Πρώτη δημοσίευση: Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015
Του Δημήτρη Τσαϊλά *
Πολλές φορές τα τουρκικά υδρογραφικά σκάφη (Σισμίκ, Χώρα, Πιρί Ρείς) κάνουν την εριστική έως και αλαζονική εμφάνιση τους είτε στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο προκαλώντας με αυτήν τη συμπεριφορά ισχύος, όπως οι Τούρκοι την αντιλαμβάνονται και πιστεύουν ότι διαθέτουν, όχι μόνο απέναντι στους «φτωχοποιημένους» Έλληνες της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά ακόμα και σε πιο «υπολογίσιμους» αντιπάλους.
Έτσι, ενώ ο Ελληνισμός γιόρταζε τις νικηφόρες ναυμαχίες του 1912-13, της Έλλης και Λήμνου, μαζί με τον προστάτη Άγιο Νικόλαο του Ναυτικού μας, Εμπορικού και Πολεμικού, το τουρκικό υδρογραφικό σκάφος «Τσεσμέ» έπλεε συνοδευόμενο από το τουρκικό πολεμικό πλοίο «Μποντρούμ», με πολύ μικρή ταχύτητα (ταχύτητα γεωλογικών ερευνών) σε διεθνή ύδατα, προβαίνοντας σε κινήσεις που προκαλούν τουλάχιστον υποψίες στην ελληνική πλευρά, καθώς βρισκόταν σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, που οι Τούρκοι δεν αναγνωρίζουν.
Οι υποψίες προήλθαν διότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, προκειμένου να ξεκινήσει σεισμογραφικές ή άλλες εργασίες στο βυθό, το τουρκικό ερευνητικό πλοίο θα έπρεπε να έχει λάβει την απαραίτητη άδεια της ελληνικής πλευράς. Τέτοια άδεια όμως δεν είχε ζητηθεί. Από την πλευρά μας, ιδιαίτερα κατά την τελευταία περίοδο της οικονομικής κρίσης, επιδεικνύουμε μια «στρατηγική ψυχραιμία», αλλά το μόνο που καταφέραμε μέχρι τώρα είναι να δημιουργήσουμε έναν άπληστο αντίπαλο ο οποίος κάθε φορά θέτει και περισσότερες διεκδικήσεις εκμεταλλευόμενος τα λάθη και τις παραλήψεις μας.
Τα τελευταία χρόνια, έχουν γραφτεί πολλά εξαιρετικά άρθρα που αναλύουν την τακτική των τουρκικών παραβάσεων και παραβιάσεων στον θαλάσσιο χώρο, και έχουν καλύψει σε μεγάλη κλίμακα τη θεωρία ενός «αδιέξοδου παιγνίου». Ωστόσο, πιστεύω ότι πρέπει να αναζητήσουμε τη στρατηγική επιρροή της ναυτικής δύναμης στον καθορισμό του αποτελέσματος του παιχνιδιού. Είναι πεποίθηση μου ότι η θαλάσσια ισχύς είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία σε κάθε παιχνίδι της διπλωματίας, και ότι ο έλεγχος των θαλασσών είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που τείνει να παραβλέπεται από πολλούς κυβερνώντες.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η στρατηγική αξία της θαλάσσιας ισχύος είναι καθοριστικός παράγοντας στην επιβίωση ιδιαίτερα των παρακτίων κρατών και αρχιπελαγικών κρατών, όπως ακριβώς είναι και η Ελλάδα. Η θαλάσσια ισχύς δημιουργείται και πρέπει να χρησιμοποιείται ως όργανο της κρατικής πολιτικής, καθώς αποτελεί εθνικό συμφέρον ζωτικής σημασίας. Σε μια ιστορική αναδρομή θα διαπιστώσουμε ότι τα έθνη επιλέγουν να αποκτήσουν και να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ισχύ σε διάφορες καταστάσεις και μορφές, που οι επιλογές τους διέπονται από τη σημασία που δίδεται στη θάλασσα από το μεμονωμένο κράτος ως μια αμυντική αναγκαιότητα ή ως μια επιθετική ευκαιρία.
Επομένως η θαλάσσια ισχύς είναι η πεμπτουσία για να τον έλεγχο των θαλάσσιων χώρων, καθώς και για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων προς όφελος της συνολικής στρατηγικής θέσης μιας χώρας. Αυτά τα οφέλη μεγιστοποιούνται εάν ένας παίκτης μπορεί να επιτύχει ναυτική υπεροχή σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό πρέπει να εξετάσουμε τον ακραίο ρεαλισμό και την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας, καθώς και τη συνολική της αναθεωρητική στάση ως προς τις διεθνείς συνθήκες οι οποίες κατοχυρώνουν εν τοις πράγμασι τις ελληνικές θέσεις.
Τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ εμπλέκονται άμεσα με τα ενεργειακά, αλλά κατά κύριο λόγο με τις νέο-οθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας, που, έχουσα πλήρη αντίληψη των απαιτήσεων, έχει φροντίσει και φροντίζει για το αμυντικό σκέλος προβολής ισχύος, καθώς και για το διπλωματικό που στην παρούσα φάση συνίσταται στην προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων και την αμφισβήτηση του status quo.
Το πρόβλημα της Ελλάδος, ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσεως, είναι η παντελής έλλειψη ρεαλισμού, που έχει οδηγήσει στην πλήρη απουσία της χώρας από τον φυσικό γεωπολιτικό χώρο της, στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Δεν νοείται μια ναυτική δύναμη σαν τη χώρα μας σε μια περιοχή σημαντικότατη για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα και εμπόριο να είναι απούσα, ειδικά όταν κανείς άλλος στην περιοχή δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες σε ναυτική ισχύ.
Αυτό το κενό προσπαθεί να καλύψει η Τουρκία, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των Βαλκανίων με εργαλείο της, τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς, να προχωρήσει στον πλήρη έλεγχο της Ευρασίας έχοντας σχεδόν αποκλειστικά τη διαχείριση των δρόμων του πετρελαίου.
Όταν η Τουρκία θα πιστέψει ότι έχει ολοκληρώσει το στρατηγικό της σχεδιασμό, τότε εκτιμάται ότι θα προχωρήσει στην απαραίτητη κρίση στο Αιγαίο μέσω της οποίας θα επιδιώξει την πλήρη αναθεώρηση του «status quo» της περιοχής με τη διχοτόμηση του και τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων.
Για τους παραπάνω λόγους η ένταση και η προκλητικότητα θα βαίνουν αυξανόμενες, καθώς οι Τούρκοι θα χρησιμοποιούν την πολεμική τους ισχύ για τη «διόρθωση» αυτού που θεωρούν ως ιστορική και γεωγραφική αδικία.
Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η εθνική μας στρατηγική είναι σήμερα υποχρεωμένη να έχει προ οφθαλμών ένα ευρύτατο φάσμα πιθανών εξελίξεων, εντελώς απλοϊκά πρέπει να γίνει απώτερος σκοπός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ο πλήρης έλεγχος των θαλάσσιων δρόμων της ευρύτερης νοτιοανατολικής Μεσογείου. Στο πλαίσιο αυτής της κατεύθυνσης είναι αναπόφευκτο πως θα υπάρξουν στιγμές έντασης από τους βασικότερους παίκτες στη περιοχή δράσης.
Κλείνοντας, αξίζει να υπενθυμίσουμε τι έχει αναφέρει ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος»: «Οι φιλόδοξες χώρες ορίζουν το τι θεωρούν για τις ίδιες απειλή βασιζόμενες στις στρατηγικές τους επιδιώξεις, όχι στους φόβους τους. Αντίθετα, οι παθητικές, χωρίς φιλοδοξίες χώρες διαμορφώνουν στρατηγικές υποταγμένες στις απειλές που υφίστανται, δεν υπάρχει πιο θλιβερή κατάσταση για μια χώρα από το να προβάλλει τις εσωτερικές της αδυναμίες σαν βασικές αρχές που καθορίζουν τη στρατηγική της».
*Ο Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ΠΝ ε.α.