Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Η πρόσφατη επιθετικότητα της Τουρκίας, απότοκος του νέου δόγματος Erdogan μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, δημιούργησε μια σειρά τετελεσμένων που δύνανται να αποβούν ιδιαίτερα επιζήμια στην δυναμική των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, προς όφελος της τουρκικής πλευράς. Οι τουρκικές επιθετικές ενέργειες και η αναιμική, στα όρια της ανυπαρξίας ελληνική αντίδραση, ανέδειξαν αφενός την πλήρη έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και κατ' επέκταση την απουσία ελληνικής στρατηγικής απόκρουσης της τουρκικής επιθετικότητας, αφετέρου πυροδότησαν έναν δημόσιο διάλογο σε επίσημα ή ανεπίσημα Fora για το δέον γενέσθαι της ελληνικής πλευράς προς την βέλτιστη διαχείριση και εν τέλει αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου.
Ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται (καθώς βρίσκεται εν εξελίξει) υπό καθεστώς πανικού και διακρίνεται από πλήρη αδυναμία ορθολογικών προτάσεων πολιτικής, απόρροια της διαχρονικής εσωστρέφειας, ακινησίας, συνωμοσιολογίας, άγνοιας και έλλειψης ορθής εκτίμησης της απειλής και της κατάστασης (Risk Assessment και Situational Awareness) με βάση τα δεδομένα του 21ου αιώνα, που διέπει πολύ μεγάλο κομμάτι της πολιτικής ηγεσίας, των διαμορφωτών αποφάσεων (συμπεριλαμβανομένου και μέρους της στρατιωτικής ηγεσίας) και της κοινής γνώμης.
Ως εκ τούτου, κινείται απλουστευτικά και αποσπασματικά γύρω από δύο υψίστης σημασίας ζητήματα που είναι αλληλένδετα και αφορούν: α)την δημιουργία μιας νέας επιτελικής θεσμικής δομής στρατηγικού σχεδιασμού, παραγωγής στρατηγικού έργου και διαχείρισης κρίσεων, γνωστή από την διεθνή πρακτική ως Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (National Security Council) και β) την υιοθέτηση μια στρατηγικής αντιμετώπισης της Τουρκίας βασισμένη στην Αποτροπή (Deterrence) εν αντιθέσει με την στρατηγική βασισμένη στον Κατευνασμό (Appeasement), η οποία έχει αποτελέσει κατά την γνώμη πολλών αναλυτών και μη, διαχρονική στρατηγική επιλογή της χώρας έναντι της Τουρκίας.
Όσον αφορά το ζήτημα της δημιουργίας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, πράγματι είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου θεσμού που θα είναι επιφορτισμένος αφενός, με την παραγωγή υψηλής στρατηγικής σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο,την βέλτιστη αξιοποίηση των εθνικών συντελεστών ισχύος, έχοντας συντονιστικό ρόλο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας, διεθνών οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων και αφετέρου με την πρόληψη και την διαχείριση κρίσεων και εκτάκτων καταστάσεων στο ανώτατο επίπεδο.
Παραταύτα, το ζήτημα της δημιουργίας ενός τέτοιου θεσμού παρουσιάζεται στον δημόσιο διάλογο, ως πανάκεια που θα λύσει μονομιάς τις διαχρονικές παθογένειες που διέπουν τον θεσμικό μηχανισμό ασφάλειας της χώρας, κυρίως όμως η δημόσια συζήτηση δεν αναφέρεται στις παραμέτρους και στις προϋποθέσεις μιας τέτοιας δομής με βάση τα δεδομένα του 21ο αιώνα, παρά αναλώνεται σε παρωχημένα και δυσλειτουργικά σχήματα που αναφέρονται σε θεσμικές δομές του προηγούμενου αιώνα.
Άλλωστε η χώρα από το 1983 διαθέτει το ΚΥΣΕΑ, το οποίο δημιουργήθηκε στην λογική του ΣΕΑ των ΗΠΑ το 1947, έχοντας στα χαρτιά,ειδικά μετά την τροποποίηση της ΠΥΣ31/2000, συντονιστικές/γνωμοδοτικές, συμβουλευτικές και υπό προϋποθέσεις ελεγκτικές ιδιότητες. Στην πραγματικότητα το ΚΥΣΕΑ ουδέποτε λειτούργησε σύμφωνα με τον σκοπό ίδρυσής του. Σήμερα έχει μεταβληθεί σ ένα τύποις επιτελικό όργανο το οποίο μόνο εγκρίνει τις κρίσεις των ανώτατων αξιωματικών και τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Στον δημόσιο διάλογο, το πρόβλημα δυσλειτουργικότητας, μη παραγωγής έργου και υπονόμευσης συντονισμού του θεσμικού μηχανισμού, παρουσιάζεται εν πολλοίς ως απόρροια της έλλειψης συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και της απουσίας πολιτικής βούλησης εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας. Η συζήτηση συνεπώς εξαντλείται στο γεγονός ότι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας με την συμμετοχή πρώην και νυν θεσμικών παραγόντων θα συνέβαλλε προς την σωστή κατεύθυνση, ενώ υπάρχει και η άποψη πως το ΚΥΣΕΑ με την απαραίτητη πολιτική στήριξη θα αποτελούσε έναν αξιόπιστο θεσμικό μηχανισμό παραγωγής υψηλής στρατηγικής και διαχείρισης κρίσεων, συνεπώς η δημιουργία ενός νέου θεσμού δεν θα άλλαζε επί της ουσίας τα πράγματα.
Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί πως τόσο η εθνική συναίνεση, όσο και η πολιτική στήριξη στο όποιο θεσμικό εγχείρημα αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για την επιτυχία οποιασδήποτε θεσμικής μεταρρύθμισης. Όμως ας υποτεθεί ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις ισχύουν είτε σε μια δομή τύπου ΣΕΑ είτε στο υπάρχον ΚΥΣΕΑ. Και επιπρόσθετα, ας υποτεθεί ότι δημιουργείται κ ένας υποστηρικτικός γραφειοκρατικός μηχανισμός που θα επικουρεί ή το ΣΕΑ ή το ΚΥΣΕΑ.
Η αλήθεια είναι πως αυτός ο διάλογος έπρεπε να ήταν στο επίκεντρο πριν δύο δεκαετίες. Τώρα πλέον είναι παρωχημένος και δεν απηχεί τα δεδομένα του 21ου αιώνα. Μια θεσμική δομή ασφάλειας πλέον στον 21ο αιώνα πρέπει να απαντά στα εξής ερωτήματα(ενδεικτικά):
Α) Πως θα συγκεράσει τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ανάγνωσης του περιβάλλοντος απειλών (Grand Strategy) μ'' αυτές που ανακύπτουν από τις βραχυπρόθεσμες απειλές (EmergentStrategy) (Διασύνδεση Στόχων και Μέσων);
Β) Πως θα υπάρξει μια συνεκτική καθολική προσέγγιση (comprehensive approach) στην αντιμετώπιση όλου του φάσματος των απειλών και κινδύνων της εθνικής ασφάλειας, όπου η διυπηρεσιακή συνεργασία ο συντονισμός και η συμπερίληψη όλου του δυναμικού της κυβέρνησης προκρίνονται έναντι της αποσπασματικής μονοδιάστατης αντιμετώπισης από μεμονωμένα υπουργεία;
Γ) Πως θα εμπεδώνεται και θα διευκολύνεται η απρόσκοπτη ροή των πληροφοριών (των επεξεργασμένων και ορθών πληροφοριών)σ όλο το θεσμικό σύστημα και με ποια μεθοδολογικά εργαλεία θα επιτυγχάνεται η έγκαιρη προειδοποίηση (early warning) η ορθή εκτίμηση της απειλής (Foresight) και η επίγνωση της κατάστασης (Situational Awareness);
Δ) Πως η θεσμική Δομή θα ενσωματώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε τεχνολογικό επίπεδο και αλλάζουν τα δεδομένα (game changers) στο πεδίο της ασφάλειας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο; Πως θα επιτευχθεί η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αξιοποίηση των δεδομένων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις;
Είτε συνεπώς δημιουργηθεί Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας είτε αναβαθμιστεί το ΚΥΣΕΑ, είτε συνυπάρχουν και τα δύο, με το ένα λειτουργώντας ως υποστηρικτικός μηχανισμός του άλλου, το αποτέλεσμα δεν θα αναφέρεται σε μια δομή ασφάλειας προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα, παρά θα επαναληφθεί μια παρωχημένη δομή με άρωμα μεταρρύθμισης και την εντύπωση/πεποίθηση πως το πολιτικό/θεσμικό σύστημα έπραξε τα δέοντα.
Η χώρα θα συνεχίσει να έχει μια θεσμική δομή ανεπαρκή για τις προκλήσεις του 21ου αιώνα καθώς η παραγωγή στρατηγικού «προϊόντος» θα βασίζεται σε παρωχημένες αντιλήψεις και διαδικασίες, με την ύπαρξη στεγανών να αποτελεί το κύριο γνώρισμα όπως και σήμερα, συνεπώς η όποια προσπάθεια θα καταστεί το ίδιο ή και περισσότερο επιζήμια για το εθνικό συμφέρον παρά επωφελής.
Αναφορικά με το ζήτημα της εθνικής στρατηγικής που προκρίνει την Αποτροπή έναντι του Κατευνασμού, δυστυχώς στον δημόσιο διάλογο παρατηρείται αρχικά μια σύγχυση και υπεραπλούστευση των εννοιών. Στην συνέχεια υιοθετείται από πολλούς η Αποτροπή ως η ενδεδειγμένη στρατηγική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, χωρίς να διευκρινίζεται καταρχάς ποιο είναι το προτεινόμενο μοντέλο Αποτροπής, υπό ποιες προϋποθέσεις, σε ποιο θέατρο επιχειρήσεων και δεν αναλύεται πως θα συνδεθεί και αν είναι συμβατή η αποτρεπτική στρατηγική έναντι της γείτονος με την ελληνική υψηλή στρατηγική.
Ο δημόσιος διάλογος αφορά την πρόκριση της Αποτροπής έναντι του Κατευνασμού. Η σύγχυση αφορά το απλουστευτικό δίπολο Αποτροπή-Κατευνασμός, καθώς θεωρείται από πολλούς ότι η στρατηγική προσέγγιση της χώρας έναντι της Τουρκίας ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες υπήρξε κατευναστική. Η πραγματικότητα είναι πως η χώρα κινήθηκε από το 1974 και εντεύθεν σε μια λογική μη σύγκρουσης με την γείτονα καθώς ο στρατηγικός προσανατολισμός του ελληνικού θεσμικού μηχανισμού ασφάλειας ως προς την γείτονα, υπήρξε αμιγώς αμυντικός.
Στο πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκε από τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις μια στρατηγική (με λάθη ,παραλείψεις, αβλεψίες, κακό σχεδιασμό) τόσο εξωτερικής (Απόκτηση διεθνών ερεισμάτων μέσω Συμμαχιών) όσο και εσωτερικής (Ενίσχυση Ενόπλων Δυνάμεων)εξισορρόπησης (Balancing) της τουρκικής απειλής.
Επιπρόσθετα,υιοθετήθηκε η στρατηγική της μεταβίβασης της ευθύνης(buckpassing) της ελληνικής εθνικής ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο Συμβούλιο του Ελσίνκι, πυλώνας της οποίας υπήρξε η στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας ως μέσον μείωσης της έντασης μεταξύ των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με την διεθνή ορολογία, η στρατηγική μεταβίβασης της ευθύνης δεν εμπίπτει στην κατηγορία του κατευνασμού (appeasement). (Δεν εξετάζεται εδώ αν πέτυχε η ανωτέρω στρατηγική ή όχι.Προς υπενθύμιση παρόμοια στρατηγική buckpassing ακολουθεί η Κύπρος ως προς την ενεργειακή της ασφάλεια). Υπάρχει μια σαφής παρανόηση μεγάλου κομματιού της ελληνικής ακαδημαϊκής και μη κοινότητας πως οποιαδήποτε στρατηγική δεν εμπεριέχει την απειλή χρήσης βίας εμπίπτει στον Κατευνασμό. Κατά συνέπεια, η Σύμπλευση, η Αντιστάθμιση, ή η Μεταβίβαση της Ευθύνης λανθασμένα λογίζονται ως κατευναστικές στρατηγικές.
Παραταύτα, πρέπει να διευκρινιστεί πως το μείζον πρόβλημα δεν άπτεται της καθεαυτής στρατηγικής των ελληνικών κυβερνήσεων είτε αυτή αφορά το Ελσίνκι είτε αφορά πρότερες περιόδους, παρά ευθύνεται η στρεβλή και άκρως λανθασμένη φιλοσοφία ερμηνείας και εφαρμογής της όποιας στρατηγικής από μεγάλο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού, το οποίο διακατεχόμενο από ένα φοβικό σύνδρομο έναντι της γείτονος, αφενός αγνόησε βασικές αρχές της διεθνούς πολιτικής, όπως την πολυδιάστατη έννοια της ισχύος στο διεθνές σύστημα και την δομική και αλληλεξαρτώμενη σχέση μεταξύ συμφέροντος και ισχύος, αφετέρου επιδόθηκε σε μια ομφαλοσκόπηση, επενδύοντας σ' έναν εξωραϊσμό της Τουρκίας που απείχε παρασάγγας από την πραγματικότητα.
Οποιαδήποτε στρατηγική που δεν έχει προκύψει από επεξεργασία δεδομένων και δεν αναγιγνώσκει το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον είναι καταδικασμένη να αποτύχει παντελώς ή να μην επιτύχει τον βασικό στρατηγικό στόχο.
Στρατηγική Κατευνασμού (Appeasement) υιοθετείται όμως στην παρούσα κατάσταση, όπου διαπιστώνεται μια προσπάθεια εξευμενισμού της Τουρκίας, επιτρέποντας της να κινείται ανεμπόδιστα και να δημιουργεί σειρά τετελεσμένων υπέρ της, προκύπτουσα από την πλήρη απουσία στοιχειωδών διαδικασιών λήψης αντίμετρων εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, συμβεβλημένη με μια κατευναστική λογική, που εμφορείται από τις αρχές και τις θέσεις της πλειοψηφίας του κυβερνητικού σχήματος.
Ως εκ τούτου, στον δημόσιο διάλογο,τον αντίλογο στην Κατευναστική Στρατηγική της τωρινής κυβέρνησης της Αθήνας, αποτελεί η στρατηγική που προκρίνει την Αποτροπή, η οποία όμως δύναται να έχει πολλές παραμέτρους και προϋποθέσεις, οι οποίες δεν γίνονται αντικείμενο της συζήτησης.
Η Αποτροπή ως στρατηγική αντιμετώπισης της Τουρκίας, σαφώς αποτελεί ζητούμενο, πλην όμως χρειάζεται να εξεταστεί σε τι είδους Αποτροπή αναφερόμαστε, (Πλήρους Φάσματος, Συμβατική, Εκτεταμένη, Άμεση, Διαδοχικών Σταδίων, Ελέγχου Κλιμάκωσης-Ενδοπολεμική) υπό ποιες προϋποθέσεις θα είναι αξιόπιστη, αν ανταποκρίνεται στο πλαίσιο της υψηλής στρατηγικής που έχει τεθεί για την χώρα, πως συμβαδίζει με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των θεάτρων επιχειρήσεων, σε τι χρονικό ορίζοντα αναφέρεται και κυρίως με ποια μέσα επιτυγχάνεται και αν η χώρα δύναται να έχει στην διάθεσή της αυτές τις δυνατότητες (capabilities).
Επιπρόσθετα, στον 21ο αιώνα η Αποτροπή καθίσταται ολοένα και δυσκολότερο να επιτευχθεί, λόγω της πολυπλοκότητας των απειλών (υβριδικού τύπου) και της διαθεσιμότητας των μέσων που απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ειδικά αναφορικά με την Τουρκία, απαιτείται αρχικά μια στρατηγική που να απαντά στο στάδιο των επιχειρήσεων χαμηλής έντασης επενδύοντας στην αντι-υβριδική άμυνα, στην ανθεκτικότητα του θεσμικού μηχανισμού ασφάλειας και στην δημιουργία διλήμματος στην γείτονα αναφορικά με το κόστος των ενεργειών της.
Θα πρέπει λοιπόν ο όρος να μην αναφέρεται άκριτα ως πυροτέχνημα στον δημόσιο διάλογο, παραπλανώντας διαμορφωτές αποφάσεων και κοινή γνώμη,καθώς πλήττεται η αξιοπιστία της από το λεπτό που γίνεται αντικείμενο συζήτησης χωρίς ουσία (η ορθή προετοιμασία και ενημέρωση της κοινής γνώμης αποτελεί προϋπόθεση επιτυχίας μιας αποτρεπτικής στρατηγικής), παρά απαιτείται να ενταχθεί ως πτυχή ενός συνδυαστικού νέου δόγματος εθνικής ασφάλειας ύστερα από επεξεργασία στο ανώτατο επίπεδο και επικοινωνία σ΄όλα τα επίπεδα του θεσμικού πλαισίου.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Θ. Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Ειδικός στην Εκπόνηση Στρατηγικής (StrategicPolicyMaking) στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης.