Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, κάλεσε τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να συνεργαστούν καθοδηγούμενοι από ένα όραμα ειρήνης και να οικοδομήσουν ένα λαμπρότερο μέλλον για τις χώρες τους, μέσω του διαλόγου και του σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας.
«Κύριε Ερντογάν, ας συνεργαστούμε καθοδηγούμενοι από ένα όραμα ειρήνης. Ας οικοδομήσουμε ένα λαμπρότερο μέλλον για τις χώρες μας, μέσω του διαλόγου και του σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας», ανέφερε χαρακτηριστικά και υπογράμμισε πως δεσμεύεται να διαπραγματευτεί μια διευθέτηση «που θα διαφυλάσσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα συμφέροντα όλων των Κυπρίων συμπατριωτών μου - Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων - όλα σε ίση βάση».
Ο ίδιος επισήμανε πως η εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι η πρώτη περίπτωση που η βία χρησιμοποιήθηκε εναντίον ενός κυρίαρχου έθνους στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και υπογράμμισε ότι όπως και στην Ουκρανία, στην Κύπρο ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο εξακολουθούν να παραβιάζονται.
«Το 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, και από τότε, 49 χρόνια μετά, κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος, και ο λαός της — Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι — εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της εισβολής, της κατοχής, της διαίρεσης. Στερούνται θεμελιωδών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων», είπε.
Ο ίδιος τόνισε ότι «ελλείψει μιας ειρηνευτικής πορείας και διαδικασίας στην Κύπρο, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος - ένας κίνδυνος που έχουμε δει να υλοποιείται στο πρόσφατο παρελθόν - για περαιτέρω παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, οι οποίες δημιουργούν αστάθεια, και με προεκτάσεις πολύ πέραν της Κύπρου».
«Έχουμε δει τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις να διαπράττουν περαιτέρω παραβιάσεις στα Βαρώσια, την περιφραγμένη περιοχή της Αμμοχώστου. Από το 1974, τα Βαρώσια κρατούνται όμηροι και έχουν καταστεί πόλη-φάντασμα, κατά παράβαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που ζητούν την επιστροφή της στους νόμιμους κατοίκους της, οι οποίοι άφησαν τα προς το ζην, τα όνειρά τους και τις ελπίδες τους ανάμεσα σε εκείνους τους φράχτες», σημείωσε.
Και πρόσθεσε: «Το είδαμε να γίνεται στις θαλάσσιες ζώνες μας και το είδαμε και πιο πρόσφατα στη νεκρή ζώνη, όπου οι επιθέσεις κατά των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ από τις τουρκικές δυνάμεις μας προκάλεσαν φρίκη και μας προειδοποίησαν για άλλη μια φορά την επείγουσα ανάγκη να υπάρξει ειρήνη στην Κύπρο».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, που θα βασίζεται στο συμφωνηθέν πλαίσιο, αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητά μου. Το σημερινό status quo δεν μπορεί να είναι το μέλλον της Κύπρου. Δεν μπορεί να είναι το μέλλον των Κυπρίων, συμπλήρωσε.
Ακολούθως, ανέφερε τα παρακάτω:
«Ως Πρόεδρος της Κύπρου, πιστεύω στην ειρηνική συνύπαρξη επειδή, παρά το γεγονός ότι μεγάλωσα σε μια διαιρεμένη χώρα, μεγάλωσα επίσης σε μια χώρα γεμάτη ελπίδα για επανένωση, με ιστορίες για όλους τους Κύπριους να ζουν μαζί ειρηνικά, ενωμένοι από τη γη που μοιράζονται.
Η νέα γενιά Κυπρίων είναι επίσης πρόθυμη για ειρήνη. Και αυτό μου δίνει ελπίδα και θάρρος. Πριν από το ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη, έλαβα μια πληθώρα μηνυμάτων από τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μου, ιδιαίτερα από τη νεότερη γενιά, που με καλούσαν να καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια για την επανένωση της Κύπρου.
Το μήνυμά μου, από αυτό το βήμα, προς τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μου, προς όλους τους Κύπριους, είναι ότι ακούω την έκκλησή τους για ειρήνη, κατανοώ τις ανησυχίες τους και τους διαβεβαιώνω ότι θα καταβάλω κάθε προσπάθεια να κάνω πραγματικότητα το κοινό μας όνειρο για επανένωση και ειρήνη στο νησί μας. Και θέλω να είμαι σε θέση να τους πω ότι ο κόσμος, τα Ηνωμένα Έθνη, τα ζωντανά λόγια του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ακούν επίσης την έκκλησή τους για ειρήνη.
Παρουσιάζομαι για πρώτη φορά ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης, έχοντας πλήρη επίγνωση της ευθύνης που μου έχει ανατεθεί, να κάνω ό,τι μπορώ για να διαφυλάξω το μέλλον του κυπριακού λαού — Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων — που θέλουν να τερματίσουν τη διαίρεση της χώρας τους, να συνυπάρξουν και να συνδημιουργήσουν.
Το να εργαστώ για ειρήνη στην Κύπρο είναι απόλυτη προτεραιότητά μου και θέλω να αδράξω αυτήν την ευκαιρία για να στείλω ένα προσωπικό μήνυμα στον Πρόεδρο Ερντογάν.
Δεν υπάρχει, και ποτέ δεν θα υπάρξει, άλλη βάση για τη διευθέτηση του κυπριακού ζητήματος από αυτήν που υπαγορεύεται από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η παρανομία που απορρέει από την εισβολή, η επιθετικότητα και η χρήση βίας δεν μπορούν να αναγνωριστούν.
Η Κύπρος και η Τουρκία είναι γείτονες, συνδεδεμένες λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Η ειρήνη στην Κύπρο δεν θα στείλει μόνο ένα ηχηρό μήνυμα ειρήνης σε μια περιοχή και έναν κόσμο που τη χρειάζεται απεγνωσμένα. Θα αλλάξει επίσης τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής μας, με αντίκτυπο στην Ευρώπη, την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο και στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Η διπλωματία των όπλων και οι τακτικές του εκφοβισμού ανήκουν στο παρελθόν. Αυτά δεν είναι τα μέσα που χρησιμοποιούν ηγέτες με όραμα. Αυτή είναι η δική μας στιγμή να φέρουμε τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών στη ζωή, έναν χάρτη για την ειρήνη για όλους.
Κανείς δεν έχει να κερδίσει από τις συγκρούσεις και τις διαιρέσεις. Εμείς, και οι γενιές που θα έρθουν μετά από εμάς, έχουμε να κερδίσουμε από τον διάλογο, από τις σχέσεις καλής γειτονίας».