Οι φιλοφρονήσεις και τα γλυκοκοιτάγματα της Τουρκικής ηγεσίας προς την Ελλάδα εναλλασσόμενα με εχθρική ρητορική και επιθετικές ενέργειες δεν είναι κάτι το νέο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εξάλλου ειδικά με την διακυβέρνηση Ερντογάν υπήρξαν μακρότατες περίοδοι ηπιότητας στις σχέσεις με πολύ θερμές επαφές του Τούρκου ηγέτη με τις ελληνικές ηγεσίες, με την εξαίρεση της περιόδου του Σχεδίου Ανάν, της άφιξης σε ελληνικό έδαφος των οκτώ Τούρκων αξιωματικών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και μετά την ομιλία του Κ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο τον Μάιο του 2022.
Σε ό,τι αφορά μάλιστα τον περιορισμό της εχθρικής παράνομης δραστηριότητας στο Αιγαίο θα πρέπει να σημειωθεί η περίοδος του τέλους του 2020 όταν η Τουρκία μετά την ένταση του Oruc Reis επεδίωκε να καταγραφεί και από την Ε.Ε. και από τους Αμερικανούς «αποκλιμάκωση» στο Αιγαίο και έτσι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων και να ανοίξει ο δρόμος για την διαμεσολάβηση των Γερμανών.
Τις τελευταίες ημέρες δημιουργείται ένα τεχνητό κλίμα ευφορίας στα ελληνοτουρκικά το οποίο είναι παραπλανητικό και συγχρόνως είναι και επικίνδυνο.
Χθες οι συγχαρητήριες επιστολές του Τ. Ερντογάν προς τον Κ.Μητσοτάκη και του Μ. Τσαβούσογλου προς τον ομόλογο του Ν. Δένδια για την επέτειο της 25ης Μαρτίου προβλήθηκαν λίγο πολύ ως «προάγγελοι νέας εποχής στα ελληνοτουρκικά» αν και παρά την συμβολική σημασία τους είναι συνήθης διπλωματική πρακτική (και τα προηγούμενα χρόνια αλλά και το 2021 είχε σταλεί αντίστοιχη θερμή επιστολή του Τ. Ερντογάν προς την Αικ. Σακελλαροπούλου).
Να θυμίσουμε επίσης ότι σε παλιότερες ακόμη πιο σκοτεινές εποχές, το 1997 στη δεξίωση της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα για την επέτειο της 25ης Μαρτίου είχε παραστεί ο ίδιος ο τότε Τούρκος ΑΓΕΕΘΑ Χικμέτ Χακί Καρανταγί, όπως και τέσσερις πρώην Υπουργοί εξωτερικών της Τουρκίας Μπαϊκάλ, Τσετίν, Σοϊσάλ και Καραγιαλτσίν. Θα πρέπει τουλάχιστον να έχουμε αντίληψη του παρελθόντος πριν αναφερθούμε σε «ισχυρή συμβολική κίνηση»…
Η σημερινή «μη ένταση» επί του πεδίου έχει εξηγηθεί από πολλούς αναλυτές. Ο Τ. Ερντογάν παίζοντας το κεφάλι του κορώνα γράμματα στις εκλογές έχει εκτιμήσει ότι όλες οι δυνάμεις του πρέπει να κατευθυνθούν στην ανοικοδόμηση των περιοχών που καταστράφηκαν από τους σεισμούς και όλοι οι υπάρχοντες πόροι διατίθενται γι αυτόν τον σκοπό.
Επίσης, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει διαθέσει ήδη 1,5 δισ. ευρώ για ενίσχυση της Τουρκίας και ενώ στο πλαίσιο της Ε.Ε. η διάσκεψη των δωρητών δεσμεύθηκε για την διάθεση άλλων 7 δισ. ευρώ θα ήταν αυτοκτονικό για τον ίδιο να επιλέξει την συνέχιση των προκλήσεων εναντίον της Ελλάδας.
Ακόμη κι αν δεν υπήρχε η παρούσα έλλειψη καυσίμων για πλοία και αεροσκάφη αλλά και η στάθμευση μεγάλου μέρους του Στόλου στην Αλεξανδρέττα για την παροχή στήριξης στους σεισμόπληκτους, δε θα επέλεγε την ένταση των προκλήσεων προς την Ελλάδα.
Συγχρόνως όμως η περίοδος αυτή των «μη προκλήσεων» ανοίγει πραγματικά «πόρτα ευκαιρίας» αλλά για την Τουρκία, προκειμένου να αντιμετωπίσει την μεγάλη πρόκληση, της προώθησης δηλαδή της συμφωνίας αγοράς νέων και αναβάθμισης των υπαρχόντων F16 από τις ΗΠΑ.
Είδαμε τον Α. Μπλίνκεν ο οποίος με μια ρητορική διαπίστωση, που δεν αποτελεί πάντως προϋπόθεση ,δήλωσε στο Κογκρέσο ότι είναι προς το συμφέρον του ΝΑΤΟ να δοθούν τα F-16 στην Τουρκία αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται εναντίον συμμάχων .Και δεν θα πρέπει να αμφιβάλει κανείς ότι αυτή η περίοδος μηδενικών προκλήσεων στο Αιγαίο θα χρησιμοποιηθεί μαζί με τις δηλώσεις της ελληνικής ηγεσίας για να πιεσθεί και ο γερουσιαστής Ρ. Μενεντεζ και όλα τα μέλη του Κογκρέσου που τον στηρίζουν ώστε να συναινέσει στην έγκριση της Συμφωνίας.
Και όταν ο Υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας και στην συνέντευξη του στο Πρώτο Θέμα και με πολλές άλλες ευκαιρίες εκθειάζει αυτή την μηδενική δραστηριότητα στο Αιγαίο, θεωρεί ότι η Τουρκία τείνει χείρα συνεννόησης και ότι δεν «υπάρχει απειλή πολέμου», αυτά θα χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα για να διασκεδασθούν οι ανησυχίες του Κογκρέσου αλλά και για να αναπτυχθεί ενός νέου είδους κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας και από την Ε.Ε…
Σε μια κρίσιμη καμπή για την Τουρκία, είναι δεδομένο ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος των εκλογών, θα καταβληθεί μια μεγάλη προσπάθεια με την παροχή «δώρων» να πειστεί ο νέος Τούρκος πρόεδρος να επιστρέψει στο Δυτικό Στρατόπεδο. Και σε αυτή την προσπάθεια δεν θα πρέπει να υπάρχει ένα μεγάλο εμπόδιο που είναι η ένταση στα ελληνοτουρκικά και στο κυπριακό. Και αυτό δεν θα αφορά μόνο τα F-16 θα μεταφερθεί και στην Ε.Ε. όπου Βίζα, Τελωνειακή Ένωση, χρηματοδότηση, ενταξιακές διαπραγματεύσεις όλα θα μπουν σε αυτό το καλάθι του υποτιθέμενου δελεασμού της Τουρκίας με το επιχείρημα ότι έτσι διασφαλίζεται το «δέσιμο» με την Δύση αλλά και δίνεται κίνητρο για να διατηρηθεί η περίοδος «μη έντασης» στα ελληνοτουρκικά και γιατί όχι και για επίλυση των ελληνοτουρκικών.
Η απειλή πολέμου δεν εξαφανίζεται επειδή ο Τ. Ερντογάν για δυο μήνες δεν έχει επαναλάβει ότι «θα έρθει μια νύχτα ξαφνικά» ή ότι θα «στείλει τους πυραύλους του στην Αθήνα». Η απειλή πολέμου αποτελεί επίσημη πολιτική της Τουρκίας από την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης του 1995 έχει επαναβεβαιωθεί από ολες τις τουρκικές ηγεσίες.
Η περίοδος αυτή της «μη έντασης» προφανώς δεν μπορεί να αγνοηθεί και οφείλει η Αθήνα να επιδιώξει την αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας που δεν υπήρχαν το προηγούμενο διάστημα και συγχρόνως να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια προκειμένου να διαπιστώσει ιδίως μετά τις εκλογές εάν υπάρχει έστω και ένα ίχνος αλλαγής πλεύσης της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά.
Προφανώς, η μη ένταση είναι θετικό γεγονός, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι «μη ένταση» προσπάθησε να αγοράσει ο Κ. Σημίτης το 1997 με τη Συμφωνία της Μαδρίτης αλλά την αγόρασε πολύ ακριβά…
Η κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να περάσει την πόρτα ευκαιρίας που ανοίγει η Τουρκία. Πού οδηγεί αυτή η πόρτα όμως;
Το ότι θα πας σε «συνεννόηση» χωρίς να είσαι υπό το καθεστώς απειλής θερμού επεισοδίου και επιθετικής ρητορικής δεν σημαίνει ότι έχει αλλάξει το περιεχόμενο του διαλόγου από αυτό που έχει στρώσει στο τραπέζι η Άγκυρα, με το Τουρκολιβυκό, το casus belli, τις γκρίζες ζώνες, τη μη αποδοχή του Δικαίου της Θάλασσας, τη σύνδεση της δήθεν υποχρέωσης αποστρατικοποίησης των νησιών με την ελληνική κυριαρχία.
Θα πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι, να εξαντλήσουμε το «ζύγισμα» των προθέσεων της Τουρκίας, αλλά να μην στρώσουμε μόνοι μας το χαλί γι' αυτό που πάντοτε επεδίωκε η Τουρκία. Άλλοτε με ένα θερμό επεισόδιο, άλλοτε με τη μη θερμή ένταση πολλών μηνών και την «μη ένταση» από την 6η Φεβρουαρίου.
Να χαλαρώνει λίγο τη θηλιά για να ξεκουράσει το χέρι της και να νομίζουμε ότι πια δεν υπάρχει το σχοινί στον λαιμό, έτοιμο να τραβηχτεί και πάλι…Απλώς η Τουρκία θέλει χωρίς θερμό επεισόδιο και χωρίς κόστος να εγκλωβίσει σε διάλογο επί της ατζέντας που έχει φτιάξει. Και αυτό ας το έχουμε στο μυαλό μας.
Διαβάστε επίσης:
Η «επίθεση φιλίας», ο Ερντογάν και η πολιτική στρατηγικής πρακτικής