(Photo by Anadolu Agency / Contributor / Getty Images / Ideal Image. Ο Τούρκος Πρόεδρος, Recep Tayyip Erdogan, σε στιγμιότυπο από κηδεία Τούρκου αξιωματικού, που δολοφονήθηκε σε αντιτρομοκρατική επιχείρηση κατά τοων Κούρδων.)
Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Συμπληρώνεται περίπου ένας χρόνος από τη φονική έκρηξη στο Σουρούτς της νοτιανατολικής Τουρκίας (Ιούλιος 2015) και η χώρα έχει αρχίσει να συγκλονίζεται από τρομοκρατικές επιθέσεις παράλληλα με την αναζωπύρωση των συγκρούσεων με Κούρδους μαχητές. Οι αρχικές επιθέσεις στρεφόντουσαν κατά Κούρδων και Τούρκων ακτιβιστών και αποδόθηκαν στο «Ισλαμικό Κράτος». Τη σκυτάλη όμως σύντομα πήραν κουρδικές οργανώσεις, σε αντίδραση στις στοχευμένες εναντίον τους διώξεις των τουρκικών αρχών και έκτοτε σημειώνεται μια συνεχής κλιμάκωση των βίαιων ενεργειών. Η στόχευση των τρομοκρατικών επιθέσεων έχει πλέον στραφεί κατά των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας, χωρίς να εξαιρείται και η τουριστική υποδομή και με σημαντικές επιπτώσεις στο γενικότερο αίσθημα ασφάλειας...
Η πρώτη επίθεση στο Σουρούτς αποτέλεσε το έναυσμα της σταδιακής (και μάλλον χαμηλής έντασης) αντιπαράθεσης της χώρας με τους τζιχαντιστές μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους». Παράλληλα όμως εξαπολύθηκε και ένα ανηλεές κύμα διώξεων κατά των Κούρδων υποστηρικτών του ΡΚΚ. Υπό την αναστάτωση που προκάλεσε η βομβιστική επίθεση και οι εξωτερικές πιέσεις για συμπαράταξη στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, η Άγκυρα αναγκάστηκε να συμμετάσχει ενεργά στην ανεπίσημη συμμαχία κατά του «Ισλαμικού Κράτους». Ταυτόχρονα και υπό το προκάλυμμα της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας εξαπέλυσε διώξεις κατά των Κούρδων, που οδήγησαν στην αναζωπύρωση του κουρδικού ξεσηκωμού, ίσως όμως και στην πρωτοφανή ενδυνάμωση και επαναβεβαίωση της εκλογικής τους δύναμης. Τον Οκτώβριο και εν μέσω της προεκλογικής περιόδου, σημειώνεται νέα αιματηρή διπλή βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα με εκατόμβη νεκρών. Μέχρι σήμερα ουδεμία οργάνωση έχει αναλάβει την ευθύνη των παραπάνω επιθέσεων. Ακολουθεί η επίθεση στην Κωνσταντινούπολη (12 Ιανουαρίου 2016) που αποδόθηκε στο «Ισλαμικό Κράτος». Η βομβιστική επίθεση πραγματοποιήθηκε σε πολυσύχναστο τουριστικό σημείο της ιστορικής πόλης και ο στόχος ήταν ομάδα Γερμανών τουριστών. Έκτοτε σημειώθηκαν τουλάχιστον 10 βομβιστικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακος σε ολόκληρη τη χώρα, με τις κουρδικές οργανώσεις να αναλαμβάνουν την ευθύνη για το μεγαλύτερο μέρος αυτών.
Συγχρόνως, οι ενέργειες της Άγκυρας κατά του «Ισλαμικού Κράτους» επιδείνωσαν τα προβλήματα λογιστικής υποστήριξης της οργάνωσης και προκάλεσαν τη μήνη των οπαδών του. Είναι γεγονός ότι το «Ισλαμικό Κράτος» εκμεταλλεύθηκε, επί διετία τουλάχιστον, την τουρκική πολιτική των ανοικτών συνόρων (Τουρκίας - Συρίας - Ιράκ) και της σιωπηλής υποστήριξης της για την ανεμπόδιστη διεξαγωγή του αναγκαίου για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης λαθρεμπορίου και τις μετακινήσεις μαχητών, οπλισμού και πυρομαχικών. Σήμερα όμως οι τζιχαντιστές, πιεζόμενοι στρατιωτικά στα διάφορα μέτωπα, αποφάσισαν να στραφούν –έστω και περιορισμένα– και κατά των πρώην σιωπηλών και αθόρυβων συμπαραστατών τους. Για να μην αδικούμε όμως τους Τούρκους, η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε και από πολλές άλλες αραβικές χώρες και με την αρχική ενθάρρυνση δυτικών δυνάμεων σε μια προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος του Προέδρου της Συρίας, Bashar al-Assad.
Η περίπτωση της σημερινής Τουρκίας παρουσιάζει ορισμένα κοινά σημεία με τη μακροχρόνια εμπλοκή του Πακιστάν στο Αφγανιστάν. Στα τέλη του 1970, το Ισλαμαμπάντ δέχεται σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια για να αντιμετωπίσει το φιλοκομμουνιστικό καθεστώς της Καμπούλ και τους σοβιετικούς εισβολείς. Σύντομα τα αφύλακτα σύνορα των δύο χωρών γίνονται το πέρασμα των τότε «μαχητών της ελευθερίας», δηλαδή της «μαγιάς» των σημερινών τζιχαντιστών. Σύντομα, η αντιπαλότητα και οι συγκρούσεις στο Αφγανιστάν μεταφέρονται και στα εδάφη του Πακιστάν και ο άτυπος εμφύλιος πόλεμος διαχέεται σε όλη την περιοχή. Διαδοχικά πραξικοπήματα και διεφθαρμένες κυβερνήσεις εναλλάσσονται στην εξουσία στο Ισλαμαμπάντ χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ούτε η εκδίωξη των σοβιετικών απαλλάσσει το Πακιστάν από την αποσταθεροποίηση, την τρομοκρατία και τις συγκρούσεις. Η εμπλοκή του Ισλαμαμπάντ στις υποθέσεις της γειτονικής χώρας συνεχίζεται με έναν ύποπτο ρόλο στην επικράτηση των Ταλιμπάν αλλά και στην εν συνεχεία προσπάθεια εκδίωξης τους.
(Φωτ.: Πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας εξετάζουν τον χώρο όπου Ταλιμπάν πραγματοποίησαν βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας στο Rawalpindi του Πακιστάν στις 20/01/2014.)
Το Πακιστάν έχει καταστεί πλέον μέρος του αφγανικού προβλήματος, με πολλούς αναλυτές να υποστηρίζουν ότι η ειρήνευση της περιοχής περνάει μέσα από το πολλαπλά διεφθαρμένο και μερικώς επηρεαζόμενο από ακραίους ισλαμιστές «βαθύ κράτος» του Ισλαμαμπάντ. Πολλαπλές οι ενδείξεις της διαπλοκής των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών με τους τρομοκράτες της Al Qaeda, ενώ ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος του κόσμου, ο Osama bin Laden, έβρισκε καταφύγιο σε έπαυλη πλησίον εγκαταστάσεων του πακιστανικού στρατού! Όμως το Πακιστάν ήταν παράλληλα και ο απαραίτητος σύμμαχος (οπλισμένος μάλιστα και με πυρηνικά όπλα) της Δύσεως για την αντιμετώπιση των ισλαμιστών ανταρτών στα βουνά του Αφγανιστάν. Οι ίδιοι αυτοί αντάρτες διέσχιζαν τα ανύπαρκτα σύνορα των δύο χωρών για να επισκεφθούν τους συγγενείς τους και να αναδιοργανώσουν τις δυνάμεις τους πριν επανέλθουν στην ενεργό δράση κατά των αμερικανικών και συμμαχικών δυνάμεων. Κατά την παραμονή τους όμως στο «φιλόξενο» Πακιστάν συνέχιζαν τις μεταξύ τους διαμάχες με συγκρούσεις και τρομοκρατικές ενέργειες, σε μια ακατανόητη για τους δυτικούς θανάσιμη αναμέτρηση φυλών, φατριών, καστών και συμφερόντων, καλυμμένων ως επί το πλείστον πίσω από θρησκευτικές δοξασίες και δόγματα.
Αυτή ακριβώς η εικόνα προκαλεί τον εφιάλτη στους Τούρκους αξιωματούχους. Η μεταφορά της αντιπαράθεσης των διαφόρων εξτρεμιστικών ισλαμιστικών ομάδων στο έδαφος της Τουρκίας ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει το κράτος. Βέβαια, η κοινωνική και εθνοτική συνοχή της τουρκικής κοινωνίας είναι τελείως διαφορετική και πλέον σταθερή από την αντίστοιχη του Πακιστάν. Επιπλέον οι κρατικές δομές και θεσμοί είναι ισχυροί και αποτελεσματικοί. Μείζον όμως πρόβλημα αποτελεί το δυσεπίλυτο κουρδικό ζήτημα. Η απόφαση της Άγκυρας να προχωρήσει ταυτόχρονα σε ένα διμέτωπο αγώνα (εναντίον των ισλαμιστών εξτρεμιστών και των Κούρδων μαχητών) μάλλον είναι ριψοκίνδυνη. Το 2013, ο νυν Τούρκος Πρόεδρος, Recep Tayyip Erdogan, είχε πλησιάσει αρκετά στην επίτευξη συμφωνίας αφοπλισμού και ειρήνευσης με τους Κούρδους αντάρτες του ΡΚΚ. Οι εξελίξεις όμως από το καλοκαίρι του 2015 και μετά δείχνουν ότι προκρίνει τον δρόμο της αναμέτρησης. Ενδεχομένως εκτιμάει ότι η συμμετοχή του στο αντιτρομοκρατικό αγώνα θα του προσδώσει ελευθερία ενεργειών για μια σκληρή καταστολή που θα οδηγήσει στην αναγκαστική αποδοχή των δικών του όρων ειρήνευσης. Ο χρόνος θα αποδείξει αν η ριψοκίνδυνη πολιτική της διπλής αναμέτρησης επιτύχει. Η πολιτική όμως ενδυνάμωση και είσοδος στο κοινοβούλιο των ενωμένων κουρδικών πολιτικών δυνάμεων μάλλον δείχνει ότι η αναμέτρηση έχει ήδη εισέλθει σε νέα φάση στην οποία τα κατασταλτικά αστυνομικά μέτρα και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι μάλλον αναποτελεσματικές.
* Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα), Πτυχιούχος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου και κάτοχος Μεταπτυχιακού στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι Μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και Διαλέκτης στην ΣΕΘΑ.