Ο πρόεδρος Τραμπ θεωρεί ότι, η Ευρώπη δεν συνεισφέρει στην ασφάλεια των ΗΠΑ, ενώ αντιθέτως οι ΗΠΑ «αφιλοκερδώς» την προστατεύουν και για αυτό θα πρέπει οι ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν το ποσοστό της οικονομικής συμμετοχής τους στο ΝΑΤΟ. Τόνισε εμφατικά: «Δεν είμαι βέβαιος ότι θα έπρεπε να δαπανούμε οτιδήποτε, αλλά σίγουρα πρέπει να τους βοηθάμε [Ευρώπη]», «Εμείς τους προστατεύουμε. Εκείνοι δεν μας προστατεύουν», για αυτό «θα πρέπει να ανέβουν από το 2% στο 5%(του ΑΕΠ)».
Η αντίληψη αυτή του Τραμπ είναι ασυνήθιστη και πολύ παράδοξη στις διεθνείς σχέσεις, δηλαδή οι ΗΠΑ συμμετέχουν σε μια συμμαχία από την οποία δεν έχουν να αποκομίσουν τίποτα, ενώ προσφέρουν απλόχερα και άνευ ανταμοιβής ασφάλεια στην Ευρώπη, αυτή όμως η ανισορροπία μπορεί να αμβλυνθεί με την αύξηση της «συνδρομής» προς το ΝΑΤΟ. Στρατηγικά προσεγγίζοντας το ζήτημα αν μια χώρα δεν αντλεί οφέλη από τη συμμετοχή της σε ένα διεθνή αμυντικό οργανισμό, τότε αποχωρεί.
Αυτή θα ήταν η λογική επιλογή του Τραμπ για τις ΗΠΑ, πλην όμως αυτός το θέτει στη βάση μιας οικονομικής συναλλαγής. Πολλοί θα πουν ότι αυτή είναι η τεχνική του Τραμπ, όμως τα ζητήματα αμύνης και ασφάλειας δεν αντιμετωπίζονται με όρους συναλλαγής, αλλά στρατηγικούς.
Κατ’ αρχάς αυτό που απαιτεί ο Τράμπ συνιστά μια τεράστια αύξηση, η οποία δεν καλύπτεται από καμία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, ούτε και τις ΗΠΑ. Κατά καιρούς, ποικίλα ποσοστά έχουν εργαλειοποιηθεί από διαφόρους και από τον Τραμπ, για να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και να υποστηρίξουν επιθυμητές πολιτικές επιλογές. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνισθεί τι αντιπροσωπεύει το 2% και το 5%, σε σχέση με το ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ χρηματοδοτείται με δύο τρόπους από τα κράτη μέλη, με άμεσες και έμμεσες συνεισφορές.
Οι άμεσες συνεισφορές των κρατών στο ΝΑΤΟ, συνιστούν τον κοινό προϋπολογισμό, ύψους 4,6 δισ. USD, για το 2025, ο οποίος χρησιμοποιείται βασικά για τη λειτουργικότητα του Οργανισμού και της Στρατιωτικής Δομής Διοικήσεώς του. Η κατανομή των βαρών γίνεται με ένα συμφωνημένο συντελεστή (sharing key), ο οποίος μετά και την είσοδο και της Σουηδίας ανέρχεται, για παράδειγμα, για τις ΗΠΑ 16%, για το Ηνωμένο Βασίλειο 11% και για την Ελλάδα 1%. Ο κοινός προϋπολογισμός αποτελεί ένα ελάχιστο τμήμα των αμυντικών δαπανών των χωρών, το οποίο επ’ ουδενί αντιπροσωπεύει τη συνεισφορά στον Οργανισμό, δηλαδή δεν μπορούν να ισχυρισθούν οι ΗΠΑ ότι προσφέρουν 16% στο ΝΑΤΟ.
Οι εθνικές ή έμμεσες συνεισφορές, είναι αυτές που αποτελούν τον τεράστιο όγκο και βαραίνουν αποκλειστικά την εκάστη χώρα του ΝΑΤΟ. Συμπεριλαμβάνουν τις δυνάμεις και τις δυνατότητες που αναπτύσσει το κάθε μέλος για την άμυνα και την ασφάλειά του και από τις οποίες δύναται να συνεισφέρει το όλον ή μέρος προς το ΝΑΤΟ για την υποστήριξη της αποτροπής και της αμύνης, όπως επίσης και για τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η ανάπτυξη, η λειτουργικότητα, η υποστήριξη των δυνάμεων και των επιχειρήσεών τους, ακόμη και υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, είναι αποκλειστικά εθνική ευθύνη. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου και λόγω των διεξαγομένων επιχειρήσεων, ήλθε στο προσκήνιο, το ζήτημα της συνεισφοράς εκάστου. Ενώ το ΑΕΠ συνολικά των χωρών μελών του ΝΑΤΟ, πλην ΗΠΑ, ήταν ίσο με αυτό των ΗΠΑ, οι αμυντικές τους δαπάνες αποτελούσαν το ήμισυ των αντιστοίχων των ΗΠΑ.
Μετά από πολλές συζητήσεις και παλινδρομήσεις, το 2006 συμφωνήθηκε εθελοντικά για τις εθνικές συνεισφορές, ο στόχος του 2% του ΑΕΠ. Ωστόσο το 2014, μόνο τρία έθνη τον είχαν επιτύχει (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα). Έτσι στη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας, το ίδιο έτος, αφού είχε καταληφθεί η Κριμαία από τη Ρωσία, αποφασίσθηκε σε βάθος δεκαετίας, οι αμυντικές δαπάνες εκάστου μέλους να ανέλθουν ετησίως στο 2% του ΑΕΠ και από αυτές το 20% να επενδυθεί σε νέα οπλικά συστήματα. Αυτό φυσικά δεν εμπόδιζε καμία χώρα να έχει αμυντικούς προϋπολογισμούς υπερβαίνοντες το 2%, αν εκτιμούσε ότι απειλείται ή το επιβάλλουν οι στρατηγικές της επιδιώξεις.
Στην κατηγορία αυτή ανήκει σταθερά η Ελλάδα και οι ΗΠΑ και τα τελευταία χρόνια η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στη Σύνοδο Κορυφής του Βίλνιους, το 2023, ελήφθη απόφαση ότι το 2% δεν θα αποτελεί οροφή αλλά τη βάση, σε συνδυασμό πάντοτε με το 20% για σύγχρονα εξοπλιστικά προγράμματα. Με στοιχεία του ΝΑΤΟ του πρώτου εξαμήνου του 2024, μία χώρα, η Πολωνία, ξεπερνά το 4%, τέσσερις το 3%, ΗΠΑ, Ελλάδα, Εσθονία και Λετονία, δεκαοκτώ κινούνται μεταξύ 2-3% και εννέα υπολείπονται του 2%, μεταξύ των οποίων και μεγάλες οικονομίες όπως η Ιταλία (1,49%), η Ισπανία (1,28%) και ο Καναδάς (1,37%).
Φυσικά και σε αυτό το πεδίο υπάρχει μεγάλη παραφιλολογία, καθώς έχει υποστηριχθεί για παράδειγμα, ότι οι ΗΠΑ συνεισφέρουν το 65% του προϋπολογισμού του ΝΑΤΟ, κάτι το οποίο είναι μια στατιστική διαστρέβλωση, καθώς συγκρίνει τις αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ (967 δισ. USD), με τις αντίστοιχες συνολικά των άλλων εθνών (506 δισ. USD), χωρίς να λαμβάνει υπόψη ούτε το ΑΕΠ, ούτε τις παγκόσμιες στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ. Αυτό το 2% απαιτεί ο Τραμπ να αυξηθεί στο 5%.
Δηλαδή ο επικεφαλής μιας χώρας μέλους επιδιώκει να ενισχύσει την έμμεση συνεισφορά των χωρών μελών προς το ΝΑΤΟ, κατά 150%, χωρίς καμία διαβούλευση. Πρακτικά επιχειρείται σε ανεξάρτητες δημοκρατικές κυβερνήσεις να τους επιβληθεί η αύξηση των αμυντικών τους δαπανών, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους καταστάσεως και των αμυντικών τους αναγκών και επιδιώξεων. Αυτό είναι σίγουρα έξω από το συμμαχικό πνεύμα και τις σχετικές διαδικασίες.
Και ας περάσουμε στην ουσία του ζητήματος. Αναμφισβήτητα όταν μια χώρα γίνεται μέλος μιας αμυντικής συμμαχίας, είναι δεδομένο ότι θα συγκεράσει τις αμυντικές της ανάγκες με αυτές της συμμαχίας. Το ερώτημα είναι πώς και πότε έχει υπολογισθεί το τρέχον 2%, ακόμη δε περισσότερο το 5% του προέδρου Τραμπ.
Ο αρμοδιότερος να τοποθετηθεί επ’ αυτού είναι σίγουρα ο Γ.Γ. ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ο οποίος σε πρόσφατη παρέμβασή του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, δήλωσε: «…Είμαστε ασφαλείς τώρα, αλλά το ΝΑΤΟ συλλογικά, δεν θα είναι ικανό να αμυνθεί σε τέσσερα, πέντε χρόνια αν παραμείνουμε προσκολλημένοι στο 2%. … έχει αρχίσει μια συνολική διαδικασία εντός του ΝΑΤΟ, η οποία θα ολοκληρωθεί κατά τον Μάιο – Ιούνιο, του τρέχοντος έτους [2025], με την οποία θα εκτιμηθεί τι ακριβώς απαιτείται, σε ότι αφορά στις δυνατότητες και στο μέγεθός τους όπως επίσης και στα κενά που έχουμε. …. Αλλά … αν κοιτάξετε τα εισερχόμενα στοιχεία τώρα, το 2% δεν είναι αρκετό. Θα είναι πολύ περισσότερο, πραγματικά πολύ περισσότερο και αυτό θα έχει τεράστιο αντίκτυπο».
Από αυτό προκύπτει αβίαστα ότι τόσο το 2% όσο και το 5% είναι αυθαίρετα όρια αμυντικών δαπανών, που δεν συνδέονται άμεσα με συγκεκριμένα επίπεδα στρατιωτικών δυνατοτήτων, καθώς αυτά τώρα υπολογίζονται. Ο Γ.Γ. ΝΑΤΟ εκτιμά ότι θα είναι αρκετά παραπάνω από το 2% και αναμένεται το ύψος τους για να αξιολογηθεί. Επομένως το 2% ήταν περισσότερο ένας πολιτικός συμβιβασμός, ενώ το 5% είναι μια αυθαίρετη πολιτική διακήρυξη.
Ο πρόεδρος Τραμπ και οι σύμβουλοί του, οι οποίοι υποστηρίζουν το υψηλό ποσοστό του 5%, προφανώς γνωρίζουν τη διαδικασία στο ΝΑΤΟ, ωστόσο έσπευσαν να το βάλουν στο τραπέζι όχι τόσο για να επιλύσουν το πρόβλημα του ΝΑΤΟ, αλλά ως ένα επιπλέον μοχλό πιέσεως προς την Ευρώπη, παράλληλα με αυτό του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, ώστε να ισχυροποιήσουν τη διαπραγματευτική τους θέση. Ο πρόεδρος Τραμπ δεν θα έχει κανένα πρόβλημα αργότερα να συμφωνήσει σε ένα μικρότερο ποσοστό, για παράδειγμα 3% ή 4%, αφού μέχρι τότε θα έχει αξιοποιήσει το 5% προς όφελος των ΗΠΑ.
Αν εξετασθεί σε θεωρητικό επίπεδο η υιοθέτηση του 5% του ΑΕΠ, χωρίς να έχει προσδιορισθεί το χρονοδιάγραμμα της εφαρμογής του, τότε θα οδηγηθούμε σε ένοπλες δυνάμεις, ισχυρότερες ακόμη και αυτών του Ψυχρού Πολέμου. Εδώ εύλογα ανακύπτει το ερώτημα, γίνεται προετοιμασία για παγκόσμιο πόλεμο; Οπότε πρέπει να τεθούν επί τάπητος καθοριστικά ζητήματα όπως, ποια είναι η απειλή, ποια είναι η στρατηγική για την αντιμετώπισή της και αν υπάρχει συμφωνία σε αυτά.
Αν θεωρηθεί ότι η απειλή είναι η Ρωσία, σε επίπεδο συμβατικών δυνάμεων και ειδικά αεροπορικών και ναυτικών δυνατοτήτων, η υπεροχή του ΝΑΤΟ είναι συντριπτική, ενώ στο επίπεδο των βασικών χερσαίων οπλικών συστημάτων υπάρχει μια ελαφρά ρωσική υπεροχή, όχι όμως και στο ανθρώπινο δυναμικό όπου υπάρχει σαφής υπεροχή του ΝΑΤΟ. Πέραν αυτών, η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση, ούτε ο Ρωσικός Στρατός είναι Κόκκινος Στρατός, όπως έχει δείξει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Ο Ρωσικός Στρατός αγωνίζεται επί τρία χρόνια για την κατάληψη κάποιων επαρχιακών πόλεων στην ανατολική Ουκρανία, χωρίς να μπορεί να φέρει στρατηγικό αποτέλεσμα και να τερματίσει τον πόλεμο, υπέρ της Ρωσίας. Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια υψηλή τρωτότητα στις Βαλτικές χώρες, αλλά ο Ρωσικός Στρατός, ο οποίος δεν πρέπει να υποτιμάται, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βρεθεί στις παρυφές της Βαρσοβίας και του Βερολίνου δια περιπάτου.
Το προβλήματα των δυτικών και ειδικά των ευρωπαϊκών δυνάμεων είναι τρία. Πρώτον, οι μικροί επαγγελματικοί ή ημιεπαγγελματικοί στρατοί, οι οποίοι δεν μπορούν να διεξάγουν παρατεταμένες επιχειρήσεις υψηλής εντάσεως και να καλύψουν τις τεράστιες απώλειες, πράγμα που απαιτεί υψηλές εφεδρείες, οι οποίες σήμερα δεν υπάρχουν και αυτό επιβάλλει εθνική κονιοποίηση, την οποία είναι δύσκολο να αποδεχθούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και να εφαρμόσουν οι αντίστοιχες κυβερνήσεις. Το δεύτερο, είναι τα ανεπαρκή αποθέματα κρίσιμων εφοδίων και υλικών, λόγω των επιχειρήσεων χαμηλής εντάσεως που διεξήγοντο τα τελευταία 35 χρόνια.
Το τρίτο και βασικότερο είναι η χαμηλών δυνατοτήτων αμυντική τεχνολογική και βιομηχανική υποδομή της Ευρώπης, η οποία δεν μπορεί να υποστηρίξει μακροχρόνια σύγκρουση, για παράδειγμα δεν έχει δυνατότητα να προωθήσει επαρκείς ποσότητες βλημάτων πυροβολικού στην Ουκρανία. Αυτό είναι και το σημείο που υπερέχει θεαματικά η Ρωσία, η οποία έχει μετατρέψει την οικονομία της σε πολεμική και έχει ενεργοποιήσει πλήρως την παραγωγική αμυντική της υποδομή, η οποία όμως και αυτή παρουσιάζει κενά, καθώς προσφεύγει στη Β. Κορέα, στην Κίνα και στο Ιράν. Εκεί που υπερέχει κατά κράτος η Ρωσία της Ευρώπης είναι τα πυρηνικά όπλα, αλλά τότε οδηγούμεθα σε μια άλλου επίπεδου σύγκρουση, με σίγουρη εμπλοκή των ΗΠΑ, με απίστευτα καταστρεπτικές συνέπειες.
Επίσης μια τέτοια θεαματική αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη δεν μπορεί να απορροφηθεί από την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η οποία είναι ανέτοιμη και μάλλον θα δρομολογηθεί προς αυτή των ΗΠΑ, η οποία έχει αυξήσει την παραγωγικότητά της λόγω Ουκρανίας. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο στόχος Τραμπ, να αντλήσει πιστώσεις για τη συνέχιση της λειτουργίας σε υψηλή ένταση της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας, ενόψει πιθανού τερματισμού του πολέμου. Μια άλλη σημαντική παράμετρος, η οποία παραβλέπεται από τον Τραμπ, είναι οι δεσμεύσεις και οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί στις ευρωπαϊκές χώρες σε οπλικά συστήματα και οροφή δυνάμεων.
Για παράδειγμα η Γερμάνια με τη Συνθήκη Τερματισμού του Β'ΠΠ (Treaty on the Final Settlement with Respect to Germany), η οποία υπεγράφη το 1990, έχει μια πολύ μικρή οροφή συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων και δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και άλλες δυνατότητες. Πέραν αυτών το ουσιαστικότερο, μια τέτοια αύξηση των αμυντικών δαπανών θα ανέτρεπε βασικές παραμέτρους των πολιτικών (παιδεία, υγεία κτλ) των ευρωπαϊκών χωρών με σημαντικές κοινωνικές αλλά και πολιτικές επιπτώσεις, χωρίς να έχει στοιχειοθετηθεί η απειλή τόσο ως ύπαρξη όσο και ως μέγεθος.
Από ευρωπαϊκής πλευράς, στην απαίτηση Τράμπ, έχουν ακουσθεί κάποια αρνητικά σχόλια ή και κάποια μισόλογα, χωρίς σαφή τοποθέτηση. Σίγουρα η Ευρώπη πρέπει βελτιώσει τα κενά που προαναφέρθηκαν και να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν, όμως μια τέτοια αύξηση και μάλιστα ταχέως, θα έχει ευρείες και αρνητικές συνέπειες. Όμως σε μια συμμαχία δεν πρέπει να αφήνεται ο ισχυρός να επιβάλει την αυθαίρετη άποψή του, με μια έωλη επιχειρηματολογία.
Οι Ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, πρέπει να βγουν μπροστά και να ζητήσουν από τις ΗΠΑ να αρχίσει μια συζήτηση με στρατηγικούς όρους και να καταστήσουν σαφές ότι το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ ως πολιορκητικός κριός. Στη συνέχεια αφού προσδιορισθούν οι πραγματικά απαιτούμενες στρατιωτικές δυνατότητες, να ακολουθήσει ο υπολογισμός του ύψους των οικονομικών απαιτήσεων και το χρονοδιάγραμμα εκταμίευσής τους και ο καθένας να αναλάβει τις υποχρεώσεις του, αλλά και το βαθμό κινδύνου, αν απαιτείται, για τη χώρα του. Αυτό φυσικά δεν είναι κάτι διαχειριστικό, είναι ζήτημα ηγεσίας, κάτι το οποίο είναι είδος εν ανεπαρκεία στην Ευρώπη, γι' αυτό ο Τραμπ απαιτεί αυτά που απαιτεί και με τον τρόπο που τα απαιτεί.
*Κωνσταντίνος Γκίνης, Στρατηγός ε.α.- Επίτιμος Α/ΓΕΣ