Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Οι μεταβολές στη διεθνή ισορροπία ισχύος, αλλά κυρίως στο χώρο της Μεσογείου, έχουν οδηγήσει αναπόφευκτα σε αλλαγές στις κυριότερες απειλές για την ασφάλεια των κρατών που συνορεύουν με τη Μεσόγειο. Αυτές οι απειλές πρέπει να καλυφθούν από μεταβολές στην εθνική πολιτική και αντίστοιχες αλλαγές στις στρατηγικές έννοιες των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων.
Είναι εύλογο ότι μια στρατιωτική υπηρεσία πρέπει να είναι ικανή να αντιμετωπίσει μια απειλή για την εθνική ασφάλεια και χάνει τον λόγο ύπαρξής της όταν η απειλή αυτή εξασθενεί ή εξαφανιστεί. Εάν η υπηρεσία πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να αναπτύξει μια νέα στρατηγική έννοια που σχετίζεται με την όποια απειλή για την ασφάλεια. Καθώς αλλάζει ο στρατηγικός της ρόλος, ίσως είναι απαραίτητο η υπηρεσία να επεκτείνει, και να αυξήσει τις πηγές δημόσιας υποστήριξης και επίσης να αναδιοργανώσει την οργανωτική της δομή υπό το πρίσμα αυτής της μεταβαλλόμενης αποστολής. Διεισδύοντας βαθιά μέσα στη Μεσόγειο, μας παρέχετε και ένα ασυνήθιστα δραματικό παράδειγμα, εφόσον διαφαίνεται ως το πιθανότερο θέατρο των επιχειρήσεων του Ελληνισμού στο εγγύς μέλλον από το Πολεμικό Ναυτικό. Αυτά εκτιμάται ότι θα είναι οι αναφορές της ηγεσίας του Πολεμικού Ναυτικού προς την πολιτική ηγεσία κατά την ενημερωτική επίσκεψη του νέου Υπουργού Αμύνης στο Αρχηγείο Στόλου σήμερα Πέμπτη 1/8/2019.
Η κρίση του Πολεμικού Ναυτικού
Το ότι το Πολεμικό Ναυτικό, σήμερα, αντιμετωπίζει μια μεγάλη κρίση είναι ένας παράγοντας ο οποίος δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Δεν είναι όμως τόσο βέβαιο ότι η πραγματική φύση και η έκταση αυτής της κρίσης έχει γίνει γενικά τόσο κατανοητή. Γιατί δεν είναι βασικά μια κρίση προσωπικού, ηγεσίας, οργάνωσης, υλικού, τεχνολογίας ή όπλων. Αντί αυτού βρίσκονται πολύ πιο βαθιά τα αίτια της. Τα βρίσκουμε στα βάθη της βούλησης μας για ύπαρξη της θαλάσσιας ισχύος και κατά πόσο αυτή συμμετέχει στη θεμελιώδη στρατηγική αντίληψη μας. Είναι λοιπόν μια κρίση που αντιμετωπίζει κατά κύριο λόγο το Πολεμικό Ναυτικό με το τελικό ερώτημα: Ποια αποστολή εκτελείτε, η οποία υποχρεώνει την κοινωνία να αναλάβει την ευθύνη για την κοστοβόρο συντήρησή του; Η κρίση υπάρχει επειδή η συνηθισμένη απάντηση σε αυτό το ερώτημα γίνεται με όρους αμυντικής και μόνο στρατηγικής έννοιας που το Ναυτικό εκφράζει και το κοινό δέχεται για πάνω από μισό αιώνα, όμως δεν επιτρέπεται πλέον στο μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό πεδίο να συνεχίζουμε χωρίς να καλλιεργείτε η ιδέα της θαλάσσιας ισχύος.
Η ύπαρξη αυτής της κρίσης συμβολίστηκε δραματικά από την παράδοξη κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Ελληνισμός κατά την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Σε σχέση με τους αντιπάλους μας στη χρονική περίοδο της εισβολής είχαμε τον ισχυρότερο στόλο στην ιστορία μας. Φαινόταν αδύνατο, αν όχι γελοίο, ότι το Πολεμικό Ναυτικό δεν μπορούσε να διεκδικεί τον τίτλο της «πρώτης γραμμής άμυνας» του Έθνους όταν δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να αμφισβητήσει το ναυτικό μας και την αντιαεροπορική κάλυψη που παρείχε η Πολεμική Αεροπορία. Η κριτική που έχει υποστεί το Πολεμικό Ναυτικό δεν επιβραδύνει μόνο αλλά και υπονομεύει τη δημόσια στήριξη του, επισημαίνοντας μόνο τις παραδοξότητες.
Η δημόσια απήχηση αυτής της απλής λογικής ενισχύθηκε από την εκτεταμένη μεταπολιτευτική αντίδραση κατά των ενόπλων δυνάμεων, με τη λαϊκή επιθυμία να μειωθεί ο αμυντικός προϋπολογισμός παρά το γεγονός ότι οι υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού κατείχαν μια στρατηγική ιδέα που φαινόταν να υπόσχεται μέγιστη ασφάλεια με ελάχιστο κόστος και υπέρτατη συνδρομή στη θαλάσσια ισχύ.
Αυτή η έλλειψη σκοπού είχε και τις οργανωτικές επιπτώσεις της. Το πιο σημαντικό μεταξύ αυτών ήταν η τάση να αυξηθεί η αντίθεση κατά τη διάρκεια της κοινής προσπάθειας διακλαδικότητας των ενόπλων δυνάμεων. Χωρίς αποδεκτή και ενιαία στρατηγική αντίληψη, το Πολεμικό Ναυτικό έπρεπε να βασίζεται στην οργανωτική αυτονομία και όχι στη μοναδικότητα της αποστολής να διατηρεί την ταυτότητα και την ακεραιότητά του λόγω του ναυτογενούς ελληνικού έθνους και της προσπάθειας προστασίας του ευρύτερου θαλασσίου χώρου του Αιγαίου και της Μεσογείου. Αυτό είχε επιπρόσθετες δυσάρεστες συνέπειες για την υποστήριξη, δεδομένου ότι επέτρεψε σε πολέμιους να ζωγραφίσουν την εικόνα μιας σκόπιμης ομάδας σκληροπυρηνικών ναυάρχων που αντιτίθενται στη διακλαδικότητα για καθαρά εγωιστικούς σκοπούς. Εξάλλου είναι γνωστό το ανέκδοτο, ότι η αεροπορία βομβαρδίζει, ο στρατός εισβάλει και στο τέλος τα ναυτικό θα παρουσιαστεί για να δώσει τη δεξίωση.
Οι αιτίες αυτής της κρίσης του σκοπού και οι ατυχείς πολιτικές και οργανωτικές συνέπειες βρήκαν βεβαίως έδαφος στην ανακατανομή της ναυτικής ισχύος, εις βάρος μας, που συνέβη τα τελευταία χρόνια με τον βασικό αντίπαλό μας, την Τουρκία. Ωστόσο, μετά τον συριακό εμφύλιο πόλεμο και μετά την ανεύρεση υδρογονανθράκων στη Μεσόγειο, νέες απειλές για την ελληνική εθνική ασφάλεια προέκυψαν και οι τουρκικές διεκδικήσεις αυξήθηκαν, ποιοτικά και ποσοτικά, χωρίς τις συνεπαγόμενες αλλαγές ακόμη και μετά τη ναυτική ενίσχυση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, με το δικαιολογητικό της οικονομικής κρίσης.
Τι πρέπει να γίνει;
Το Πολεμικό Ναυτικό δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά την προστασία των νησιών του Αιγαίου, το Ναυτικό πρέπει να βρει έναν νέο ρόλο στην εθνική μας πολιτική. Πρέπει να είναι από τα κύρια αιτήματα προς τη νέα κυβέρνηση. Να ξεφύγουμε από την αβεβαιότητα, την αποδυνάμωση και σύγχυση, και να αναπτύξουμε ένα νέο ναυτικό δόγμα το οποίο να συνδέει ρεαλιστικά το Πολεμικό Ναυτικό με τους εθνικούς στόχους. Αυτό το δόγμα, ωστόσο, θα απαιτήσει μια θεμελιώδη επανάσταση στη ναυτική σκέψη.
Αναπόφευκτα, μια νέα στρατηγική αντίληψη πρέπει να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την πανεθνική υποστήριξη του Ναυτικού και την οργανωτική δομή του. Ασφαλώς, η αναγνώριση αυτής της νέας λειτουργίας θα πρέπει τελικά να βρεθεί στην πολιτική εθνικής ασφαλείας, δεδομένου ότι η εθνική ασφάλεια εξακολουθεί να ορίζει την πρωταρχική αποστολή του ναυτικού.
Όπως συμβαίνει τώρα, που βρισκόμαστε στην κόψη του ξυραφιού πολλοί αναλυτές σε στρατιωτικές υποθέσεις εκτιμούν πλήρως τον ρόλο του ναυτικού, αλλά πολύ συχνά ακούγεται ακόμα από τον μέσο πολίτη κάθε κράτους το ερώτημα: Γιατί χρειαζόμαστε ένα ισχυρό ναυτικό; Αυτή η στάση μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μια συστηματική, λεπτομερή επεξεργασία και παρουσίαση της θεωρίας του ναυτογενούς έθνους και του ευρύτερου πλαισίου της ναυτικής ιστορίας και της ναυτικής τεχνολογίας. Μόνο όταν αυτό γίνει, το Ναυτικό θα έχει την εμπιστοσύνη του κοινού ανάλογη με τον σημαντικό ρόλο του στην εθνική άμυνα.
Αντί επιλόγου
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξω ότι χωρίς το Αθηναϊκό Ναυτικό δε θα υπήρχε ο Παρθενώνας, οι τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, η Πολιτεία του Πλάτωνα και τα Πολιτικά του Αριστοτέλη. Πριν από τους Περσικούς Πολέμους, η Αθήνα δεν είχε επιδείξει τίποτα σπουδαίο στη φιλοσοφία, την αρχιτεκτονική, το θέατρο, τις πολιτικές επιστήμες ή την ιστορία. Όλα αυτά άνθισαν μετά τη μεταμόρφωση των Αθηναίων σε ναυτική δύναμη, στις αρχές του 5ου αιώνα πΧ.
*Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ