιθανές διεθνείς αναταράξεις, καθώς εξαρτάται από την εξωτερική χρηματοδότηση για να μειώσει το τρέχων έλλειμμα του προϋπολογισμού της (CAD: current account deficit) (Έλλειμμα Τρεχουσών Συναλλαγών, δηλαδή οι εισαγωγές της χώρας είναι πολύ μεγαλύτερες από τις εξαγωγές της), αν και κατόρθωσε να το μειώσει σημαντικά το τελευταίο διάστημα. Το πρόβλημα όμως παραμένει.
Ο μέγας εφιάλτης για την Τουρκία είναι η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, μια εξέλιξη που μοιάζει πλέον νομοτελειακή μετά τις εξελίξεις στη διακύμανση της τιμής του δολαρίου σε σχέση με τα υπόλοιπα κυρίαρχα νομίσματα παγκοσμίως. Και οι επενδυτές σιχαίνονται το ρίσκο, όπως ανέφερε με νόημα το στέλεχος της Moody's, ο οποίος λόγω εντοπιότητας διαθέτει προφανώς εξαιρετική γνώση των δεδομένων της τοπικής αγοράς.
Άλλες αναδυόμενες οικονομίες έχουν μειώσει την εξάρτησή τους από το διεθνές κεφάλαιο, αφήνοντας μόνη της στην εν λόγω κατηγορία την Τουρκία. Θα σπεύσει άραγε το «σουνιτικό» κεφάλαιο από το Κόλπο να διασώσει την Τουρκία του Ερντογάν σε ενδεχόμενη ανάγκη; Ενδεχομένως, σίγουρα όμως όχι δίχως ανταλλάγματα.
Άλλος παράγοντας μεγάλης αβεβαιότητας για την τουρκική οικονομία – και όχι μόνο – είναι η αναιμική ανάπτυξη στην Κίνα, η οποία έχει ήδη αναθεωρηθεί καθοδικώς από την αφετηρία του 7%, χωρίς να μπορεί κανείς να διαβεβαιώσει ότι ο νέος στόχος του 6,3% θα επιτευχθεί. Τέλος, η Moody's ανακοίνωσε ότι θα επανεξετάσει τη βαθμολογία Baa3 της Τουρκίας τον επόμενο μήνα, όπου θα έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο με την επιβραδυνόμενη ανάπτυξη και τις επιπτώσεις του διεθνούς περιβάλλοντος στην ισοτιμία της λίρας, αλλά και το αν θα αυξηθούν τα αμερικανικά επιτόκια.
Τούτων λεχθέντων, η ματιά μας θα πρέπει να μετακινηθεί στη μακροσκοπική θεώρηση της Τουρκίας και του γεωπολιτικού της μέλλοντος, αν και πάντα αυτό θα πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα των συμφερόντων και της οπτικής των ισχυρών παραγόντων που δρουν και συγκρούονται στην περιοχή αυτό το διάστημα, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας.
Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι, εάν η Τουρκία θα εξελιχθεί σε «αξονικό» κράτος (pivotal state) στην περιοχή, τόσο επειδή το επιθυμεί, κάτι το οποίο θεωρείται δεδομένο λόγω και του «αυτοκρατορικού συνδρόμου» που κατατρύχει την ηγεσία της, κατά βάθος για λόγους επιβίωσης (βλ. την εξαιρετική ανάλυση "Το θανάσιμο δίλημμα των Ερντογάν-Νταβούτογλου: Αυτοκρατορία ή κατάρρευση"), όσο κι επειδή θα χρησιμοποιηθεί έμμεσα ή άμεσα σε αυτό τον ρόλο από την Ουάσιγκτον ή/και τη Μόσχα, με την πρώτη εκδοχή να είναι απείρως πιθανότερη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν να θεωρούν την αξιοποίηση της Τουρκίας ως βέλτιστο σενάριο στην ανάπτυξη της πολιτικής τους στη Μέση Ανατολή, υπό την προϋπόθεση όμως μιας Τουρκίας η οποία θα είναι αποφασιστικά προσδεμένη στο «άρμα» της Δύσης, που θα έχει κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή ως «subcontractor» (υποκατασκευαστής, αυτός που θα αναλάβει την υλοποίηση του σχεδιασμού της Ουάσιγκτον).
Ωστόσο, η υλοποίηση του βέλτιστου σεναρίου δείχνει να έχει προβλήματα, εξαιτίας της αυτόνομης ατζέντας που έχει ο Ερντογάν για ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής με έντονο το ισλαμιστικό στοιχείο. Εάν η παρέμβαση τα τελευταία χρόνια είχε στεφθεί με επιτυχία, όπως αφελώς προέβλεπαν όσοι θαύμαζαν τον Τούρκο ισλαμιστή, με απαρχή το επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά», όταν και η σφοδρή αντιπαράθεση με τους Ισραηλινούς είχε οδηγήσει σε παροδική εκτόξευση της δημοτικότητάς του στους δρόμους των πόλεων της Μέσης Ανατολής, προτού ο ίδιος φροντίσει να υπενθυμίσει με τη συμπεριφορά του το Οθωμανικό παρελθόν, τότε οι Αμερικανοί πιθανότατα θα «καβαλούσαν το κύμα» στην προσπάθεια αναδιάταξης των συνόρων της περιοχής.
Το φιάσκο της αμερικανικής πολιτικής στην Αίγυπτο, με την οποία ακόμα δεν έχουν αποκατασταθεί οι σχέσεις, ενώ η στρατιωτική βοήθεια έχει ξεκινήσει εκ νέου, όμως η ρωσική παρουσία δείχνει να αποτελεί μια νέα παράμετρο για την περιοχή, δεν επιτρέπει αμφιβολίες για τη δυσκολία στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία (εκ των πιο φανατικών υποστηρικτών του ανατραπέντος Αιγύπτιου προέδρου, Μοχάμεντ Μόρσι). Οι ΗΠΑ ποτέ δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τις αέναες διαπραγματεύσεις και τη διαρκή αβεβαιότητα, ακόμα κι αν τυπικά έχει υπάρξει συμφωνία.
Διαφωνίες υπάρχουν όμως και στην αντιμετώπιση των Κούρδων της Συρίας, τον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (όσο κυνική και να είναι η Ουάσιγκτον, οι επιδόσεις του καθεστώτος Ερντογάν στην Τουρκία είναι εξ ορισμού προβληματικές), όπως επίσης και με την απαίτηση της Τουρκίας να παίζει παντού τον πρώτο ρόλο. Τουλάχιστον στην περίπτωση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, η σύγκρουση με τις προτεραιότητες των Ισραηλινών, έχει σαφέστατα όριο.
Άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να ακυρώσει στην πράξη την όποια προδιάθεση ανάθεσης ρόλου στην Άγκυρα, είναι οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, αφού το ενδεχόμενο ανάδειξης Ρεπουμπλικάνου προέδρου, θα μπορούσε στην καλύτερη των περιπτώσεων να έχει ως αποτέλεσμα ένα διάστημα διερεύνησης των προθέσεων, ενώ το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, παραδοσιακά, έδειχνε πολύ μικρότερη ανοχή στη διαφοροποίηση περιφερειακών συμμάχων, ενώ τις «καλές εποχές» η ταύτιση ήταν πολύ ισχυρότερη.
Σε μια περίοδο όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζουν εικόνα διεθνούς αναδίπλωσης, είναι φυσιολογικό στις πιο κρίσιμες περιοχές της υφηλίου να επιθυμούν να αντιστρέψουν αυτή την εικόνα, κάτι που αποτυπώνεται και στην προεκλογική ρητορική των ισχυρότερων υποψηφίων για το χρίσμα, τόσο των Ρεπουμπλικάνων, όσο και των Δημοκρατικών.
Και περνάμε στον παράγοντα Ρωσία που είναι – όπως η Ελλάδα – καταδικασμένη από τη γεωγραφία να συνυπάρχει με την Τουρκία και να επιχειρεί την προάσπιση των γεωπολιτικών της συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, αλλά και την ίδια της την ασφάλεια στην περιοχή του Καυκάσου, όπου το μουσουλμανικό στοιχείο κυριαρχεί, ενώ παραδοσιακά Τουρκία και Ρωσία βρίσκονταν σε αντιπαράθεση, αφού διεκδικούσαν τον έλεγχο του ιδίου γεωπολιτικού χώρου.
Η ρωσική πολιτική απέναντι στην Τουρκία δείχνει να είναι υποταγμένη στις συνθήκες που επικρατούν στις σχέσεις της Μόσχας με την Ουάσιγκτον. Πέραν του οικονομικού συμφέροντος, η Μόσχα πραγματοποιεί ανοίγματα στην Άγκυρα όταν επιθυμεί να αποτρέψει την υπερβολική της πρόσδεση στο «άρμα» της Δύσης. Πρόκειται σαφώς για το τακτικό επίπεδο των σχέσεων, αφού στο στρατηγικό ουδείς αμφιβάλει ότι το «Ανατολικό Ζήτημα» (Eastern Question) παραμένει ανοιχτό.
Ο καθοριστικός ρόλος των σχέσεων της Μόσχας με την Ουάσιγκτον στον καθορισμό των περιθωρίων κίνησης στις σχέσεις με την Άγκυρα, είναι όμως αληθές και από την ανάποδη, δηλαδή ισχύει και το αντίστροφο. Η κατάσταση στις σχέσεις Ρωσίας και ΗΠΑ, επηρεάζει καθοριστικά τη στάση των Αμερικανών απέναντι στην Άγκυρα.
Κατά συνέπεια, δε χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να καταλήξει κανείς σε ένα θεμελιακό συμπέρασμα όσον αφορά την ελληνική ασφάλεια και τα συμφέροντα της Ελληνικής Δημοκρατίας: Όταν ΗΠΑ και Ρωσία έχουν βρει ισορροπία στις σχέσεις τους, μειώνεται η γεωπολιτική αξία της Τουρκίας, άρα μειώνεται θεωρητικά και το ενδεχόμενο να αναζητηθούν ανταλλάγματα σε περιοχές ενδιαφέροντος της Ελλάδας με σκοπό να «συμμορφώσουν» την Τουρκία και να την οδηγήσουν στην αποδοχή αμερικανικών αιτημάτων, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης Άγκυρας-Ουάσιγκτον για ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας.
Παρόλα αυτά, θα πρέπει να γίνει συνείδηση, ότι η Ελλάδα στη σημερινή της κατάσταση, δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο στη γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας. Όπως επί Ψυχρού Πολέμου το γεωγραφικό δεδομένο των 1.700 χιλιομέτρων κοινών συνόρων με τη Σοβιετική Ένωση έπαιζε καθοριστικό ρόλο, με την Ελλάδα να αποτελεί σε επίπεδο ΝΑΤΟϊκού σχεδιασμού ένα είδος στρατηγικού βάθους της Ατλαντικής Συμμαχίας στην περιοχή, έτσι και σήμερα, η σημασία της Τουρκία που γειτνιάζει με τη Συρία, στην έναρξη του εμφυλίου πολέμου της οποίας έπαιξε ρόλο, δεν μπορούν εύκολα να την προσπεράσουν.
Παράλληλα όμως, υπάρχουν όρια σε όσα είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν οι εμπλεκόμενοι στην περιοχή, παρότι η Τουρκία δείχνει αξιοσημείωτη εμμονή στην υλοποίηση των δικών της σχεδιασμών, στον ανασχηματισμό της Μέσης Ανατολής με βάση τις δικές της προτεραιότητες, τις οποίες επιχειρεί να «πουλήσει» προς κάθε κατεύθυνση ότι θα φέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα, με την ίδια τοποτηρητή.
Εν ολίγοις, το τοπίο είναι ρευστό και ένα πλέγμα παραγόντων, εσωτερικών και εξωτερικών, θα καθορίσουν ποια μορφή θα λάβει η τουρκική περιφερειακή παρουσία. Ο κίνδυνος εδαφικού ακρωτηριασμού για την Άγκυρα είναι υπαρκτός και παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις υπερφίαλων Τούρκων κυβερνητικών αξιωματούχων, εξαρτάται από τους δυτικούς θεσμούς συνεργασίας και ασφάλειας περισσότερο από ποτέ. Το θράσος της ηγεσίας της όμως, σε συνδυασμό με την απροθυμία εμπλοκής νωρίτερα από την «υστάτη ώρα» των Ηνωμένων Πολιτειών, εγείρει σοβαρούς κινδύνους για την Ελλάδα, που ήδη γνωρίζει από το 1996 και την κρίση των Ιμίων, πως είναι να προσποιείσαι ότι διαπραγματεύεσαι υπό το βάρος τετελεσμένων. Εάν βέβαια το είχε αντιληφθεί, θα είχε συνειδητοποιήσει και την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει σε οικονομικό επίπεδο πολύ νωρίτερα.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας