Έχω την αίσθηση ότι οι επερχόμενες εκλογές στην Τουρκία αποτελούν τις σημαντικότερες όσον αφορά όχι την ίδια την Τουρκία αλλά την Ελλάδα και κατά προέκταση του Δυτικού κόσμου.
Για να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε και να οδηγηθούμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα ποιος τελικά θα ήταν ο καλύτερος πρόεδρος για εμάς, θα πρέπει να εξετάσουμε την τουρκική εξωτερική πολιτική ιδιαίτερα μετά το 2016.
Επιλέγω το ορόσημο αυτό για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι σαφώς το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου που οδήγησε σε δομικές αλλαγές στο εσωτερικό της Τουρκίας, με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου στην αρχή που παρέκαμπτε θεσμικές διαδικασίες και εξουσίες, επιτρέποντας στον Ερντογάν να κυβερνάει με διατάγματα αλλά και τη μετατροπή του πολιτικού συστήματος σε προεδρικό το 2018.
Μια υπερσυγκέντρωση εξουσιών που τοποθέτησε τον Πρόεδρο στο επίκεντρο λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα και αυτόματα η ιδεολογία του ίδιου του προέδρου αλλά και του στενού του κύκλου έθεσε όρια στην ορθολογικότητα των όποιων αποφάσεων.
Σε διεθνές περιβάλλον το 2016 άρχισαν να φαίνονται στοιχεία ενός «μεταμερικανικού» κόσμου. Το σκηνικό δεν περιστρέφεται πλέον γύρω από τις ΗΠΑ, αλλά αναδύθηκαν επιπλέον κέντρα ισχύος από χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία ενώ σε περιφερειακό επίπεδο από χώρες όπως η Τουρκία η οποία και μας ενδιαφέρει.
Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία προσπαθεί πλέον να επιβάλλει μια δική της γεωπολιτική ατζέντα που εξυπηρετεί κυρίως τα δικά της συμφέροντα και όχι κάποιας μεγάλης δύναμης όπως συνέβαινε έως τότε, επομένως μπορούμε να μιλάμε για μια ανεξαρτητοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής η οποία ενισχύεται από την παράλληλη ανάπτυξη αντιδυτικών πόλων όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έλαβε χαρακτηριστικά όπως ο αντιδυτικισμός, ο γεωπολιτικός αναθεωρητισμός, η αυξημένη προβολή της ισχύος της ιδιαίτερα στον μεταοθωμανικό χώρο αλλά και μια τάση ώστε η Τουρκία να αποτελέσει έναν «Τρίτο Πόλο» μεταξύ Ανατολής και Δύσης, χωρίς να προσκολλάται σε κάποιον από τους δυο. Αυτό είναι ξεκάθαρο στο γεγονός ότι το ΝΑΤΟ πλέον για τους Τούρκους δεν αποτελεί ταυτότητα αλλά απλά ένα εργαλείο.
Κι ενώ τα παραπάνω αποτελούν τα στοιχεία της διακυβέρνησης Ερντογάν έχει ενδιαφέρον να δούμε τι μπορεί να φέρει μια ενδεχόμενη νίκη Κιλιτσντάρογλου. Με δεδομένη την φιλοδυτική παράδοση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, θεωρείται περισσότερο από δεδομένη και η ανάλογη στροφή.
Ο κύριος προβληματισμός όμως είναι αν αυτή η στροφή θα είναι ουσιαστική ή απλά επικοινωνιακή. Αφενός μια τέτοια αλλαγή απαιτεί σίγουρα τουλάχιστον κάποια χρόνια και αφετέρου ο Κιλιτσντάρογλου θεωρείται επιρρεπής σε ξένες πιέσεις γι' αυτό και ήδη έχουν δρομολογηθεί εξελίξεις για τον διορισμό των εθνικοτέρων και συντηρητικότερων Γιαβάς και Ιμάμογλου στις θέσεις των αντιπροέδρων ώστε να διατηρηθούν οι όποιες αντιστάσεις στις πιέσεις έξωθεν.
Ουσιαστικά δεν μπορούμε να αναμένουμε κάποια ριζοσπαστική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας καθώς δεν πιστεύω ότι η μερική ανεξαρτησία που πέτυχε ο Ερντογάν θα θυσιαστεί τόσο εύκολα, αντίθετα διαβλέπω κινήσεις ώστε να πειστεί η Δύση για την αποδέσμευση από τις πολιτικές Ερντογάν όπως είναι η στάση στην είσοδο νέων χώρων στο ΝΑΤΟ, η μερική αποστασιοποίηση από τη Ρωσία και η παροχή οικονομικών και δημοκρατικών ελευθεριών στο εσωτερικό.
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο ποιο θα ήταν το καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα; Η μετάβαση από ένα καθεστώς 20ετίας ενδεχομένως δεν είναι τόσο αρμονικό και οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση και για τη Δύση και φυσικά την Ελλάδα.
Μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος διαχρονικά είναι το δόγμα της «Εθνικής Ασφαλείας» κάτι που μπορεί να μεταφραστεί με διαφόρους τρόπους που θα μπορούσε να πυροδοτήσει αρνητικές εξελίξεις, εν αντιθέσει με τον Ερντογάν που παρόλο που είναι ένας μη αρεστός ηγέτης για τους Δυτικούς, έχει αποδείξει ότι είναι βαθιά συστημικός στην 20ετη του διακυβέρνηση.
Επί του πρακτέου δεν έχει ενεργήσει ουσιαστικά χωρίς να πάρει κάποιο πράσινο φως και δεν έχει υπερβεί κόκκινες γραμμές, παρόλη την επικοινωνιακού τύπου προκλητικότητα του. Επιπλέον η πολιτική του κυρίως έχει να κάνει με την διασφάλιση ενός ρόλου περιφερειακής δύναμης στον Ευρασιατικό χώρο παρά στο Αιγαίο.
Θα κλείσω με το σημαντικότερο κομμάτι. Η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε τον κακό Ερντογάν και ενίσχυσε το ρόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελώντας τον αξιόπιστο σύμμαχο ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ. Είναι πιθανό με μια ενδεχόμενη φιλοδυτική στροφή και νίκη Κιλιτσντάρογλου από πλευράς Τουρκίας ο ρόλος μας να υποβαθμιστεί και ακόμη χειρότερα να πιεστούμε σε πολιτικές του «βρείτε τα, σύμμαχοι είστε» αφού δράκος δεν θα υπάρχει.
Μη γελιόμαστε, η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας στο διεθνές σκηνικό δεν πρόκειται να αλλάξει. Είναι προτιμότερο επομένως ένας γνωστός αντίπαλος από έναν άγνωστο.
* O Στέφανος Μάρκου είναι Ιστορικός Οθωμανικής Περιόδου και υποψήφιος διδάκτορας Οθωμανικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.