Σε ρυθμούς έντονης κινητικότητας εισέρχονται από τις αρχές Σεπτεμβρίου τα ελληνοτουρκικά, εν όψει της επίσημης επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη στην Άγκυρα, στις 5 Σεπτεμβρίου, ένα ταξίδι που λογίζεται ως «προπομπός» της συνάντησης που θα έχουν στη Νέα Υόρκη στις 18 του ιδίου μήνα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Επί της ουσίας, το νέο τετ-α-τετ ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό και τον Τούρκο πρόεδρο θα συνιστά μια συνέχεια της συνάντησης που είχαν στο Βίλνιους, στο περιθώριο του ΝΑΤΟ.
Υπενθυμίζεται ότι στις 15 Σεπτεμβρίου λήγει το άτυπο μορατόριουμ στο Αιγαίο και η συνάντηση θα δείξει, εάν θα συνεχιστεί ή όχι η ηρεμία στο Αιγαίο, ιδίως σε ό,τι αφορά το θέμα των τουρκικών υπερπτήσεων και παραβιάσεων.
Σημειώνεται, εξάλλου, ότι μέσα στο φθινόπωρο αναμένεται και η νέα συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη, η οποία «κλείδωσε» στο περιθώριο της Συνόδου στο Βίλνιους.
Κατά τα λοιπά, ο κ. Γεραπετρίτης θα έχει επαφές με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν και σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του ΥΠΕΞ «ψηλά» στην ατζέντα θα τεθούν θέματα που άπτονται των διμερών σχέσεων, αλλά και οι εξελίξεις στην Ανατ. Μεσόγειο.
«Ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και η έμπρακτη διάθεση συνεργασίας και διαλόγου παραμένει πυξίδα μας στις σχέσεις με την Τουρκία», είχε υπογραμμίσει ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών πριν από ένα μήνα κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή, μιλώντας για το πώς θα κινηθεί η εξωτερική πολιτική.
«Είναι σημαντικό να χτίσουμε πάνω στη σχετική καταλλαγή της τελευταίας περιόδου και προτίθεμαι να εργαστώ στην κατεύθυνση μιας ωφέλιμης, για τη χώρα, προσέγγισης. Προσβλέπουμε σε σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία και αποσκοπούμε στην επανέναρξη των συνομιλιών καθώς και στην ανάπτυξη μιας θετικής ατζέντας, μέσω των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας», ανέφερε σημειώνοντας ότι «θα προσπαθήσει να οικοδομήσει μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού, με τον Τούρκο ομόλογό του».
Υπενθυμίζεται ότι στον απόηχο της Συνόδου στο Βίλνιους, στις 12 Ιουλίου, με μία ταυτόσημη και ταυτόχρονη ανακοίνωση από την Αθήνα και την Άγκυρα, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί έως τώρα στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν τη βελτίωση του κλίματος, με παράλληλη έναρξη των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και τη συμφωνία για νέα συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη.
Ο Γ. Γεραπετρίτης ξεκαθάρισε: «Η χώρα μας επιδιώκει την επίλυση, στη βάση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, της μοναδικής διαφοράς, μεταξύ των δύο χωρών, την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, στο πρότυπο ακριβώς των συμφωνιών που ήδη έχουμε πράξει με την Ιταλία, την Αίγυπτο και ελπίζουμε σύντομα και με την Αλβανία».
«Η συνεχής μετάθεση στο μέλλον αυτών των ζητημάτων δεν λειτουργεί προς όφελος καμίας εκ των δύο χωρών. Θα προσεγγίσουμε το διάλογο αυτόν, με την αυτοπεποίθηση που μας δίνει η ενισχυμένη διπλωματική μας θέση στο διεθνές περιβάλλον», είχε σημειώσει.
Μιλώντας για τις «κόκκινες γραμμές» είχε τονίσει δε: «Η κυριαρχία σήμερα βρίσκεται στα 6 ναυτικά μίλια. Η Ελλάδα διατηρεί το αναφαίρετο, αποκλειστικό και μονομερές δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, όποτε η ίδια το κρίνει σκόπιμο και αναγκαίο. Είναι σαφέστατη η εξωτερική μας πολιτική και σαφέστατες οι "κόκκινες" γραμμές μας. Δεν πρόκειται να συζητήσουμε ζητήματα τα οποία αφορούν αποστρατικοποίηση των νησιών. Τα ζητήματα αυτά ανάγονται στην κυριαρχία της χώρας και είναι εκτός της οποιασδήποτε συζήτησης και διαπραγμάτευσης. Δεν συζητούμε θέματα τα οποία ανήκουν στην κυριαρχία μας. Θέλω να είμαι εντελώς σαφής».
Για τη συζήτηση, για την οποία, «στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς διαλόγου, επί τη βάση του διεθνούς δίκαιου», η κυβέρνηση «ελπίζει να ανοίξει με την Τουρκία», ο Γιώργος Γεραπετρίτης είχε επισημάνει ότι «συνθήκες αναθεωρητικές δεν πρόκειται να τεθούν στο τραπέζι», και «ο αναθεωρητισμός είναι μη ανεκτός από την ελληνική πολιτεία και από την ελληνική εξωτερική πολιτική», «ούτε βέβαια μπορεί να αλλάξουν και δεν θα ήταν δυνατό νομικά, να αλλάξουν οι συνθήκες επί τη βάση των οποίων στηρίζεται το σημερινό status quo, όπως είναι η σύμβαση της Λωζάννης και η σύμβαση του Μοντρέ».