Μια ακόμα περίοδος έντασης με την Τουρκία μόλις πέρασε, και στη χώρα μας όλοι περιμένουμε την επόμενη. Εν τω μεταξύ, καθώς στα έκτακτα συνήθως πάμε καλά αλλά η καθημερινότητα μας κουράζει, στη χώρα μας φαίνεται να θέλουμε να «ξεμπερδεύουμε» με το θέμα, να βρούμε ένα τρόπο να τελειώνουμε με τις εντάσεις, τις ανησυχίες και τα προβλήματα που μας δημιουργεί η συνεχής τριβή με την Τουρκία.
Πότε όμως θα ξεμπερδέψουμε, επιτέλους με την Τουρκία;
Η απάντηση, δυστυχώς, είναι μία: Ποτέ.
Κόντρα σε αυτό που πολλοί πιστεύουν σε αυτή τη χώρα, και ίσως και έξω από αυτή, με την Τουρκία δεν θα «ξεμπερδέψουμε» ποτέ και πρέπει, επιτέλους, να μάθουμε να ζούμε με αυτή τη διαπίστωση.
Αν σκεφτείτε για λίγο τις απόψεις -δικές σας και φίλων σας- για το θέμα, όπως και τις αναλύσεις που διαβάζετε καθημερινά, θα διαπιστώσετε ότι οι περισσότεροι θεωρούν πως με τον ένα ή άλλο τρόπο μπορεί να δοθεί μια τελειωτική λύση στην τριβή μας με την Τουρκία. Οι δε απόψεις για το ποιος είναι αυτός ο τρόπος είναι ουσιαστικά δύο:
Η μία σειρά σκέψεων λέει ότι το θέμα μπορεί να λυθεί οριστικά με συζητήσεις, διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, ενώ ή άλλη υποστηρίζει ότι το ζήτημα θα λυθεί οριστικά μέσα από μια ένοπλη σύγκρουση μικρής ή και μεγαλύτερης κλίμακας. Στις δύο αυτές κατηγορίες περιλαμβάνονται πολλές υποπεριπτώσεις και σειρές επιχειρημάτων.
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις
Στην πρώτη σειρά σκέψης περιλαμβάνονται σε γενικές γραμμές οι εξής κατηγορίες:
- Ιδεολογική τοποθέτηση: αριστερά - όλοι οι λαοί ενωμένοι κατά του καπιταλισμού και όχι μεταξύ τους, φιλελεύθεροι διεθνιστές - οι οικονομικές σχέσεις θα φέρουν τους λαούς πιο κοντά.
- Απόλυτη, ελιτίστικη, λογική: οι πολιτισμένοι άνθρωποι συνομιλούν ενώ μόνο οι απολίτιστοι συγκρούονται.
- Φόβος καταστροφής: Οι άλλοι είναι πολύ πιο δυνατοί, πρέπει αναγκαστικά να συνομιλούμε και συμφωνήσουμε για να αποφύγουμε τα χειρότερα.
- Ελπίδα νίκης: Είμαστε μέσα σε ισχυρές συμμαχίες και έχουμε τρόπους πίεσης και πρέπει να τους εκμεταλλευτούμε μέσω συνομιλιών για να κλειδώσουμε εγκαίρως τα πλεονεκτήματα μας.
Στη δεύτερη σειρά σκέψης περιλαμβάνονται σε γενικές γραμμές οι εξής κατηγορίες:
- Ιδεολογική τοποθέτηση: άκρα δεξιά και εθνικισμός – να τους «σκίσουμε» για να εκδικηθούμε για όσα μας έκαναν.
- Απόλυτη λογική περί ισχύος: Μόνο τα όπλα φέρνουν τελικό αποτέλεσμα.
- Φόβος καταστροφής: Αν προλάβουμε με ένα χτύπημα να τους σταματήσουμε θα γλυτώσουμε τα χειρότερα.
- Ελπίδα νίκης: Οι δυνάμεις μας αν και μικρότερες είναι ισχυρές και μπορούμε να νικήσουμε τους απέναντι, πληγώνοντας τους οριστικά και αναγκάζοντας τους να μαζευτούν.
Με τις όποιες παραλλαγές τους, λίγο πολύ όλα τα παραπάνω περιγράφουν τις τάσεις που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία, και εκφράζουν πολλοί αναλυτές, δημοσιογράφοι, διανοητές, ακαδημαϊκοί και πολιτικοί μας. Όλες οι παραπάνω προσεγγίσεις όμως είναι λανθασμένες καθώς περιέχουν ένα δομικό σφάλμα: Θεωρούν ότι στο τέλος υπάρχει μία λύση -ή έστω ένας συνδυασμός λύσεων- που μπορούν να σταματήσουν τις συνεχείς τριβές και τα προβλήματα με την Τουρκία. Η -σκληρή και άβολη- αλήθεια είναι όμως πως όποια μέθοδος και να ακολουθηθεί, οι τριβές και τα προβλήματα με την Τουρκία θα συνεχίσουν να υφίστανται.
Οι φωνές λοιπόν που προκρίνουν μια συνολική τελική διευθέτηση μέσω συνομιλιών με την Τουρκία «προκειμένου να τελειώνουμε», όπως και εκείνες βεβαίως που προκρίνουν μια «τελική λύση» μέσω σύγκρουσης, είναι άκαιρες και -ως τέτοιες- επιβλαβείς για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας.
Γιατί δεν θα σταματήσουν τα προβλήματα
Ας εξετάσουμε εν συντομία λοιπόν, τις δύο κατευθύνσεις. Έστω ότι προχωράμε σε εκτεταμένες συνομιλίες και επαφές με την Τουρκία, καλοπροαίρετες ή όχι, και καταλήγουμε σε μία συνολική συμφωνία για όλα τα θέματα που μας απασχολούν, (ακόμα και σε αυτά που θεωρούμε ότι δεν έχουμε λόγο να συζητήσουμε) κερδίζοντας κάτι και χάνοντας κάτι, όπως γίνεται σε όλες τις διαπραγματεύσεις. Γιατί θεωρούμε ότι αυτό θα ήταν το τέλος των προβλημάτων και τριβών με τους απέναντι;
Η Τουρκία είναι ένα βαθιά αναθεωρητικό κράτος. Νιώθει -και σε μεγάλο βαθμό είναι- ισχυρότερη από την Ελλάδα σε όρους σκληρής ισχύος, ενώ έχει μια θέση στο διεθνές σύστημα (γεωγραφικά, πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτικά) που την κάνει να νιώθει ισχυρή. Το να πετύχει μέσω διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών ένα μέρος των στόχων της δεν σταματά -ούτε θα έπρεπε άλλωστε- την όρεξη της να πετύχει ακόμα περισσότερους. Κάθε κράτος επιδιώκει να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια που αποκομίζει από τους παράγοντες ισχύος που διαθέτει και αυτό δεν είναι μια διαδικασία η οποία τελειώνει ποτέ για κανένα κράτος. Γιατί θα έπρεπε η Τουρκία να αποτελεί την εξαίρεση;
Έστω, από την άλλη πλευρά, ότι προχωράμε, ή εξαναγκαζόμαστε, σε ένοπλη σύγκρουση μικρής ή μεγάλης κλίμακας με την Τουρκία και πετυχαίνουμε μια μικρή ή μεγαλύτερη νίκη μέσω τις οποίας εξασφαλίζουμε τα δικαιώματα και τους -δίκαιους- στόχους μας. Τι είναι αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε ότι μετά από μια τέτοια εξέλιξη η Τουρκία θα «κάτσει στα αυγά της» και θα δεχθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Κάθε κράτος που βλέπει τη θέση του στο διεθνές σύστημα να χειροτερεύει, μπαίνει στη διαδικασία να κινητοποιήσει όλους τους παράγοντες ισχύος που διαθέτει ώστε να αμβλύνει ή αναιρέσει τις αρνητικές επιπτώσεις μιας τέτοιας υποβάθμισης. Γιατί θα έπρεπε η Τουρκία να αποτελεί την εξαίρεση;
Ζώντας με το πρόβλημα
Όποια άποψη διαχείρισης των σχέσεων μας με την Τουρκία και να υιοθετήσουμε λοιπόν, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε και αποδεχθούμε ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με το πρόβλημα των εντάσεων και τριβών με την Τουρκία. Οι λόγοι των εντάσεων και τριβών είναι δομικοί, έχουν να κάνουν με τη θέση των δύο χωρών στο διεθνές σύστημα και ως τέτοιοι δεν αλλάζουν εύκολα ή γρήγορα (τουλάχιστον όχι σε όρους μιας σειράς μερικών ανθρώπινων γενεών).
Η παραπάνω -αυτονόητη κατά τ’ άλλα- διαπίστωση «διαβάσματος» του διεθνούς συστήματος οφείλει να προσδιορίζει την εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας και ασφάλειας της χώρας, αλλά κατ’ επέκταση και τις οικονομικές, κοινωνικές και εσωτερικές πολιτικές της Ελλάδας στο βαθμό που αυτές προσδιορίζουν και επηρεάζουν τη συνολική της θέση στο διεθνές σύστημα.
Με τη Τουρκία βεβαίως και μπορούμε και πρέπει κατά καιρούς να διαπραγματευόμαστε, να επιδιώκουμε, να καταλήγουμε σε, και να τηρούμε συμφωνίες, όπως και μπορούμε και πρέπει κατά καιρούς να τηρούμε σκληρή και αδιάλλακτη στάση. Όλα είναι εργαλεία τα οποία οφείλουμε να χρησιμοποιούμε στις εξωτερικές μας σχέσεις. Κανένα όμως δεν πρόκειται να μας λύσει μόνιμα το πρόβλημα και συνεπώς όλα πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ και όχι ως πανάκεια.
Όταν εννοήσουμε ότι τα προβλήματα με την Τουρκία δεν φεύγουν παρά μόνο αυξομειώνονται και μεταλλάσσονται στο πέρασμα του χρόνου, θα μπορέσουμε να σχηματοποιήσουμε την απαραίτητη πολιτική, κοινωνική, αμυντική και διεθνοπολιτική συνοχή και την ομοιογένεια στρατηγικών που είναι απαραίτητες για να μπορούμε να «ζούμε με το πρόβλημα» με ικανοποιητικό τρόπο και χωρίς αυτό να σημαδεύει με άγχος, διαμάχες και ένταση τη συλλογική μας συνείδηση και τον καθημερινό τρόπο ζωής μας.
Τέλος, με δεδομένα όλα τα παραπάνω, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος να διαχειριστούμε τις σχέσεις μας με την Τουρκία είναι να δομήσουμε -στο διηνεκές- συνθήκες αποτελεσματικής αποτροπής του τουρκικού αναθεωρητισμού. Αυτό δε, μπορεί να γίνει μόνο με τον συνδυασμό αποτελεσματικής σκληρής ισχύος, ουσιαστικών συμμαχιών και δραστήριας αλλά και ευέλικτης διπλωματίας, ώστε να μπορούμε να μιλάμε, να διαπραγματευόμαστε αλλά και να απειλούμε την Τουρκία προκειμένου να προασπίσουμε τα συμφέροντα μας, χωρίς ψευδαισθήσεις ότι αυτή η -κοπιαστική και κοστοβόρα- πραγματικότητα έχει ημερομηνία λήξης, όπως άλλωστε δεν έχει και η ίδια η ελευθερία.
* Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι αναλυτής ενεργειακής στρατηγικής και Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum.